Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιάνου Λοττίδη, καλεί τον Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης Λευκωσίας, στον οποίο μετά τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έχουν μεταφερθεί οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (ΣΑΛ), όπως καταβάλει δίκαιη αποζημίωση σε ιδιοκτήτη γης, ο οποίος υπέβαλε στο Γραφείο της παράπονο, για «παράνομη επέμβαση» του ΣΑΛ επί του ιδιωτικού του τεμαχίου και άρνηση καταβολής αποζημίωσης.
Σε έκθεσή της, που έδωσε την Τρίτη στη δημοσιότητα, η Επίτροπος Διοικήσεως εισηγείται όπως ο ΕΟΑ Λευκωσίας καταβάλει δίκαιη αποζημίωση στον παραπονούμενο, για όσο διάστημα το τεμάχιό του χρησιμοποιούταν από το ΣΑΛ, για σκοπούς της λειτουργίας του εργοστασίου επεξεργασίας λυμάτων Μιας Μηλιάς, κατά το τρόπο που καταβλήθηκαν αποζημιώσεις και στους υπόλοιπους ιδιοκτήτες.
Συγκεκριμένα, το παράπονο υποβλήθηκε από τον πολίτη, αναφορικά με παράνομη επέμβαση στο τεμάχιό του, στο Καϊμακλί, για σκοπούς ανέγερσης και λειτουργίας του σταθμού επεξεργασίας λυμάτων Μιας Μηλιάς, η οποία συνεχίζεται για 40 χρόνια.
Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, το ΣΑΛ προχώρησε στην ανέγερση του εν λόγω σταθμού και εντός του τεμαχίου του, χωρίς να έχει προηγηθεί απαλλοτρίωση ή οποιαδήποτε αποζημίωσή του, ενώ ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι το Συμβούλιο «λειτούργησε επιλεκτικά ως προς τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες που αποζημίωσε».
Στο πλαίσιο της διερεύνησης του παραπόνου, ζητήθηκαν από το Γραφείο της Επιτρόπου οι απόψεις του ΣΑΛ, σύμφωνα με τις οποίες αναφέρεται πως η κατασκευή του εργοστασίου επεξεργασίας λυμάτων Μιας Μηλιάς ξεκίνησε πριν από το 1974 σε γη, η οποία ανήκει στο ΣΑΛ, ενώ το εργοστάσιο ολοκληρώθηκε και τέθηκε σε λειτουργία στις αρχές του 1980.
Κατά την περίοδο 1999-2000, σημειώνει το ΣΑΛ, το αρχικό εργοστάσιο έτυχε επέκτασης σε ιδιωτική γη, η οποία γειτνιάζει με την γη που αποτελεί ιδιοκτησία του ΣΑΛ, ενώ το έργο και την χρηματοδότηση της επέκτασης του αρχικού εργοστασίου ανέλαβαν τα Ηνωμένα Έθνη, κατόπιν πολιτικής απόφασης από την Κυπριακή Δημοκρατία και η κατασκευή έγινε από Τ/Κ εργολάβο.
Το ΣΑΛ τονίζει πως «δεν είχε επίσημο ρόλο στην όλη διαδικασία» και ότι «στο αρχικό εργοστάσιο, μέχρι το τέλος Ιουνίου 2013, διοχετεύονταν προς επεξεργασία λύματα τόσο ελεύθερων όσο και κατεχόμενων περιοχών της Λευκωσίας».
Επιπλέον, ανέφερε -κατά τη διερεύνηση του παραπόνου- ότι «την 1η Ιουλίου 2013 λειτούργησε το νέο εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων Μιας Μηλιάς, το οποίο κατασκευάστηκε εντός ανεκμετάλλευτου μικρού χώρου εντός του τεμαχίου που ανήκει στο ΣΑΛ», σημειώνοντάς ότι «από την 1η Ιουλίου 2013 τερματίστηκε η όποια χρήση του αρχικού εργοστασίου από το ΣΑΛ και ως εκ τούτου και η χρήση ιδιωτικών τεμαχίων λόγω της επέκτασης του 1999-2000».
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στην έκθεσή της η Επίτροπος Διοικήσεως, για το θέμα της επέκτασης του αρχικού εργοστασίου επεξεργασίας λυμάτων Μιας Μηλιάς σε ιδιωτική γη, κατατέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας τρεις αγωγές, ενώ σημειώνει ότι και οι τρεις αγωγές είχαν καταχωρηθεί στο Δικαστήριο πριν από το 2013, χρονολογία κατά την οποία τερματίστηκε η χρήση των όποιων ιδιωτικών τεμαχίων στην περιοχή Μιας Μηλιάς από το ΣΑΛ και η γη κατέστη διαθέσιμη στους ιδιοκτήτες της.
Σημειώνεται ότι ο παραπονούμενος δεν προέβη στην καταχώρηση αγωγής για το υπό αναφορά θέμα πριν το 2013 και στη βάση των υφιστάμενων δικαστικών αποφάσεων το ΣΑΛ δεν προτίθεται να προχωρήσει στην καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, εκτός αν αυτή αποτελέσει απόφαση Δικαστηρίου, που θα ανατρέπει το ήδη δημιουργηθέν δεδικασμένο.
Η Επίτροπος τονίζει πως αποτελεί αδιαμφισβήτητο και παραδεκτό γεγονός από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ότι από την περίοδο 1999-2000 όταν και το αρχικό εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων έτυχε επέκτασης, υπήρξε επέμβαση σε ιδιωτική γη από το ΣΑΛ, χωρίς να έχει προηγηθεί απαλλοτρίωση και χωρίς να έχει καταβληθεί στους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες οποιαδήποτε αποζημίωση, εκτός από εκείνους που προσέφυγαν στην δικαιοσύνη λίγο πριν το 2013, (χρονολογία κατά την οποία τερματίστηκε η χρήση των όποιων ιδιωτικών τεμαχίων στην περιοχή Μιας Μηλιάς και η γη κατέστη διαθέσιμη στους ιδιοκτήτες της).
Σύμφωνα με την κ. Λοττίδη το άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει αυστηρή προστασία στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ορίζοντας ότι απαγορεύεται η στέρηση της ιδιοκτησίας από τον ιδιοκτήτη της, εκτός αν απαλλοτριωθεί, τηρουμένων των διατάξεων του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, ενώ παράλληλα προβλέπεται στο ίδιο άρθρο ότι επιβάλλεται να καταβληθεί στον ιδιοκτήτη, από την απαλλοτριούσα αρχή, προκαταβολικά, δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, που σε περίπτωση διαφωνίας, καθορίζεται από το Δικαστήριο.
Στην περίπτωση του τεμαχίου του παραπονούμενου, αναφέρει πως «δεν έχει τηρηθεί αυτή η συνταγματική διάταξη, καθότι το τεμάχιο του επηρεάστηκε από έργο δημόσιας ωφέλειας πριν από αρκετά χρόνια χωρίς να απαλλοτριωθεί και χωρίς να του καταβληθεί οποιαδήποτε αποζημίωση», σημειώνοντας πως το ότι ο παραπονούμενος δεν προσέφυγε στο αρμόδιο Δικαστήριο, διεκδικώντας αποζημίωση για την μακρόχρονη παράνομη επέμβαση από δημόσια αρχή στο τεμάχιό του, η οποία δεν αμφισβητείται, «δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτή υφίστατο και ούτε βέβαια παίζει κάποιο ρόλο επί της ουσίας το ότι η παράνομη αυτή επέμβαση έχει σήμερα τερματιστεί».
Η πολιτεία, υπογραμμίζει η κ. Λοττίδη, «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λειτουργεί ως φορέας παρανομίας ενώ γνωρίζει ότι η νομιμότητα έχει τρωθεί, και δεν είναι δυνατό να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όπως είναι η άρνηση καταβολής της νόμιμης και δίκαιης αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη / παραπονούμενο, ενώ έχει καταβάλει τέτοια στους άλλους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες καθότι αυτοί προσέφυγαν στην δικαιοσύνη».
Η κ. Λοττίδη σημειώνει ότι «η αντιφατική συμπεριφορά της Διοίκησης σε όμοιες περιπτώσεις κλονίζει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου στις Δημόσιες Αρχές και παραβιάζει τις Αρχή της καλής πίστης όπως προστατεύεται από το άρθρο 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (158/99) ,σύμφωνα με το οποίο η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο».
Περαιτέρω, αναφέρει ότι «με την εν λόγω συμπεριφορά της Διοίκησης ΣΑΛ παραβιάζεται, με βάση τον ίδιο Νόμο, η αρχή της Ισότητας σύμφωνα με την οποία η αρχή της ισότητας των πολιτών επιβάλλει στη διοίκηση την, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των πολιτών που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες».
Σημειώνει επίσης ότι το γεγονός ότι ο παραπονούμενος παρέλειψε να προσφύγει στην δικαιοσύνη για να διεκδικήσει αυτό που και η Δημόσια Αρχή (ΣΑΛ) παραδέχεται, ότι δηλαδή υπήρξε επέμβαση στην ιδιωτική γη του και άρα έχει δικαίωμα στην αποζημίωση, «δεν απαλλάσσει το ΣΑΛ από την υποχρέωση να ενεργεί νόμιμα και με τρόπο καλόπιστο ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών».
Πηγή: ΚΥΠΕ