Τα Ελληνόπουλα της Αιγύπτου στο Προεδρικό. Είναι μια από τις πιο πολυσυζητημένες πτυχές του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου το 1974. Η ομάδα παιδιών από την ελληνική παροικία της Αιγύπτου που επισκέφτηκε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στο Προεδρικό Μέγαρο εκείνο το πρωινό.
Σύμφωνα με κατά καιρούς μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί, τα παιδιά έφτασαν στην Κύπρο στις 10 Ιουλίου και φιλοξενούνταν στο Μέλαθρο Ευγηρίας στη Λευκωσία. Υπάρχουν όμως πολλοί που ακόμη και σήμερα αμφισβητούν την παρουσία των παιδιών ενώ προβάλλεται το επιχείρημα ότι ακόμη μέχρι σήμερα δεν εντοπίστηκε κάποιο από τα παιδιά για να δώσει μαρτυρία των γεγονότων της συγκεκριμένης ημέρας.
Αν και οι ιστορικές μαρτυρίες είναι γενικά περιορισμένες, τα πρώτα χρόνια μετά το πραξικόπημά και την εισβολή εντοπίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον δημοσίευμα που ασχολείται με το συγκεκριμένο ζήτημα. Πρόκειται ουσιαστικά για την μαρτυρία του Μάρκου Κωνσταντινίδη, του Πρώτου Γραμματέα της Προεδρίας ο οποίος αφηγήθηκε την περιπέτειά εκείνη την μέρα του και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εικόνες» Τεύχος 34 (4-17 Αυγούστου 1978).
«Εκείνη την ημέρα πήγα στο Προεδρικό Μέγαρο με λεωφορείο γύρω στις 8 το πρωί συνοδεύοντας μια ομάδα από Ελληνόπουλα, που ανήκαν στην Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων Καΐρουκαι ήρθαν στην Κύπρο 10 Ιουλίου για 15ήμερη παραμονή σαν φιλοξενούμενοι του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, μέσα στα πλαίσια της πολύ γνωστής πολιτικής του Μακαριωτάτου για την ενίσχυση των δεσμών της ομογένειας του εξωτερικού με την Κύπρο. Την ομάδα αποτελούσαν 33 αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 14-17 χρόνων. Εξαίρεση ήταν ένα ένα μόνο κορίτσι, ηλικίας 21 χρόνων. Μαζί τους ήτνα και ο διευθυντής τους ο κ. Γεώργιος Βάλλας. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της εκδρομής τους στην Κύπρο τα Ελληνόπουλα του Καΐρου ανέβηκαν στο προεδρικό Μέγαρο για να υποβάλουν τα σέβη τους στον Μακαριώτατο και να τον ευχαριστήσουν για την φιλοξενία και την φροντίδα γι’αυτά.
«Κατενθουσιασμένα από την παραμονή τους στο νησί μας, που πρώτη φορά γνώρισαν από κοντά, τα Ελληνόπουλα ξεκίνησαν από το Μέλαθρο Ευγηρίας, κοντά στην Μακεδονίτισσα, όπου εφιλοξενούντο, με γέλοια και τραγούδια για το Προεδρικό. Ανυπομονούσαν για την μεγάλη στιγμή: Να δουν από κοντά και να φιλήσουν το χέρι Εκείνου, για τον οποίο τόσα πολλά είχαν ακούσει και διαβάσει στις εφημερίδες. Είχαν ντυθεί όλα με τα γιορτινά τους. Διασχίσαμε την απόσταση από το Μέλαθρο Ευγηρίας ίσαμε το Προεδρικό Μέγαρο χωρίς ν ’αντιληφθούμε τίποτε το ασύνηθες και ύποπτο. Όλα ήσαν ήσυχα σαν πάντα. Στους δρόμους η συνηθισμένη κίνηση. Τίποτε που να μας κάμει να υποψιαστούμε την θύελλα ου θα ξεσπούσε μέσα σε λίγα λεπτά και που τόση καταστροφή τόσο πόνο και τόσο δάκρυ θα έφερνε στο όμορφο και ειρηνικό νησί μας.
Όταν φτάσαμε στο προεδρικό Μέγαρο είπα στον οδηγό του λεωφορείου μας ένα ευγενέστατο μεσήλικα από το Νέο Χωριό Κυθραίας, τον κ. Παντελή Ιωάννου, να παρκάρει στο χώρο σταθμεύσεως του Μεγάρου να περιμένει να τελέψει η συνάντηση της ομάδας των Ελληνοπούλων. […]
Ήσυχα – ήσυχα και ευλαβικά τα Ελληνόπουλα με ακολούθησαν στην αίθουσα υποδοχής του Προεδρικού και πήρανε σειρά σε σχήμα ημικυκλίου με επί κεφαλής τον διευθυντή τους κ. Βάλλα, αναμένοντας την είσοδο του Μακαριωτάτου. Μαζί τους είχαν φέρει και ένα μικρό τραπεζάκι κεντημένο με συντέφι, σωστό Αραβούργημα – που θα πρόσφεραν στον Μακαριώτατο σαν ελάχιστο δείγμα της αγάπης και τιμής κι’έκφρασης της ευγνωμοσύνης τους για όσα έκαμνε γι’αυτά.
Το καλωσόρισμα του Μακαρίου
Όλων τα μάτια ήσαν καρφωμένα στην πόρτα που συνέδεε το ιδιαίτερο Γραφείο του Μακαριωτάτου με την αίθουσα υποδοχής και από την οποία θα πρόβαλλε σε λίγο με την γνωστή ευπροσηγορία του και το γλυκύ μειδίαμα του ο Εθνάρχης Μακάριος, που μόλις είχε επιστρέψει από την θερινή κατοικία του στο Τρόοδος όπου αναπαύτηκε το Σαββατοκύριακο.
Ήταν γύρω στις 8 10 το πρωί όταν κάποιος από το προσωπικό του Προεδρικού μπήκε στην αίθουσα υποδοχής όπου είμαστε συγκεντρωμένοι και ρώτησε αν είμαστε έτοιμοι για την είσοδο του Μακαριωτάτου. Απάντησα καταφατικά και σε λίγο έφτασε η μεγάλη στιγμή: o Μακαριώτατος ήλθε κοντά μας. Η αίθουσα γέμισε με χειροκροτήματα και σκιρτήματα χαράς των Ελληνοοπούλων που έβλεπαν επιτέλους ένα όνειρο να γίνεται πραγματικότητα. Παρουσίασα στον Μακαριώτατο τον αρχηγό της ομάδας και συνοδεύοντας τον καλωσόρισε ένα-ένα τα παιδιά που του φίλησαν με συγκίνηση το χέρι.
Πάρθηκαν ως συνήθως ορισμένες αναμνηστικές φωτογραφίες από τον φωτογράφο του Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών κ. Ανδρέα Νικολαϊδη.
Ακολούθως ο κ. Κωσταντινίδης αναφέρεται στις εμπειρίες και εντυπώσεις που εξιστορούσαν τα Ελληνόπουλα μετά από επίσκεψή τους στην Κερύνεια και άλλα μέρη της Κύπρου.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, ο αρχηγός της ομάδας κ. Βάλλας έβγαλε το σημείωμα για την ομιλίας του και είπε «Μακαριώτατε….», όμως «δεν πρόφτασε να πει τίποτε».
«Τα όπλα άρχισαν να βάλλουν κατά του Προεδρικού. Στην αρχή αραιοί πυροβολισμοί σ ‘ εμένα φάνηκαν σαν χοντρό χαλάζι που χτυπούσε τα τζάμια. […]
Ο Μακαριότατος αφού μίλησε για λίγο στα παιδιά δίνοντάς του θάρρος, και βεβαιώνοντας τα πως τα ίδια δεν έπρεπε να φοβηθούν, γιατί άλλος ήταν ο στόχος, αποτραβήχτηκε στο Γραφείο του, ακολουθούμενος προς τον μεγάλο διάδρομο του Μεγάρου από την ομάδα των παιδιών […]
Τα πυρά γίνονταν ολοένα και πιο πυκνά. Οι σφαίρες σπάζανε έξω πάνω στο κτίριο και καπνοί άρχισαν να θολώνουν την καθάρια ατμόσφαιρα του Μεγάρου. Η ολιγάριθμη φρουρά ανταπέδιδε με αποφασιστικότητα τα πυρά, αμύνετο με θάρρος και αυταπάρνηση […]
Οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις γίνονταν συνεχώς σφοδρότεροι. Πολιορκία σε πλήρη εξέλιξη, τα παιδιά πεσμένα στο έδαφος στρυμωγμένα στη γωνιά ξέσπασαν σε κλάματα. Μερικά κρεμάστηκαν από τον λαιμό μου ολοφυρόμενα και παρακαλώντας τον θεό και την Παναγιά να τα σώσει από το μεγάλο κακό. Κραυγές, δάκρυα, λιποθυμίες παρακλήσεις για λίγο νερό να δροσισθούν τα χλωμά μέτωπα και τα καμέα χείλη. Κάποιος γενναίος ανέλαβε εθελοντικά την μεταφορά της δρόσου.
«Ένα παιδί με προστάτευσε από τον Ήλιο»
[…] Άνοιξαν πυρ προς την κατεύθυνση που είμαστε μαζεμένοι στο έδαφος αλλά πάνω από τα κεφάλια μας. Κανένας δεν πληγώθηκε, ο διάδρομος όμως γέμισε από φλόγες και καπνούς. Προτείνοντας τις ξιφολόγχες, ένας μπρος κι’άλλος πίσω από την ομάδα, οι αγριεμένοι στρατιώτες μας υποχρέωσαν, ενώ τα πυρά συνεχίζονταν ακόμη, να βγούμε έρποντας από την ανατολική έξοδο του διαδρόμου»
«Διψασμένοι, πεινασμένοι και εξαντλημένοι μείναμε εκεί, σχεδόν ακίνητοι, για πολλή ώρα. Μερικά από τα κορίτσια έπαθαν σοβαρά εγκαύματα από τον ήλιο και την καυτή άσφαλτο. Εγώ ο ίδιος κόντευα να λιποθυμήσω από την ζέστη, ένα όμως παιδάκι από την ομάδα, ξεχνώ, δυστυχώς, το όνομά του όχι όμως την καλή του πράξη αντελήφθητε τα συμβαίνοντα και χωρίς κανένα δισταγμό έβγαλε το πουκάμισό του και μ’αυτό σκέπασε το πρόσωπό μου,
Αργότερα, σύμφωνα με την μαρτυρία του Κωνσταντινίδη , τους είπαν ότι είναι ελεύθεροι αλλά ζήτησαν από τον οδηγό στρατιωτικού λεωφορείου να τους μεταφέρει και έφτασαν μέχρι το κτήριο που στεγάζετο τότε το ‘’Κεντρο Κοσμοπόλιταν’’’ και συνέχισαν από εκεί την πορεία μαζί με τα παιδιά στην Έγκωμη,
«Τα παιδιά στο Μέλαθρο τα επισκεπτόμουνα συχνά. ΜΕ βεβαίωναν πως περνούσαν όσο καλύτερα μπορούσε τις μαύρε εκείνες μέρες. Κανένα παράπονο για την περιποίηση που δεν είχαν. Ανυπομονούσαν όμως όλα να γυρίσουν στο Κάϊρο στα σπίτια τους μακριά από την κόλαση που ανέλπιστα αγκάλιασε ασφυκτικά την Κύπρο. […] Φύγανε αεροπορικός το πρωί της 19ης Ιουλίου. Φάνηκαν πολύ τυχερά. ΤΟ άλλο πρωί 20 Ιουλίου ενέσκηψε η καταιγίδα του Τουρκικού Αττίλα.
«Tα παιδιά θυμούνται»
Με τον γυρισμού τους στο Κάιρο , ούτε την Κύπρο ξέχασαν ούτε τον Μακαριώτατο, μήτε εμένα. Μου γράφουνε και τους γράφω για να θυμηθούμε τις ωραίες, αλλά και τις πικρές μέρες που περάσαμε μαζί στην Κύπρο.
Να ένα απόσπασμα που μου έστειλε στις 31 Αυγούστου 1974 ένα από τα Ελληνόπουλα του Καίρου. Λόγια πολύ αυθόρμητα και απλά που αντιγράφω
Αγαπητέ κ. Μάρκο
Πιστεύω με το όνομα του Θεού ότι θα είστε όλοι καλά σε άκρα υγεία και προστατευόμενοι. Τι κακό ήταν αυτό που ξέσπασε , Θεέ μου. Ένας Θεός, ξέρει το πώς μας έσωσε.. Την Κυριακή είχα πάει στην Ο.Χ.Α.Ν (Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων) στην εκκλησία και τους διάβασε και τα παιδιά όλα, δεν θα το πιστέψετε, προ πάντως τα γόρια, συγκινήθηκαν και δεν επίστεψαν ότι εισαστον ακόμη ζωντανός. Προ πάντως η Ε… νόμιζε ότι ήρθατε στο Κάϊρο και με παρακαλούσε να την πάψει να σας ιδεί, λεει σας επιθύμησε, σας λέει θέλει να πάει θάλασσα.. Έχετε χαιρετισμούς από την Α…, από την Τ…, τον Μ…, και τον Λ…, δηλαδή όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως…
«Χρειάζεται να πούμε περισσότερα γι΄αυτή την ιστορία;», ρωτά ο κ. Κωσταντινίδης
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιούλιο του 2014 μεταδόθηκε από τον ραδιοσταθμό Άστρα συνέντευξη από ένα από τα παιδιά που ήταν παρών εκείνη την μέρα στο προεδρικό. Πρόκειται για τον Μάρκο Σκίτσα ο οποίος παρέθεσε τα δικά του βιώματα από εκείνη την ημέρα.