Η υπόθεση αφορά την αποκοπή ειδικού επιδόματος που καταβαλλόταν στα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου μέχρι τον Ιούλιο του 2013, μετά την ψήφιση του Νόμου 43(ΙΙ)/2013, που καθόριζε τον προϋπολογισμό του Πανεπιστημίου. Το ειδικό αυτό επίδομα, το οποίο χορηγούνταν σε μηνιαία βάση ως πρόσθετη παροχή, είχε προβλεφθεί διαχρονικά στους ετήσιους προϋπολογισμούς και καταβαλλόταν ανελλιπώς μέχρι την αλλαγή του Νόμου. Ωστόσο, με το άρθρο 122 του Πρώτου Πίνακα Δελτίου Δαπανών του 2013, το κονδύλι για τα ειδικά επιδόματα διαγράφηκε, οδηγώντας στον τερματισμό της παροχής τους.
Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι ήταν καθηγητές και αναπληρωτές καθηγητές του Πανεπιστημίου, προσέφυγαν στο Διοικητικό Δικαστήριο, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης για την αποκοπή του επιδόματος. Υποστήριξαν ότι το επίδομα συνιστούσε περιουσιακό δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι η διαγραφή του παραβίαζε τις συνταγματικές διατάξεις. Η Δημοκρατία, από την πλευρά της, προέβαλε προδικαστικές ενστάσεις σχετικά με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, την εκτελεστότητα της πράξης, την ύπαρξη έννομου συμφέροντος και τη διαδικασία αμφισβήτησης της συνταγματικότητας του Νόμου.
Το Διοικητικό Δικαστήριο, με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας, απέρριψε όλες τις ενστάσεις της Δημοκρατίας. Στην ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι το ειδικό επίδομα αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι η διαγραφή του κονδυλίου δεν συνιστούσε επιτρεπτό περιορισμό βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπει η συνταγματική διάταξη.
Η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε σε τρία διαφορετικά κείμενα, εκφράζοντας το ίδιο συμπέρασμα με διαφορετικό σκεπτικό. Όλοι οι δικαστές συμφώνησαν ότι οι πρόνοιες του Νόμου με τις οποίες καταργήθηκε το επίδομα ήταν αντισυνταγματικές.
Μετά την έκδοση της απόφασης, το Πανεπιστήμιο κατέβαλε τα οφειλόμενα ποσά στους δικαιούχους, συμμορφούμενο με τη δικαστική απόφαση, καθώς η αίτησή του για αναστολή εκτέλεσης είχε απορριφθεί. Ωστόσο, ένα ποσοστό 15% του επιδόματος παρέμεινε υπό αμφισβήτηση και αποτέλεσε αντικείμενο νέας προσφυγής.
Στην έφεση που κατατέθηκε από το Πανεπιστήμιο κατά της αρχικής απόφασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έφεση δεν είχε αντικείμενο, καθώς το Πανεπιστήμιο είχε ήδη συμμορφωθεί με την απόφαση. Επιπλέον, επαναβεβαίωσε την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του Νόμου. Για τον λόγο αυτό, η έφεση απορρίφθηκε και επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα ύψους €3.500, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των εφεσιβλήτων και κατά του Πανεπιστημίου.
Διαβάστε επίσης: Φόνος στη Λευκωσία- Η νεκροτομή 25χρονου έδειξε εγκληματική ενέργεια