Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σε απόφασή του στις 30 Οκτωβρίου 2024, έκρινε ότι το Κράτος διατηρεί το δικαίωμα να απαλλοτριώνει ιδιωτική περιουσία ακόμη και αν το έργο έχει ήδη ολοκληρωθεί. Στην υπόθεση, που εξετάστηκε κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, ακυρώθηκαν προηγούμενες αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου και του Εφετείου, επικυρώνοντας την αρμοδιότητα της Διοίκησης να εκδώσει νέο διάταγμα απαλλοτρίωσης.
Με βάση ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με την απόφαση για την επίδικη περιουσία είχαν εκδοθεί και στο παρελθόν διατάγματα απαλλοτρίωσης, τα οποία στη συνέχεια ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο για τυπικούς λόγους.
Όπως αναφέρεται, οι αιτητές προσέφυγαν στο Διοικητικό Δικαστήριο προσβάλλοντας τη νομιμότητα έκδοσης ενός νέου διατάγματος, στη βάση ότι το έργο (κατασκευή/διασφάλιση πρόσβασης και/ή δρόμου προς την παραλία), για το οποίο είχε εκδοθεί η εν λόγω απαλλοτρίωση, είχε κατασκευαστεί παράνομα προ πολλών ετών και πριν από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Συναφώς, σύμφωνα με τους αιτητές, δεν ήταν δυνατό πλέον να απαλλοτριωθεί η περιουσία τους καθότι το έργο είχε ολοκληρωθεί ως αποτέλεσμα παράνομης επέμβασης στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους. Κατάληξη του Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν η ακύρωση του επίδικου διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Εξετάζοντας την έφεση της Δημοκρατίας στην απόφαση αυτή, το Εφετείο απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, σημειώνοντας ότι «δεν δύναται να νομιμοποιείται εκ των υστέρων, με διάταγμα απαλλοτρίωσης, μια παρανόμως διενεργηθείσα και (ήδη) συντελεσθείσα επέμβαση σε ιδιωτική περιουσία».
Προστίθεται ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο που, σε τρίτο και τελευταίο βαθμό, εξέτασε την υπόθεση μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, έκρινε ότι το Εφετείο προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών προνοιών του Συντάγματος, αφού «το γεγονός ότι ακυρώθηκαν προηγούμενα διατάγματα απαλλοτρίωσης ως και ότι το έργο έχει ήδη εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να εκδώσει νέο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Τούτο δεν εξυπακούει εκ των υστέρων νομιμοποίηση, όπως αντιλήφθηκε το Εφετείο [… καθώς] το νόμιμο συναρτάται σε κάθε περίπτωση από τα γεγονότα που την περιβάλλουν.»
Περαιτέρω, σημειώνεται, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Εφετείο πρόσθεσε επιπλέον όρο στο επίδικο άρθρο του Συντάγματος αλλά και ότι το Εφετείο λανθασμένα έκρινε την απαλλοτρίωση ως παράνομη.
Σύμφωνα με την Νομική Υπηρεσία, κρίνοντας ότι η νέα απαλλοτρίωση δεν συνιστά απόπειρα κάλυψης της παρανομίας, αλλά ουσιαστικά αποτελούσε μία νόμιμη διέξοδο που είχε η Διοίκηση μετά την ακύρωση των προηγούμενων απαλλοτριώσεων, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και την απόφαση του Εφετείου, και επιδίκασε έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν η Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Έλενα Παπαγεωργίου, η Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ κα Θεοδώρα Πιπερή-Χριστοδούλου και ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας Θάσος Χατζηλούκα.
Πηγή: ΚΥΠΕ