Είναι νόμιμη η κατάσχεση των 595 τεμαχίων αρχαιοτήτων που το 2015 ανευρέθηκαν από τις Αρχές της Δημοκρατίας στο πλοίο Odyssey Explorer, με σημαία Μπαχάμες και οι οποίες είχαν ανελκυστεί από ναυάγιο εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) /Υφαλοκρηπίδας του Λιβάνου, βάσει δικαστικού διατάγματος που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την Τρίτη.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, «πρόκειται για μια σημαντική και ενδιαφέρουσα δικαστική υπόθεση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της εναγόμενης εταιρείας στην οποία ιδιοκτησιακά ανήκει το πλοίο, αφού κατά τη διαδικασία εγέρθηκαν και ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του Διεθνούς Δικαίου».
Σημειώνεται ότι αντικείμενο της δικαστικής διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ήταν η αξίωση του Τμήματος Τελωνείων, διά μέσου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για έκδοση δικαστικού διατάγματος δήμευσης των ανευρεθεισών αρχαιοτήτων, οι οποίες κατασχέθηκαν στις 23 Δεκεμβρίου 2015 από το Τμήμα Τελωνείων, ως υποκείμενες σε δήμευση, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας. Αναφέρεται ότι οι αρχαιότητες ανευρέθηκαν στο πλοίο Odyssey Explorer και κατασχέθηκαν στη βάση του ισχυρισμού ότι κατά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι της Λεμεσού, ο καπετάνιος προέβη σε αναληθή δήλωση αναφορικά με το μεταφερόμενο φορτίο του πλοίου, το οποίο είχε δηλώσει ως «κενό φορτίου».
«Στο αίτημα για έκδοση διατάγματος δήμευσης, η πλοιοκτήτρια εταιρεία, με ανταπαίτηση, υποστήριξε και ζήτησε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η κατάσχεση των επίδικων αντικειμένων είναι άκυρη και/ή στερείται οποιασδήποτε νομιμότητας», επισημαίνεται. «Αξίωσή της ήταν συνάμα η καταβολή αποζημιώσεων από πλευράς Δημοκρατίας (Τμήμα Τελωνείων), ίσων με το ποσό που η ίδια είχε καταβάλει για την αποδέσμευση του πλοίου, το οποίο είχε επίσης κατασχεθεί από τις Αρχές της Δημοκρατίας ως το μέσο μεταφοράς των κατασχεθεισών αρχαιοτήτων», προστίθεται.
Εξετάζοντας την υπόθεση, το Δικαστήριο απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της πλοιοκτήτριας εταιρείας και την ανταπαίτησή της, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο κήρυξε τη δήμευση των αρχαιοτήτων και επιδίκασε έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας, αναφέρει η Νομική Υπηρεσία.
Στα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφέρεται ότι ο τύπος και ο τρόπος διενέργειας της κατάσχεσης των επίδικων αρχαιοτήτων έγινε σύμφωνα με τον Νόμο, συνεπώς «στη βάση των πραγματικών γεγονότων, οι αρχαιότητες υπόκεινται σε δήμευση εξαιτίας της μη δήλωσής τους στο σχετικό έντυπο, οπότε και το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε κήρυξη δικαστικά της δήμευσής τους».
Προστίθεται ότι ως προς το ύψος του ποσού που καθορίστηκε από το Τμήμα Τελωνείων για την αποδέσμευση του πλοίου, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την πλοιοκτήτρια εταιρεία βάσει της οποίας να καταδεικνύεται ότι αυτό ήταν εκτός του επιτρεπόμενου ορίου που προβλέπεται από τον Νόμο.
Ως προς τη θέση της πλοιοκτήτριας εταιρείας (η οποία απορρίφθηκε) ότι η δήμευση ζητείτο για λόγους άλλους, μεταξύ αυτών και πολιτικούς ώστε να αποδοθούν οι αρχαιότητες στον Λίβανο, το Δικαστήριο ανέφερε ότι ο χειρισμός των αντικειμένων που περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου μετά από δήμευση, αποτελεί απόφαση των Αρχών, στη βάση της ισχύουσας νομοθεσίας, μετά από την οποιαδήποτε απόφαση δήμευσης.
Όσον αφορά στη μη συμμετοχή του Λιβάνου στη διαδικασία -ζήτημα που ηγέρθη από την πλοιοκτήτρια εταιρεία κατά τη δικαστική διαδικασία- το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το αντικείμενο της αγωγής είναι εάν, κατά την ώρα της κατάσχεσης, οι αρχαιότητες υπέκειντο σε δήμευση, κι όχι κατά πόσο ανήκουν ή όχι στον Λίβανο.
«Δεν αποτελεί υπεράσπιση η άγνοια του Νόμου», επισημαίνεται.
Θέματα που η πλοιοκτήτρια εταιρεία προέβαλε τα οποία, μεταξύ άλλων, αφορούν στο κατά πόσον υπήρχε πρόθεση εμπορίας ή όχι των αρχαιοτήτων από την εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία ή άλλες εταιρείες που προώθησαν την ανέλκυση των αρχαιοτήτων από την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα Λιβάνου, η ανασκαφή και η περισυλλογή των αρχαιοτήτων από την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα του Λιβάνου έγινε με επιστημονική μέθοδο, ή ήταν παράνομη ή όχι με βάση το Διεθνές Δίκαιο ή με βάση τους Νόμους του Λιβάνου, καθώς και η προοπτική επιτυχίας της δικαστικής υπόθεσης σε Δικαστήριο του Λιβάνου, κρίθηκαν από το Δικαστήριο της Δημοκρατίας ως πτυχές που δεν είναι σχετικές με το επίδικο θέμα.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν η Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, Μαρία Αναστασίου, και η Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, Μαρία Πήλικου.
Διαβάστε επίσης: Τη δημιουργία τραμ εξετάζει η Λεμεσός - Τι αναφέρει ο Αρμεύτης