Τη διασύνδεση εγκληματικής οργάνωσης με τα κόμματα στην Τουρκία και το ψευδοκράτος και συγκεκριμένα με το AKP του Ταγίπ Ερντογάν και το UBP του Ερσίν Τατάρ, ανέδειξε έρευνα του Προγράμματος Αναφοράς Οργανωμένου Εγκλήματος και Διαφθοράς (OCCRP).

Κύριο πρόσωπο της έρευνας είναι ο δολοφονηθείς Χαλίλ Φαλιάλι. Η έρευνα εμβαθύνει στην παγκόσμια αυτοκρατορία εικονικού στοιχήματος του Τουρκοκύπριου επιχειρηματία και πώς το ψευδοκράτος αποτελεί καταφύγιο για βρόμικο χρήμα απ’ όλον τον κόσμο.

Αυτό που θα έπρεπε να προβληματίσει τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι οι αναφορές του συλληφθέντος Τζεμίλ Ονάλ, ο οποίος, σε συνέντευξή του εξήγησε ότι το μαύρο χρήμα από τον παράνομο τζόγο εισέρχεται στα κατεχόμενα μέσω των ελευθέρων περιοχών.

Είναι γνωστό ότι το παράνομο μόρφωμα δεν συμμορφώνεται πλήρως με το διεθνές δίκαιο και τα παγκόσμια τραπεζικά πρότυπα. Τα κατεχόμενα έχουν μετατραπεί σε καταφύγιο για φυγάδες και διακίνηση βρόμικου χρήματος απ’ όλον τον κόσμο. Παράλληλα, έχει εξελιχθεί σε κέντρο τζόγου, ειδικά μετά την απαγόρευση των καζίνων στην Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

15 εκατομμύρια δολάρια τον μήνα ως «χορηγία» σε κόμματα της Τουρκίας και του ψευδοκράτους
Τον Φεβρουάριο του 2022, ο Τουρκοκύπριος επιχειρηματίας Χαλίλ Φαλιάλι σκοτώθηκε σε ενέδρα που του είχαν στήσει. Η δολοφονία προκάλεσε σοκ στο ψευδοκράτος. Δημόσια, ο Φαλιάλι παρουσιαζόταν πάντα ως ένας απλός επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων, αν και είχε ισχυρές διασυνδέσεις. Συχνά φωτογραφιζόταν με ανώτατους Τουρκοκύπριους αξιωματούχους και δεν έκρυβε ποτέ ότι διατηρούσε στενές σχέσεις με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας (UBP).

Όμως, πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, οι τουρκικές Αρχές ερευνούσαν εδώ και χρόνια μιαν άλλη πτυχή της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Φαλιάλι. Μια φερόμενη αυτοκρατορία παράνομου διαδικτυακού τζόγου.

Δέκα μήνες μετά τη δολοφονία, τον Δεκέμβριο του 2022, ο Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας παραχώρησε συνέντευξη Τύπου για ν’ ανακοινώσει την καταστολή μιας εγκληματικής οργάνωσης που διαχειριζόταν πάνω από δώδεκα παράνομους ιστότοπους στοιχημάτων. Οι Αρχές είχαν ήδη κατασχέσει περιουσιακά στοιχεία αξίας 40 εκατομμυρίων δολαρίων.

Τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, οι Τούρκοι εισαγγελείς προχώρησαν στην απαγγελία κατηγοριών σε περισσότερα από 240 άτομα, συμπεριλαμβανομένης της χήρας του Φαλιάλι, για παράνομο τζόγο και ξέπλυμα χρήματος. Το μεταθανάτιο κατηγορητήριο για τον Φαλιάλι αφορούσε «ίδρυση οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη εγκλήματος».

Το κατηγορητήριο βασίζεται σε μιαν αδημοσίευτη έκθεση 130 σελίδων του τουρκικού Υπουργείου Οικονομικών, την οποία απέκτησε το OCCRP, και η οποία περιγράφει λεπτομερώς τη ροή των πληρωμών από την υποτιθέμενη επιχείρηση στοιχημάτων σε ένα ψηφιακό πορτοφόλι κρυπτονομισμάτων που ανήκε στον Φαλιάλι.

Καθώς η δίκη βρίσκεται στα πρώτα της στάδια, ταυτόχρονα εκτυλίσσεται μια ξεχωριστή υπόθεση που αφορά τον επί χρόνια επικεφαλής των οικονομικών του Φαλιάλι, Τζεμίλ Ονάλ. Τον Δεκέμβριο του 2023, ο Ονάλ συνελήφθη στην Ολλανδία βάσει εντάλματος της Interpol, που εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος της Τουρκίας και τον περιέγραφε ως τον άνθρωπο «υπεύθυνο για τα χρήματα και τα οικονομικά του Φαλιάλι», ενώ ισχυριζόταν ότι ήταν «ένας από τους εγκεφάλους» πίσω από τη δολοφονία του Φαλιάλι. Τη δεδομένη στιγμή, ο Ονάλ μάχεται ενάντια στην έκδοσή του στην Τουρκία, όπου φοβάται ότι η ζωή του θα βρεθεί σε κίνδυνο.

Μιλώντας μέσα από τη φυλακή, ο Ονάλ δήλωσε στο OCCRP ότι δεν είχε καμία εμπλοκή στον θάνατο του Φαλιάλι και επέμεινε ότι στοχοποιείται επειδή γνωρίζει πάρα πολλά για παράνομες πληρωμές που κατευθύνονταν προς ισχυρά πρόσωπα.

Επισήμως, ο Ονάλ εργαζόταν για μια εταιρεία του Φαλιάλι, που είχε άδεια τζόγου στην κατεχόμενη Κύπρο. Ωστόσο, η πραγματική του δουλειά, όπως είπε, ήταν να βοηθήσει στην ανάπτυξη του παράνομου τμήματος των επιχειρήσεων του Φαλιάλι. Μέχρι τη στιγμή που σταμάτησε να εργάζεται γι’ αυτόν στα τέλη του 2021, η φερόμενη παράνομη αυτοκρατορία τζόγου παρήγαγε τουλάχιστον 80 εκατομμύρια δολάρια τον μήνα, απασχολούσε εκατοντάδες εργαζόμενους «εκτός βιβλίων» και διαχειριζόταν χιλιάδες ιστότοπους στοιχημάτων που στόχευαν παίκτες σε δεκάδες χώρες, δήλωσε ο Ονάλ.

Ο Ονάλ ανέφερε ότι διοχέτευε προσωπικά περίπου 15 εκατομμύρια δολάρια τον μήνα σε πληρωμές «χορηγίας» εκ μέρους της οργάνωσης του Φαλιάλι, κυρίως σε αξιωματούχους του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας και του ψευδοκράτους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πληρωμών γινόταν με μετρητά, είπε, ενώ ορισμένες μεταφορές διευθετούνταν μέσω εμπορίας χρυσού και καταστημάτων συναλλάγματος, καθιστώντας δύσκολο τον εντοπισμό τους.

Ο Ονάλ περιέγραψε με λεπτομέρειες τη λειτουργία της φερόμενης επιχείρησης. Η έκθεση του τουρκικού Υπουργείου Οικονομικών του 2022 ανέφερε περίπου 100 ψηφιακά πορτοφόλια κρυπτονομισμάτων που χρησιμοποιούσε η οργάνωση για να μεταφέρει τα «έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες». Χρησιμοποιώντας αρχεία blockchain, διαπιστώθηκε ότι αυτά τα πορτοφόλια είχαν λάβει περισσότερα από 1,4 δις δολάρια από το 2018.

Ωστόσο, αυτά ήταν μόνο ένα μικρό μέρος των ψηφιακών πορτοφολιών με κρυπτονομίσματα που χρησιμοποιούσε στην πραγματικότητα το δίκτυο. Υπήρχαν επίσης και άλλοι τρόποι μεταφοράς χρημάτων παγκοσμίως, όπως χιλιάδες τραπεζικοί λογαριασμοί, λογαριασμοί πιστωτικών καρτών και διαδικτυακών πληρωμών. Η έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών ανέφερε ότι μόνο στην Τουρκία η οργάνωση είχε χρησιμοποιήσει πάνω από 1.500 τραπεζικούς λογαριασμούς.

Χρησιμοποιώντας αρχεία και έγγραφα από το Ντουμπάι, εντοπίστηκαν ακίνητα αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων που ανήκαν στη χήρα του Φαλιάλι, την Όζγκε Τάσκερ Φαλιάλι, η οποία ήταν ανάμεσα στους κατηγορούμενους το 2024.

Η άνοδος του Φαλιάλι

Ο Φαλιάλι, από το 1998, είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται ως διευθυντής καζίνο. Το 2007 ανέλαβε το ξενοδοχείο και καζίνο Les Ambassadeurs στη κατεχόμενη Κερύνεια, το οποίο ανήκει πλέον στη χήρα του και στον 12χρονο γιο τους.

Η νόμιμη πλευρά των επιχειρήσεων του Φαλιάλι λειτουργούσε μέσω μιας εταιρείας με την επωνυμία Larsen Technologies Ltd, η οποία καταχωρήθηκε το 2013. Οι τουρκοκυπριακές Αρχές παραχώρησαν στη Larsen άδεια τυχερών παιχνιδιών για να δραστηριοποιείται στη βόρεια Κύπρο το 2017. Η εταιρεία άνοιξε καταστήματα στοιχημάτων με την επωνυμία BetCyp και καταχώρισε τον ομώνυμο ιστότοπο, BetCyp.com. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ονάλ, η Larsen ήταν βιτρίνα. «Αυτό ήταν η ομπρέλα μας. Με άλλα λόγια, λειτουργούσαμε υπό το όνομα μιας νόμιμης εταιρείας σε περίπτωση αστυνομικής επιδρομής, οικονομικού ελέγχου ή οτιδήποτε άλλο», εξήγησε ο Ονάλ. Σύμφωνα με εταιρικά αρχεία, η Larsen απασχολούσε επίσημα τον Ονάλ μεταξύ 2016 και 2020.

Αρχεία καταχώρισης ονομάτων ιστοτόπων που απέκτησε το OCCRP υποδηλώνουν ότι η εταιρεία μπορεί όντως να είχε σχέση με τον παράνομο στοιχηματισμό: Δεκάδες ιστότοποι στοιχημάτων που είχαν μπει σε «μαύρη λίστα» από την Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν καταχωρισθεί με το ίδιο email που χρησιμοποιήθηκε για την καταχώριση του BetCyp.com. Ο ιστότοπος μάλιστα μοιραζόταν έναν διακομιστή με έδρα τις Φιλιππίνες με δεκάδες άλλους ιστότοπους που είχαν επίσης στοχοποιηθεί.

Όπως και οι νόμιμοι ιστότοποι στοιχημάτων, αυτοί οι μη αδειοδοτημένοι ιστότοποι προσφέρουν ζωντανά παιχνίδια καζίνο, ψηφιακούς κουλοχέρηδες και αθλητικό στοιχηματισμό, προσαρμοσμένους στη γλώσσα του εκάστοτε κοινού και με ελκυστικά γραφικά. Οι παίκτες μπορούν να πληρώσουν με πιστωτική κάρτα, κρυπτονομίσματα ή διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες πληρωμών.

Οι εταιρείες πίσω από τους ιστότοπους που εντόπισε το OCCRP εμφάνιζαν κυρίως άδειες τζόγου από το Κουρασάο. Το νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής επέτρεπε για χρόνια σε λίγες τοπικά αδειοδοτημένες εταιρείες να εκδίδουν «υπο-άδειες» σε φορείς του εξωτερικού, επιτρέποντας στους αδειοδοτημένους φορείς του Κουρασάο να επεκτείνονται παγκοσμίως χωρίς καμία εποπτεία ή νομικό δικαίωμα λειτουργίας σε ρυθμιζόμενες αγορές.

Οι διαδικτυακές επιχειρήσεις τζόγου συχνά διασκορπίζουν την υποδομή τους, καταχωρώντας εταιρείες σε μία χώρα, τοποθετώντας διακομιστές σε άλλη και μεταφέροντας χρήματα μέσω διαφορετικών δικαιοδοσιών, είτε σε μετρητά είτε σε κρυπτονομίσματα.

Το υψηλότερο φορολογητέο εισόδημα που δήλωσε ποτέ η Larsen ήταν 1,2 εκατομμύριο δολάρια το 2021. Ωστόσο, ο Ονάλ ισχυρίστηκε ότι οι φορολογικές δηλώσεις της εταιρείας δεν παρουσίαζαν την πλήρη εικόνα και χρησιμοποιούνταν κυρίως για να δικαιολογούν τις ασφαλιστικές εισφορές των επίσημων υπαλλήλων της.

Μέχρι τη στιγμή που αποχώρησε από την επιχείρηση, στα τέλη του 2021, ο Ονάλ είπε ότι η εταιρεία απασχολούσε νόμιμα μερικές εκατοντάδες άτομα. Ωστόσο, ο πραγματικός αριθμός του προσωπικού, υποστήριξε, ήταν πιο κοντά στους 1.500, κυρίως άνδρες φοιτητές από την Τουρκία. Ο Ονάλ ανέφερε ότι οι πληρωμές σε αξιωματούχους του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) της Τουρκίας και του UBP στα κατεχόμενα βοήθησαν στο να αποφεύγεται ο έλεγχος.

Ωστόσο, η επιχείρηση έπρεπε να διατηρεί τα προσχήματα, κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να είναι διακριτική σχετικά με το μεγάλο, νεανικό εργατικό της δυναμικό. Έτσι η Larsen έστελνε ομάδες εργαζομένων στο εξωτερικό, σε μέρη όπως η Μάλτα, η Λευκορωσία και τα Σκόπια, για να υποστηρίζουν την υποδομή πληρωμών πίσω από τους ιστότοπους στοιχημάτων.

Πώς δρα η εγκληματική οργάνωση

Ο παράνομος διαδικτυακός τζόγος έχει σημειώσει εκρηκτική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τα lockdown λόγω Covid19. Σήμερα εκτιμάται ότι αποφέρει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ωστόσο, αυτά τα τεράστια κέρδη συνοδεύονται από ένα πρόβλημα: Πώς να μετακινηθούν τεράστια χρηματικά ποσά χωρίς να ενεργοποιηθούν οι συναγερμοί των τραπεζών και της Αστυνομίας.

Σύμφωνα με την αναφορά του τουρκικού Υπουργείου Οικονομικών και το κατηγορητήριο που ακολούθησε, η οργάνωση του Φαλιάλι στρατολόγησε χιλιάδες άτομα για να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς, πιστωτικές κάρτες, λογαριασμούς κρυπτονομισμάτων και διαδικτυακούς λογαριασμούς πληρωμών. Αυτοί φέρεται να λειτουργούσαν ως mule accounts. Η βασική ιδέα ήταν να συλλέγονται πληρωμές από παίκτες σε διάφορους λογαριασμούς και στη συνέχεια να μετακινούνται τα κεφάλαια μέσω πολλών άσχετων λογαριασμών για να καλυφθούν τα ίχνη.

Τα «mule accounts» ήταν συχνά φοιτητές, συνταξιούχοι, νοικοκυρές ή εργαζόμενοι χαμηλού μισθού. Πολλοί στρατολογήθηκαν μέσω social media, όπου οι διαφημίσεις τούς κατηύθυναν σε φόρμες εγγραφής. Στη συνέχεια, ελάμβαναν ένα τηλεφώνημα που τους έδινε οδηγίες για το πώς να ανοίξουν πολλαπλούς τραπεζικούς λογαριασμούς,

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ένας άνδρας με μοτοσικλέτα εμφανιζόταν για να παραλάβει προσωπικά τις πληροφορίες των λογαριασμών και τις χρεωστικές κάρτες. Σε αντάλλαγμα, κέρδιζαν περίπου 570 δολάρια τον μήνα.

Ο Ονάλ περιέγραψε ένα σύστημα τύπου πυραμίδας, όπου έμπιστα άτομα επέβλεπαν ομάδες κατόχων λογαριασμών, κερδίζοντας προμήθεια από τις χρηματικές ροές. Για κάθε δέκα άτομα υπήρχε ένας «εγγυητής», υπεύθυνος για τη συμμόρφωση της ομάδας, ο οποίος μοιραζόταν την προμήθεια 10% με τους κατόχους λογαριασμών. Το σύστημα ήταν παρόμοιο με εκείνα που υπήρχαν στην Ασία, όπου συχνά στρατολογούνταν οδηγοί ταξί για να μεταφέρουν έσοδα από τυχερά παιχνίδια.

Για μεγαλύτερους όγκους χρημάτων, ο Ονάλ είπε ότι η οργάνωση αναζητούσε λογαριασμούς επιχειρήσεων που ανήκαν σε επιφανείς προσωπικότητες, στους οποίους προσέφερε την ίδια προμήθεια 10% με τους «εγγυητές».

Το τουρκικό Υπουργείο Οικονομικών ανέφερε ότι τα χρήματα που συγκεντρώνονταν μεταφέρονταν πολλές φορές, μια διαδικασία που οι ειδικοί αποκαλούν «στρωματοποίηση». Σε μία περίπτωση, πραγματοποιήθηκαν 10.105 μεταφορές μέσα σε 60 δευτερόλεπτα, οδηγώντας τους Τούρκους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία είχε αυτοματοποιηθεί. Σύμφωνα με την αναφορά, τα χρήματα είτε μετατρέπονταν σε κρυπτονομίσματα είτε αποσύρονταν ως μετρητά από ATM.

Ο Ονάλ είπε ότι τα μετρητά που συλλέγονταν από τις δραστηριότητες της οργάνωσης στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές συγκεντρώνονταν σε περιφερειακούς κόμβους στην Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, όπου το δίκτυο μπορούσε να λειτουργεί πιο ελεύθερα.

Η μεταφορά χρημάτων μέσω των ελεύθερων περιοχών στα κατεχόμενα

Το πολυτελές εμπορικό κέντρο Galleria Minsk βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας. Μέσα στο εμπορικό κέντρο, στο ξενοδοχείο DoubleTree by Hilton, βρίσκεται το H Casino, το οποίο άνοιξε το 2021. Ο Ονάλ ανέφερε ότι αυτό το καζίνο ήταν επίσης το μέρος όπου επέβλεπε τη συλλογή μετρητών από παράνομες στοιχηματικές δραστηριότητες σε ευρωπαϊκές αγορές, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Τσεχία, η Αυστρία και η Πολωνία. Το καζίνο λειτουργεί επίσης ως βάση για ομάδα της Larsen, που διαχειρίζεται πληρωμές μέσω πιστωτικών καρτών.

Με το χαμηλό κόστος ζωής και τα υψηλά επίπεδα διαφθοράς των Αρχών, η Λευκορωσία ήταν μια προφανής επιλογή για να εδρεύσει ένα τμήμα του προσωπικού της Larsen, πολλοί από τους οποίους είναι Τούρκοι φοιτητές που σπουδάζουν στα πανεπιστήμια του ψευδοκράτους.

Το H Casino ανήκει εξολοκλήρου στον Τούρκο επιχειρηματία, Μουσταφά Εγκεμέν Σενέρ, τον οποίο ο Ονάλ περιέγραψε ως επιχειρηματικό εταίρο του Φαλιάλι στη Λευκορωσία.

Μέρος των χρημάτων που φτάνουν στη Λευκορωσία αποθηκεύονται στους λογαριασμούς του καζίνου ως έσοδα και μπορούν να μεταφερθούν στο Ντουμπάι, σύμφωνα με τον Ονάλ. Άλλα ποσά, είπε, μεταφέρονται αεροπορικώς απευθείας στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας, απ’ όπου στη συνέχεια διακινούνται λαθραία στα κατεχόμενα.

Το δίκτυο είχε δημιουργήσει μια διαδικασία για να διασφαλίσει ότι τα μετρητά θα μεταφέρονταν στα κατεχόμενα χωρίς προβλήματα. Πρώτα, ένας καλά συνδεδεμένος συνεργάτης στην ελεύθερη Κύπρο κανόνιζε να βγει το χρήμα από το αεροδρόμιο με αντάλλαγμα προμήθεια 3% με 5%, είπε ο Ονάλ. Τα αδήλωτα χρήματα παρέκαμπταν τους ελέγχους του αεροδρομίου, με δωροδοκία σε τελωνειακούς αξιωματούχους ύψους περίπου 5.000 ευρώ ανά 1 εκατομμύριο που διακινούνταν λαθραία.

Στη συνέχεια, ο συνεργάτης εξασφάλιζε την ασφαλή μεταφορά των μετρητών από το αεροδρόμιο μέσω του σημείου διέλευσης στην ελεύθερη Κύπρο. Στα κατεχόμενα, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος επιβολής του νόμου κανόνιζε την ασφαλή μεταφορά, σύμφωνα με τον Ονάλ. Τα μετρητά στη συνέχεια κατατίθεντο σε τράπεζες των κατεχομένων, οι οποίες δεν συμμορφώνονταν με τα μέτρα κατά του ξεπλύματος χρημάτων.

Ο ρόλος της συζύγου του και η διοίκηση από τα ΗΑΕ

Ανάμεσα στους περισσότερους από 240 υπόπτους που κατηγορήθηκαν πέρυσι, οι Τούρκοι εισαγγελείς αναγνώρισαν 35 άτομα ως «ηγέτες» της οργάνωσης. Ανάμεσά τους ήταν η χήρα του Φαλιάλι, Özge Taşker Falyali, καθώς και ο διευθυντής του καζίνο Les Ambassadeurs, Hakan Atici. Και οι δύο αντιμετωπίζουν ποινές άνω των 50 ετών εάν καταδικαστούν.

Ο Atici έχει καταχωρίσει προσωπικά δεκάδες ιστοσελίδες τυχερών παιχνιδιών, με ονόματα όπως iranbets.com, bet4usa.com και maradonabet.com. Κατά την άποψη του Ονάλ, τόσο το περσινό κατηγορητήριο όσο και εκείνο εναντίον του το 2018 εξυπηρετούσαν δύο σκοπούς για τις τουρκικές Αρχές. Να επιβεβαιώσουν ότι οι δωροδοκίες που πλήρωνε το δίκτυο ήταν ανάλογες με τα έσοδά του και να στείλουν προειδοποίηση στο δίκτυο ότι η Κυβέρνηση μπορούσε να επέμβει ανά πάσα στιγμή.

Ως περαιτέρω απόδειξη ότι το πρόσφατο τουρκικό κατηγορητήριο ήταν «κενό», ο Ονάλ ανέφερε το γεγονός ότι η Özge Taşker Falyali βρισκόταν στην τουρκοκυπριακή περιοχή, γιορτάζοντας τα 41α γενέθλιά της, λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση των κατηγοριών. Αυτήν την εβδομάδα βρέθηκε δίπλα στον Τουρκοκύπριο ηγέτη σε μια κηδεία σημαντικού επιχειρηματία.

Η επιχείρηση στοιχημάτων, σύμφωνα με τον Ονάλ, διοικείται τώρα από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μια φυσική επιλογή, δεδομένης της ευκολίας για το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, τη δημιουργία εταιρειών και την απόκτηση βίζας εκεί, όλα χωρίς πολλές ερωτήσεις.

Η Özge Taşker Falyali φαίνεται να έχει σημαντική παρουσία στο Ντουμπάι, καθώς κατέχει μια ντουζίνα πολυτελή ακίνητα, τα οποία αγοράστηκαν συνολικά για 62 εκατομμύρια δολάρια μέσα στο 2023. Η BeteBet, εν τω μεταξύ, ενημέρωσε την τελευταία έκδοση του τομέα της αυτή την εβδομάδα, και ορισμένοι λογαριασμοί που είχαν εντοπιστεί από τουρκικές χρηματοοικονομικές έρευνες το 2022 παρουσίασαν δραστηριότητα ακόμα και τον τελευταίο μήνα.