Η διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των παιδιών εγκλωβισμένων, όσον αφορά στην πρόσβασή τους στην εργασία στον δημόσιο ή/και ευρύτερο δημόσιο τομέα, αποτελεί αναγκαίο εργαλείο για την εξασφάλιση της ουσιαστικής ισότητας και την άρση των υφιστάμενων ανισοτήτων, αναφέρει η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, σε έκθεσή της, που ετοιμάστηκε κατόπιν παραπόνων από παιδιά εγκλωβισμένων, που αναφέρουν ότι απέτυχαν σε εξετάσεις, λόγω ελλείψεων που έχουν σε γλωσσικά μαθήματα, ως συνέπεια της εκπαίδευσής τους υπό περιορισμούς.

Η Επίτροπος Διοικήσεως, τοποθετείται σχετικά με την ανάγκη στήριξης και παροχής ίσων ευκαιριών για επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών εγκλωβισμένων, με στόχο την ίση πρόσβαση σε δίκαιη γραπτή εξέταση, με εισήγηση για παροχή σε διαφοροποιημένου/απλοποιημένου γραπτού δοκιμίου ίδιου επιπέδου στα μαθήματα των Ελληνικών και Αγγλικών, στα πλαίσια των γραπτών εξετάσεων που διενεργούνται για διεκδίκηση θέσεων εισδοχής στο Δημόσιο ή/και Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα.

Όπως αναφέρει το Γραφείο της Επιτρόπου, «η πιο πάνω λύση στοχεύει στη γεφύρωση της ανισοσκέλειας που επήλθε από τα δεινά που τους έπληξαν, με συγκεκριμένη στήριξη τους, όπως επισημάνθηκε σε σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι θα έπρεπε να γίνει, και αποτελεί επιταγή που στοχεύει στη διασφάλιση της ουσιαστικής ισότητας και την άρση των υφιστάμενων ανισοτήτων και εμποδίων για ίση πρόσβαση και εκκίνηση από την ίδια αφετηρία τόσο των πολιτών που έτυχαν εκπαίδευσης στις ελεύθερες περιοχές όσων και των πολιτών που έτυχαν εκπαίδευσης στα κατεχόμενα».

H έκθεση επισημαίνει ότι η διαφορετική ποιότητα εκπαίδευσης των παιδιών που ζουν στις ελεύθερες περιοχές και των παιδιών εγκλωβισμένων, λόγω εμποδίων που θέτει το κατοχικό καθεστώς, αναγνωρίζεται και από την Υπουργό Παιδείας και άλλους αξιωματούχους της Κυπριακής Δημοκρατίας, που έχουν προβεί σε σχετικές δημόσιες τοποθετήσεις (τις οποίες παραθέτει), αλλά και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).

Εξάλλου, η Επίτροπος αναφέρει στα συμπεράσματά της ότι για την εισδοχή παιδιών εγκλωβισμένων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, υπάρχουν δύο διαφορετικές διαδικασίες εισδοχής, «οι οποίες καταδεικνύουν ξεκάθαρα τη διαφορετική μεταχείριση, που υπάρχει στον τομέα της εκπαίδευσης», όπως αναφέρεται. Συνεχίζει, δε, λέγοντας ότι η στήριξη που δέχονται και κατά τη φοίτησή τους στο Πανεπιστήμιο τα παιδιά εγκλωβισμένων, δεικνύει ότι δυσκολίες συνεχίζουν να υφίστανται και ότι οι φοιτητές αυτοί δεν είναι «το ίδιο ανταγωνιστικοί με τους φοιτητές/τριες που μεγάλωσαν και εκπαιδεύτηκαν σε άλλες συνθήκες, πιο ευνοϊκές, στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Επίσης, μέσα στα συμπεράσματα της έκθεσης, επισημαίνεται πως, «αν και μεσολαβεί η τριτοβάθμια εκπαίδευση πριν την αναζήτηση εργασίας [...] αυτό δεν σημαίνει ότι καλύπτεται το ελλιπές επίπεδο εκπαίδευσης τουλάχιστον όσον αφορά στην άριστη και/ή πολύ καλή γνώση της Ελληνικής ή/και της Αγγλικής γλώσσας, στο ίδιο επίπεδο που τεκμαίρεται ότι αυτό συμβαίνει για έναν υποψήφιο που μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε στις ελεύθερες περιοχές, υπό ευνοϊκότερες συνθήκες, σε σύγκριση με αυτές των παιδιών εγκλωβισμένων που διαμένουν στις κατεχόμενες περιοχές.

Στην έκθεση γίνεται αναφορά σε προηγούμενες απόπειρες θεσμοθέτησης της διαφορετικής αντιμετώπισης παιδιών εγκλωβισμένων για εισδοχή ή/και προαγωγή στη δημόσια υπηρεσία, οι οποίες κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές. Νομοθεσίες του 1997 και του 1998, που προέβλεπαν ότι ποσοστό 10% των κενών θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πληρούται από προσοντούχους υποψηφίους που ανήκουν στην τάξη των παθόντων και τέκνων εγκλωβισμένων, νοουμένου ότι κατέχουν τα προβλεπόμενα προσόντα, κρίθηκαν αντισυνταγματικοί κατά παράβαση της αρχής της ισότητας του άρθρου 28 του Συντάγματος. 

Το Δικαστήριο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι «δυσπραγούσα ή ζημιωθείσα τάξη πολιτών μπορεί να τύχει βοήθειας αποβλέπουσας στη θεραπεία ή άμβλυνση των δεινών που τους έπληξαν. Δεν είναι παραδεκτό, όμως, η βοήθεια αυτή να θεμελιώνεται στην άρνηση του αναφαίρετου δικαιώματος για την ισότητα των συμπολιτών τους». 

Αντισυνταγματικός κρίθηκε και νόμος του 2004, στον οποίο δεν προβλεπόταν ποσόστωση του 10%, αλλά ότι παθόντες και τέκνα εγκλωβισμένων που είναι υποψήφιοι για διορισμό ή προαγωγή και κατέχουν τα προβλεπόμενα από τους σχετικούς νόμους ή κανονισμούς ή σχέδια υπηρεσίας προσόντα, προτιμώνται έναντι ανθυποψηφίων, οι οποίοι με βάση τα κριτήρια του οικείου νόμου έχουν κριθεί περίπου ισοδύναμοι μ' αυτούς (μια φορά μόνο για κάθε παθόντα ή τέκνο εγκλωβισμένου, δηλαδή είτε στο στάδιο της πρόσληψης είτε στο στάδιο μιας από τις προαγωγές).

Η έκθεση επισημαίνει ότι «το δικαίωμα στην εκπαίδευση και το δικαίωμα στην απασχόληση είναι στενά συνυφασμένα μεταξύ τους» και παραπέμπει σε αποφάσεις της Ε.Ε. για αποτελεσματική διευκόλυνση όσων μπορούν να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας, ιδίως των ευάλωτων ομάδων. «Χρειάζεται να αρθούν όχι μόνο τα εμπόδια που δημιούργησε το κατοχικό καθεστώς στα παιδιά εγκλωβισμένων στον τομέα της εκπαίδευσης, στα πλαίσια της εισαγωγής και φοίτησής τους στο Πανεπιστήμιο, αλλά θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια και στο αλληλένδετο στάδιο της πρόσβασής τους στον τομέα της απασχόλησης και συγκεκριμένα στην περίπτωση διεκδίκησης θέσεων στον Δημόσιο ή/και ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεδομένου ότι απαιτείται επιτυχία, πρωτίστως, σε γραπτές εξετάσεις», αναφέρει ακολούθως η έκθεση.

Υπογραμμίζει, ακολούθως, ότι, παρά τις αποτυχημένες προσπάθειες θεσμοθέτησης διαφορετικής αντιμετώπισης παιδιών εγκλωβισμένων, «η Κυπριακή Δημοκρατία δεν πρέπει να σταματήσει να προσπαθεί για τη στήριξη των εγκλωβισμένων παιδιών, στα πλαίσια διεκδίκησης της ουσιαστικής δυνατότητας πρόσβασής τους σε θέση στον δημόσιο τομέα». 

Αναφορικά με την αρχή της ισότητας, η οποία αποτέλεσε τη βάση για να κριθούν αντισυνταγματικοί οι νόμοι που ψηφίστηκαν παλαιότερα, σημειώνει η Επίτροπος «ότι σε ανόμοιες περιπτώσεις, η ανάγκη για διαφοροποιημένες λύσεις αποτελεί επιταγή που στοχεύει στη διασφάλιση της ουσιαστικής ισότητας, αναγνωρίζοντας ότι η άνιση αφετηρία απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση». Προσθέτει, ακόμα, ότι από την εφαρμογή της αρχής της ισότητας προκύπτει πως «η ίση μεταχείριση των άνισων είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων».

Καταληκτικά, η Επίτροπος Διοικήσεως εισηγείται «να εξεταστεί η δυνατότητα παροχής σε Τέκνα Εγκλωβισμένων διαφοροποιημένου/απλοποιημένου γραπτού δοκιμίου ίδιου επιπέδου στα μαθήματα των Ελληνικών και Αγγλικών, στα πλαίσια των γραπτών εξετάσεων που διενεργούνται για διεκδίκηση θέσεων εισδοχής στο Δημόσιο ή/και Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, και πιο συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις εκείνες, όπου απαιτείται η επιτυχία σε Ειδικό Θέμα, το οποίο περιλαμβάνει ως αντικείμενο εξέτασης τη γνώση της Ελληνικής ή/και Αγγλικής γλώσσας, ώστε να εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας, η οποία επιβάλλει τη διαφορετική αντιμετώπιση ανόμοιων περιπτώσεων».

Προσθέτει, δε, ότι ο σχεδιασμός του νέου συστήματος θα πρέπει να διενεργηθεί στο πλαίσιο ενός διαλόγου ανάμεσα σε όλους τους αρμοδίους φορείς, προκειμένου να αποφασιστεί ο τρόπος με τον οποίο θα επιτευχθεί η εισήγησή της. Προς τον σκοπό αυτό, καταλήγει, η έκθεση υποβλήθηκε και στους Γενικούς  Διευθυντές των Υπουργείων Οικονομικών και Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, στις αρμοδιότητες των οποίων εμπίπτουν τα ζητήματα που άπτονται των εισηγήσεων μου, για τις δικές τους ενέργειες.

Πηγή: ΚΥΠΕ