Δικαστικώς ανέλεγκτες δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος είναι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο στις 13 Ιανουαρίου του 2025 εξέδωσε μια πολύ πλούσια σε νομολογία απόφαση, σε σχέση με το θέμα των εξουσιών των εκάστοτε επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.

Αφορμή αποτέλεσε η εκδίκαση έφεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία καταχωρίστηκε εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, μετά από την απόρριψη αγωγής δύο μελών της Αστυνομίας, που ζητούσαν αποζημιώσεις για κατ’ ισχυρισμό κακόβουλη δίωξη τους σε σχέση με ποινική υπόθεση που καταχωρίστηκε εναντίον τους από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πέτρο Κληρίδη, και τον τότε Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Άκη Παπασάββα.

Σε ανακοίνωσή της, η Νομική Υπηρεσία αναφέρει πως τα γεγονότα της υπόθεσης παρουσιάζουν ενδιαφέρον, ώστε να γίνει αντιληπτή η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα, στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας διαβιβάστηκε, για περαιτέρω χειρισμό, έκθεση από το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων αναφορικά με υπόθεση, που αφορούσε στη διάπραξη τυχόν ποινικών αδικημάτων από δύο μέλη της Αστυνομίας.

Ο Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, στον οποίο ανατέθηκε τότε ο χειρισμός της υπόθεσης, με γραπτή γνωμάτευσή του, αποφάσισε όπως μη διωχθούν ποινικά τα εν λόγω μέλη της Δύναμης, γνωμάτευση που ανατράπηκε μετά από τη μελέτη του φακέλου από τον τότε Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Άκη Παπασάββα, ο οποίος, κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο, ασκούσε χρέη αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Με την απόφαση του κ. Παπασάββα συμφώνησε, στη συνέχεια, και ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πέτρος Κληρίδης, στον οποίο θεσμικά ανήκε και η τελική κρίση για ποινική δίωξη.

Εξαιτίας του χρόνου που διέρρευσε χωρίς εκδίκαση της υπόθεσης μετά και από αριθμό αναβολών, ο Γενικός Εισαγγελέας κ. Κληρίδης αποφάσισε την απόσυρση της υπόθεσης από το Δικαστήριο και την αναστολή της ποινικής δίωξης των κατηγορουμένων, οι οποίοι, ως αποτέλεσμα, απαλλάγηκαν των κατηγοριών.

Ακολούθως της εξέλιξης αυτής, τα εν λόγω πρόσωπα καταχώρισαν αγωγή κατά των Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, καταλογίζοντας τους κακόβουλη δίωξη.

Εναντίον του κ. Παπασάββα προωθήθηκε ο ισχυρισμός ότι ζήτησε τη δίωξή τους εξαιτίας των κακών σχέσεων, που είχε με τον υφιστάμενο του Εισαγγελέα και ο κ. Πέτρος Κληρίδης εναγόταν «ως υπεύθυνος για τις πράξεις και/ή παραλείψεις των υπηρετών και/ή οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Εξετάζοντας την αγωγή, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αποδεχόμενο τις μαρτυρίες του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και απορρίπτοντας τις μαρτυρίες των δύο μελών της Αστυνομίας και του Εισαγγελέως της Νομικής Υπηρεσίας, αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα απόδοσης ευθύνης στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των συνταγματικώς οριζόμενων καθηκόντων τους, ότι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα για ποινική δίωξη και τυχόν επακόλουθη αναστολή παραμένουν πράξεις δικαστικώς ανέλεγκτες βάση των προνοιών των Άρθρων 113 και 114 του Συντάγματος, και, επομένως, η αγωγή έχρηζε απόρριψης.

Επί της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας οι εφεσείοντες καταχώρισαν έφεση, με το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, να την απορρίπτει ομόφωνα.

Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στα όσα διαλαμβάνει το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος για την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε ό,τι αφορά στις ποινικές διώξεις και το Άρθρο 114 του Συντάγματος για την εξουσία του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, αλλά και με αναφορά στη διαχρονική νομολογία επί του θέματος του ανέλεγκτου της Συνταγματικής εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα -από την υπόθεση Xenophontos v. The Republic, through the Minister of the Interior (1961) 2 R.S.C.C. 89 μέχρι την πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου για παύση του τέως Γενικού Ελεγκτή, όπου σε αυτήν υπενθυμίζεται ότι «το δε ανέλεγκτο της κρίσης του [σ.σ. Γενικού Εισαγγελέα], ως το Άρθρο 113.2 διαλαμβάνει, αναγνωρίστηκε και επιβεβαιώθηκε κατ’ επανάληψη από τη νομολογία μας»- απέρριψε τον λόγο έφεσης για απόδοση ευθύνης σε Γενικό Εισαγγελέα και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των Συνταγματικώς οριζομένων καθηκόντων τους στο πλαίσιο της υπόθεσης των δύο μελών της Αστυνομίας και αποφάνθηκε ότι οι εξουσίες των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας είναι δικαστικώς ανέλεγκτες, κρίνοντας μάλιστα αχρείαστη την εξέταση των λοιπών λόγων που οι εφεσείοντες ήγειραν στην έφεσή τους.

Μάλιστα, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε πως αν και στις εφέσεις κατά κανόνα εξετάζονται πρώτα οι λόγοι έφεσης που αφορούν στα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και ακολούθως οι λόγοι που αφορούν σε νομικά θέματα, στην προκείμενη έκρινε πως η απόφασή του, επί του λόγου έφεσης που αφορούσε στην κρίση του Γενικού Εισαγγελέα για ποινική δίωξη των εφεσειόντων, θα ήταν καταλυτική για την τύχη της έφεσης καθότι δεν θα μπορούσε να εξετάσει τους λόγους που αφορούσαν στον τρόπο με τον οποίον ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, που ενεργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας, ενήργησαν. 

Την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας χειρίστηκε η Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, Ιάση Τσιντίδου.

Πηγή: ΚΥΠΕ