Την ανάγκη συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων για τον εκσυγχρονισμό και την εξέλιξη κάθε ειδικού τομέα δικαιοσύνης, όπως του ποινικού, ανέδειξε η Επίτροπος Νομοθεσίας Λουίζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου στη ομιλία της κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης του Νομικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Κύπρου με τίτλο «Σύγχρονες Απαιτήσεις Σύγχρονη Νομοθεσία: Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό της Κυπριακής Ποινικής Δικαιοσύνης»

 

Σύμφωνα με την κ. Χριστοδουλίδου Ζαννέτου, το Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως εθνικός μηχανισμός συντονισμού της υποβολής και υποστήριξης εθνικών εκθέσεων στο πλαίσιο συμβάσεων του ΟΗΕ που προβλέπουν μια τέτοια διαδικασία, και τις οποίες έχει κυρώσει η Κυπριακή Δημοκρατία, είναι επίσης υπεύθυνο και για τον συντονισμό και υποβολή εκθέσεων σε σχέση με δύο συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών και τη Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ αναλαμβάνει τη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα και αντίστροφα, την ενοποίηση νόμων σε επίσημη έκδοση σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, τη μετάφραση διεθνών συμβάσεων στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα και την καταγραφή των διμερών και πολυμερών συμβάσεων που είχε συνάψει ή συνάπτει η Δημοκρατία.

Το Γραφείο Επιτρόπου συμβάλλει στον συστηματικό εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της κυπριακής νομοθεσίας και μέσα από εισηγήσεις, αλλά και τη νομοπαρασκευαστική εργασία, επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι νομοθετικές διατάξεις ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, προσφέροντας ουσιαστικά οφέλη στους πολίτες, ανέφερε στη συνέχεια, σημειώνοντας ότι για την αποτελεσματική άσκηση αυτής της αρμοδιότητας είναι απαραίτητη η συνεργασία και συνεννόηση με την εκτελεστική εξουσία που εκ του Συντάγματος προωθεί το νομοθετικό έργο, δηλαδή το νομοσχέδιο.

Σχετικά με τον περί Ποινικού κώδικα Νόμο, η Επίτροπος Νομοθεσίας ανέφερε ότι τέθηκε σε ισχύ το 1959, πριν από την ανεξαρτησία της Κύπρου από την Αγγλική Αυτοκρατορία, μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα τη δεκαετία του 1990 και έχει ήδη τροποποιηθεί 80 φορές, με τις τροποποιήσεις να αφορούν κυρίως αύξηση ποινών, αλλαγές ορολογίας ή/και συστατικών στοιχείων αδικημάτων, όπως επίσης και προσθήκες νέων αδικημάτων στη βάση νέων αναγκών, με στόχο τη δημιουργία εκσυγχρονιστικής και βελτιωμένης ποινικής νομοθεσίας, που «όχι μόνο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά και θα μπορεί να εφαρμοστεί πιο εύκολα από τις αρμόδιες αρχές».

Προσέθεσε ότι ο Ποινικός Κώδικας στην Κύπρο, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αναπτύχθηκε με βάση ιστορικά νομικά πρότυπα και ενσωματώνει διατάξεις που ανταποκρίνονται σε θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου, ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, υπάρχει ανάγκη για εκσυγχρονισμό «ώστε να αντανακλά πλήρως τις διεθνείς συμβάσεις και πρότυπα, καθώς και τις εξελίξεις στις αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ισότητα των δύο φύλων», ενώ εκτός από την προσθήκη νέων αδικημάτων, οι τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα στοχεύουν στην αντιμετώπιση αναχρονιστικών προβλέψεων και τον εκσυγχρονισμό ορισμών και όρων.

Συμπλήρωσε ότι οι τροποποιήσεις αφορούν την αποποινικοποίηση συμπεριφορών που είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προώθηση της ισότητας και τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, σημειώνοντας πως παρά τις 80 τροποποιήσεις του, ο Ποινικός Κώδικας συνεχίζει να περιλαμβάνει αναχρονιστικές πρόνοιες, φράσεις, ορισμούς, ακόμη και αδικήματα, τα οποία βασίζονται σε παλαιότερες κοινωνικές αντιλήψεις και δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές κοινωνικές απαιτήσεις και διεθνή πρότυπα.

Είπε επίσης ότι ο εκσυγχρονισμός των αναχρονιστικών διατάξεων είναι σημαντικός «για να διασφαλιστεί ότι ο Ποινικός Κώδικας της Κύπρου θα αντικατοπτρίζει τις αξίες της σύγχρονης κοινωνίας και θα προστατεύει ουσιαστικά τα δικαιώματα των πολιτών χωρίς αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στην προσωπική ζωή και τις ελευθερίες τους», προσθέτοντας ότι για να καταστεί δυνατή μία τέτοια εργασία, όπως η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα, «απαιτείται εκτεταμένη μελέτη όλων των προνοιών και σχολαστικός σχεδιασμός του τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε με τη αναθεώρηση και πώς αυτή θα επιτευχθεί».

«Σε μια εποχή που οι κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές είναι ραγδαίες, ο Ποινικός Κώδικας μιας χώρας δεν μπορεί να μένει αμετάβλητος. Ζούμε σε μια εποχή όπου η τεχνολογία και οι επιστήμες εξελίσσονται ταχύτατα, δημιουργώντας νέες μορφές εγκλήματος, όπως τον διαδικτυακό εκφοβισμό, την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, τις οικονομικές απάτες μέσω διαδικτύου και τα εγκλήματα στον ψηφιακό χώρο», ανέφερε κλείνοντας η κ. Χριστοδουλίδου Ζαννέτου.

Προσέθεσε ότι η ανάγκη συνεργασίας είναι θεμελιώδης για τον εκσυγχρονισμό και την εξέλιξη κάθε ειδικού τομέα δικαιοσύνης, όπως του ποινικού, «προς επίτευξη του ορθού εκσυγχρονισμού απαιτείται η ένωση των δυνάμεων διαφορετικών ομάδων, νομικών με έμπρακτη εμπειρία στο ποινικό δίκαιο, τεχνοκρατών, ακαδημαϊκών στον τομέα του ποινικού δικαίου και της εγκληματολογίας ή και ερευνητών, φυσικά της εκτελεστικής εξουσίας, και οπωσδήποτε της Νομικής Υπηρεσίας».

Πηγή: ΚΥΠΕ