Αυτή αποτελεί και την αυστηρότερη ποινή φυλάκισης που έχει, μέχρι στιγμής, επιβληθεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια για τέτοιας φύσεως αδικήματα.

Συντρέχουσες ποινές, με μεγαλύτερη την πενταετή ποινή φυλάκισης, επέβαλε την Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024, το  Μόνιμο Κακουργιοδικείο Αμμοχώστου, σε κατηγορούμενο πρόσωπο, το οποίο, με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, υποβοήθησε 109 παράτυπους μετανάστες από τη Συρία και τον Λίβανο να εισέλθουν, διά θαλάσσης, παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αυτή αποτελεί και την αυστηρότερη ποινή φυλάκισης που έχει, μέχρι στιγμής, επιβληθεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια για τέτοιας φύσεως αδικήματα, και είναι κατά πολύ αυστηρότερη από την τριετή ποινή φυλάκισης που, τον Σεπτέμβριο 2023, το Εφετείο επέβαλε σε πρόσωπο το οποίο κρίθηκε ένοχο στην κατηγορία υποβοήθησης εισόδου παράτυπων μεταναστών στη Δημοκρατία, με σκοπό το κέρδος.

Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε τέσσερις κατηγορίες, ήτοι:

1.         εντοπισμός παράνομου μετανάστη σε χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας,

2.         υποβοήθηση εισόδου παράτυπου μετανάστη στη Δημοκρατία με σκοπό την αποκόμιση κέρδους,

3.         νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και

4.         συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

Τα αδικήματα συντελέστηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης με διεθνικό χαρακτήρα, η οποία δραστηριοποιείται στο λαθρεμπόριο μεταναστών στην Κύπρο, με εμπλεκόμενες χώρες την Συρία και τον Λίβανο. Ο κατηγορούμενος συμφώνησε με τους διακινητές όπως διαθέσει βάρκα δικής του ιδιοκτησίας προς εκπλήρωση του παράνομου αυτού σκοπού, με αντάλλαγμα τη χρηματική αμοιβή

Το Κακουργιοδικείο, σημειώνει στην απόφασή του ότι, ο κατηγορούμενος συμμετείχε έναντι αμοιβής σε διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών, με διεθνική δράση εκτεινόμενη στην Συρία, τον Λίβανο και την Κύπρο, διαδραματίζοντας ουσιαστικό ρόλο στο όλο άνομο εγχείρημα μεταφοράς διά θαλάσσης των παράτυπων μεταναστών στην Κύπρο, που είχαν  καταβάλει έκαστος στην εγκληματική οργάνωση ποσά κυμαινόμενα από 2.000-3.000 δολάρια Αμερικής.

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκε ο κ. Αδάμος Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος.