Το καλοκαίρι του ήδη ταραχώδους 2020 έσκασε, κυριολεκτικά, μια είδηση που άγχωσε κάθε σχολαστικό παρατηρητή του Κυπριακού Ζητήματος. Το απόγευμα της 1ης Ιουνίου όλα τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης ανακοινώνουν πως το προηγούμενο βράδυ άγνωστοι έριξαν «βόμβες πετρελαίου» στο μικρό, οθωμανικό τέμενος Köprülü Hacı İbrahim Ağa στην Λεμεσό και έγραψαν με μπλε σπρέι τη φράση «Immigrants, Islam not welcome» («μετανάστες, Ισλάμ δεν είστε ευπρόσδεκτοι»).
Η είδηση ήρθε ως κερασάκι στην τούρτα σε ένα ήδη τεταμένο κλίμα που η πολιτική συζήτηση για το μεταναστευτικό είχε σκαρφαλώσει ξανά στην κορυφή της επικαιρότητας. Την προηγούμενη, 31 Μαΐου, το «SigmaLive» αποκάλυψε συμπλοκές μεταξύ αλλοδαπών στη Λεμεσό. Νωρίτερα, η Αστυνομία ανακάλυπτε τα πτώματα δύο νεκρών αλλοδαπών σε διαμέρισμα στην παλιά Λευκωσία, σχεδόν την ίδια ώρα που λίγο πιο πέρα γινόταν μεγάλη «αντιρατσιστική πορεία» ομάδων «Antifa» και άλλων ακροαριστερών οργανώσεων κατά των νέων μέτρων του ΥΠΕΣ για αντιμετώπιση της παρανομίας και της δημογραφικής υπερχείλισης των ελεύθερων περιοχών από την Τουρκία, μέσω κατεχομένων.
Με μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα όπως την πιο πάνω, η είδηση σίγουρα θα μπορούσε να ρίξει λάδι στη φωτιά. Ευτυχώς, το Κυπριακό Κράτος διά στόματος Προέδρου της Δημοκρατίας και Δημάρχου Λεμεσού καταδίκασε το γεγονός, ενώ με ανακριτική ομάδα του ΤΑΕ Λεμεσού η Αστυνομία Κύπρου έθεσε την εξιχνίαση του συμβάντος ψηλά στις προτεραιότητές της. Επίσης, όλα τα κόμματα του τόπου, από το ΑΚΕΛ μέχρι το ΕΛΑΜ, καταδίκασαν με υπευθυνότητα το γεγονός, πράγμα που δείχνει πως καμία πολιτική δύναμη της Κύπρου δεν παρέχει ηθικο-πολιτική κάλυψη σε τέτοιου είδους μεμονωμένες, αλλά αποτρόπαιες συμπεριφορές.
«Τρεις μολότοφ» & «δύο κροτίδες»
Όποιος και αν ήταν ο δράστης ή οι δράστες (ακόμα είναι υπό διερεύνηση), παρατηρήθηκε μια ρητορική κλιμάκωση σε ανώτατο επίπεδο τουρκοκυπριακής και τουρκικής ηγεσίας.
Το τουρκικό ΥΠΕΞ αναφέρθηκε σε «ύπουλη επίθεση με βόμβες μολότοφ» και σε «αντι-ισλαμική ρητορική και δράσεις που δεν θα συμβάλουν στις προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού». Με τουΐτ του, ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος AKP Ömer Çelik καταδίκασε την «απόπειρα πυρπόλησης του τζαμιού» και κάλεσε την «ρωμιοκυπριακή διοίκηση» να λάβει μέτρα «εναντίον των φασιστών-εχθρών του Ισλάμ». Πρόσθεσε πως «πρέπει να στηλιτεύεται η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην πολιτική και στα ΜΜΕ και παρακινεί το μίσος κατά του Ισλάμ». Η φρασεολογία του κομματικού εκπροσώπου του Erdoğan ήταν, δυστυχώς, σχεδόν πανομοιότυπη με κάποιων ακραίων πολιτικών κύκλων στις ελεύθερες περιοχές.
Πριν καν ξεκινήσουν οι έρευνες της Αστυνομίας Κύπρου, τουρκικά και τουρκοκυπριακά ΜΜΕ και πολιτικοί μιλούσαν για «τρεις βόμβες μολότοφ κατά τζαμιού» («Hürriyet») και «τουλάχιστον τρεις βόμβες πετρελαίου» με σκοπό να κάψουν το τζαμί (δηλώσεις Ersin Tatar, «BRTK» & «Ajans Cyprus»). Αυτές τις παραποιημένες πληροφορίες μεταφέρουν και άλλες ισλαμικές ιστοσελίδες, όπως η αγγλική «The Muslim News», διογκώνοντας το περιστατικό. Το κόμμα των εποίκων, YDP, συνέδεσε την επίθεση με την ανάγνωση της «προσευχής της κατάκτησης» στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη και «συμβούλευσε τους Ρωμιοκύπριους να μην προκαλούν περισσότερο».
Το «SigmaLive» παρακολούθησε πολύ στενά την εξέλιξη της υπόθεσης από την αρχή και ήταν το πρώτο που αποκάλυψε πως δεν έγινε επίθεση με «βόμβες πετρελαίου» ή «βόμβες μολότοφ», αλλά με δύο κροτίδες. Όπως ανέφερε ο Εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας Κύπρου, «από τις εξετάσεις που έγιναν από τους πυροτεχνουργούς της Αστυνομίας διεφάνη ότι πρόκειται για δύο κροτίδες». Από την έκρηξη κάηκε μια πλαστική γλάστρα στο καλυμμένο προαύλιο του τζαμιού.
Όχι πως παύει να είναι καταδικαστέα και ανήθικη η επίθεση, αλλά σίγουρα ο εκφοβισμός από τον κρότο μιας κροτίδας βρίσκεται πολύ χαμηλότερα στην κλίμακα από μια ενεργητική προσπάθεια πρόκλησης πραγματικής ζημιάς από τρεις βόμβες πετρελαίου.
Χωρίς να ισχυριζόμαστε πως το συμβάν ήταν προβοκάτσια, αφού κάτι τέτοιο μέχρι τη στιγμή που σύρονται αυτές οι γραμμές δεν έχει αποδειχθεί, αξίζει να θυμηθούμε τέσσερεις μικρές εκρήξεις, των οποίων η ρητορική κεφαλαιοποίηση σημάδεψε ανεξίτηλα την πορεία του Κυπριακού Ζητήματος στην παρούσα του φάση.
Σεπτέμβριος 1955
Τον Απρίλιο του 1955 είχε αρχίσει ο Αγώνας της ΕΟΚΑ κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ήδη από τον Ιούλιο με φυλλάδιο που κυκλοφόρησε στους μαχαλάδες, γραμμένο στα τουρκικά, ο Αρχηγός Γεώργιος Γρίβας «Διγενής» τόνιζε στους Τουρκοκύπριους ότι ο Αγώνας δεν στρέφεται εναντίον τους και τους διαβεβαίωνε πως η ΕΟΚΑ τούς θεωρούσε γνήσιους φίλους και συμμάχους και δεν θα γίνουν ανεκτές συμπεριφορές που θα έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή, την αξιοπρέπεια και την περιουσία τους. Με τη σύγκληση της Τριμερούς Διάσκεψης του Λονδίνου τίθεται θέμα για την αντιμετώπιση στρατηγικών ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, με τη συμμετοχή Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Η τελευταία χρειαζόταν «λαϊκή πίεση» υπό την μορφή «μερικών ταραχών» για να μπει δυναμικά στο Κυπριακό. Η ατμόσφαιρα δυναμιτίστηκε με επιστολή του Τουρκοκύπριου ηγέτη Fazıl Küçük στα μέσα Αυγούστου, όπου «εξέφραζε φόβους για επικείμενη σφαγή» της μειονότητας στην Κύπρο από την ΕΟΚΑ και το ΑΚΕΛ, φωτογραφίζοντας μάλιστα τους Κωνσταντινουπολίτες Έλληνες ως υποψήφια θύματα αντιποίνων. Το ψέμα του γιγαντώθηκε σε ομιλία του Πρωθυπουργού Adnan Menderes, με τη συνδρομή του ελεγχόμενου Τύπου. Οι βρετανικές υπηρεσίες ήξεραν πως αυτό ήταν ένα πελώριο ψέμα.
Σύμφωνα με τους Χαράλαμπο Αλεξάνδρου και Μιχάλη Σταυρή («Εθνική Φρουρά & Ιστορία», τ. 40, 2017), εφαλτήριο του πογκρόμ ήταν η έκρηξη τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου στο τουρκικό Προξενείο και στη θεωρούμενη ως οικία του Mustafa Kemal Atatürk στη Θεσσαλονίκη. Τον εκρηκτικό μηχανισμό πυροδότησε ο φύλακας του Προξενείου, Hasan Uçar Mehmetoğlu, ο οποίος ήταν σε υπηρεσία, τα χαράματα της 6ης Σεπτεμβρίου και τις εκρηκτικές ύλες μετέφερε ο φοιτητής νομικής Oktay Engin, που ήταν πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών. Η έκρηξη στον κήπο προκάλεσε αμελητέες υλικές ζημιές. Η είδηση όμως κυκλοφόρησε αμέσως από την εφημερίδα «İstanbul Ekspres» υπό περίεργες συνθήκες και με πιθανότατα παραποιημένες φωτογραφίες.
Αποτέλεσμα, τα ανθελληνικά πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου. Όπως αναλύει με εκπληκτική λεπτομέρεια ο Σπύρος Βρυώνης στο έργο του «The Mechanism of Catastrophe» (Νέα Υόρκη, 2005), τα «Σεπτεμβριανά» είχαν οργανωθεί και στηριχθεί από πράκτορες της κυβέρνησης του Adnan Menderes, του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος, της Αστυνομίας, του Κόμματος «Η Κύπρος Είναι Τουρκική» και του Γραφείου Ειδικού Πολέμου του Τουρκικού Στρατού.
Ιούνιος 1958
Στις 10:00μ.μ. της 7ης Ιουνίου 1958, μια βόμβα εξερράγη στο Γραφείο Τύπου του τουρκικού Προξενείου στη Λευκωσία. Όπως αναφέρουν αποχαρακτηρισμένα βρετανικά αρχεία, κατά τα μεσάνυχτα, τουρκοκυπριακός όχλος μαζεύτηκε στην Πύλη Κερύνειας με κάνιστρα και ξεκίνησε ένα όργιο ταραχών και πυρκαγιών σε όλη τη Λευκωσία, προκαλώντας σοβαρές δικοινοτικές συγκρούσεις μέχρι και τις 5 Αυγούστου, που θα αφήσουν πίσω τους 56 Έλληνες και 51 Τούρκους νεκρούς. Σε αυτούς περιλαμβάνεται και η γνωστή σφαγή των Κοντεμενιωτών από την ΤΜΤ. Με το αθώο αυτό αίμα θεμελιώθηκε στη συνείδηση των Τουρκοκυπρίων η «ανάγκη» για διχοτόμηση, ενώ δεν είχαν στοχοποιηθεί από την ΕΟΚΑ.
Η βόμβα, σύμφωνα με μια έκθεση του Special Branch της αποικιοκρατικής Αστυνομίας, «ήταν στημένη από τους Τούρκους ως πρόσχημα για τους εμπρησμούς και έκτροπα που ακολούθησαν. Είναι πολύ απίθανο οι Έλληνες συνειδητά να επιδίωκαν προβλήματα σε αυτήν τη συγκυρία μέσα από μια επίθεση σε εγκαταστάσεις της τουρκικής κυβέρνησης». Η έκρηξη στη βεράντα προκάλεσε αμελητέα ζημιά.
Ο Rauf Denktaş, όχι δημόσια αλλά μιλώντας στους Βρετανούς, είχε επιρρίψει την ευθύνη σε ανεξέλεγκτους Τουρκοκύπριους «τεντυμπόηδες». Το 1984, σε συνέντευξή του για την τηλεοπτική εκπομπή «End of Empire: Cyprus, Britain’s Grim Legacy» του βρετανικού «ITV», θα παραδεχθεί δημόσια τουρκική ενοχή, αλλά όχι προσωπικά την δική του. Μιλώντας στην «Πρώτη Εκπομπή» του «Ράδιο Πρώτο» (02/06/2020), ο ερευνητής Πέτρος Σαββίδης ανέφερε ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας του, είχε πάρει συνέντευξη από τον Τουρκοκύπριο Hasan Demirağ, που είχε κατασκευάσει τη βόμβα. Αυτός του αποκάλυψε ότι η διαταγή είχε έρθει, μέσω του εργοδότη του İsmail Sadıkoğlu, από τον ίδιο τον Denktaş.
Μάρτιος 1962
Μετά την ανεξαρτησία, οι σχέσεις ήταν τεταμένες, ακριβώς λόγω της πιο πάνω προϊστορίας. Στον τουρκοκυπριακό Τύπο υπήρχαν συχνές αναφορές για τον ελληνικό «ρατσισμό», την «καταπίεση» και ανησυχίες για επικείμενη «σφαγή» ή «γενοκτονία» των Τούρκων. Σημειώνονται επίσης περιστατικά καβγάδων, πετροβολισμών και πυροβολισμών.
Στη 1:30 π.μ. της 25ης Μαρτίου 1962, δύο βόμβες εξερράγησαν στα τεμένη Bayraktar και Ömeriye στη Λευκωσία. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος καταδίκασε την «ιερόσυλη και βάρβαρη πράξη» και ανέφερε πως οι δράστες, όποιοι και αν ήταν, είχαν σκοπό «να διαταράξουν την αρμονική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων». Το απόγευμα της 25ης Μαρτίου έγινε μια διαδήλωση Τουρκοκυπρίων χωρίς επεισόδια και τα ΥΠΕΞ Ελλάδας και Τουρκίας καταδίκασαν το συμβάν. Οι αλληλοκατηγορίες στον Τύπο για τους ενόχους έδιναν και έπαιρναν. Όπως αναφέρει η Στέλλα Σουλιώτη, στις 29 Μαρτίου το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε μια ερευνητική επιτροπή αποτελούμενη από τους Δικαστές John Wilson, Mehmet Zekâ και Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη, οι οποίοι δεν έβγαλαν ασφαλή συμπεράσματα για τους ενόχους.
Δύο Τουρκοκύπριοι δικηγόροι και δημοσιογράφοι, αριστεροί επικριτές του Denktaş, οι Ayhan Hikmet και Ahmet Muzaffer Gürkan, που δήλωναν πως θα αποκάλυπταν τους ενόχους και δαχτυλόδειχναν την ΤΜΤ, βρέθηκαν δολοφονημένοι στις 24 Απριλίου. Παρά το ότι προσφέρθηκαν £5,000 αμοιβή για πληροφορίες που θα οδηγούσαν προς τους ενόχους, οι δολοφόνοι ποτέ δεν ανακαλύφθηκαν.
Το 2010, ο Τούρκος Στρατηγός ε.α. Sabri Yirmibeşoğlu «ομολόγησε ακούσια» τον βομβαρδισμό δύο τζαμιών το 1962. Όπως ανέφερε στη «Zaman» (25/09/2010), «στον ειδικό πόλεμο, μερικές πράξεις δολιοφθοράς είναι στημένες και φταις τον εχθρό για να αυξήσεις την αντίσταση του κοινού».
Δεκέμβριος 1963
Με πυξίδα το ελληνικό «ἐθνικὸ τὸ ἀληθές» του Διονύσιου Σολωμού και το ορθόδοξο «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» του Ιησού Χριστού, οφείλω να αναφερθώ και στη βόμβα που εξερράγη το βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου 1963 στον ανδριάντα του «Άγιου της ΕΟΚΑ», Μάρκου Δράκου, δίπλα από την Πύλη Πάφου.
Ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου, Βοηθός Επιτελάρχης της «Οργάνωσης» Ακρίτας του ΥΠΕΣ, ανέφερε («Σημερινή», 20/10/2008) πως και αυτό το συμβάν αποτελούσε τουρκική προβοκάτσια. Από την άλλη, αρκετοί συγγραφείς και δημοσιογράφοι, όπως οι Μακάριος Δρουσιώτης («Πρώτη Διχοτόμηση: Κύπρος 1964-1964», Αθήνα, 2004), Νίκος Παπαναστασίου («Φιλελεύθερος», 08/01/2018) και Λουκάς Χαραλάμπους («Cyprus Mail», 13/12/2015) αναφέρουν ότι η έκρηξη, που προκάλεσε πολύ μικρές ζημιές, ήταν διαταγή του ΥΠΕΣ Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Και οι τρεις αναφέρουν μάρτυρες οι οποίοι θέλησαν να παραμείνουν ανώνυμοι, με εξαίρεση τον πρώην αξιωματικό του Κυπριακού Στρατού, Χρυσάφη Χρυσάφη, ο οποίος ανέφερε ότι ήταν παρών όταν προετοιμαζόταν η επιχείρηση. Η τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Nacak» (06/12/1963), με ειρωνικό ύφος, ανέφερε πως «όχι, η βόμβα δεν είναι τουρκική» αλλά «palikarya bombası», δηλαδή «βόμβα των παλληκαριών». Όπως αναφέρει ο Παπαναστασίου, σκοπός ήταν να εκβιαστεί η ελλαδική κυβέρνηση να στείλει οπλισμό, διότι οι προετοιμασίες της ΤΜΤ κορυφώνονταν, κάτι που ήταν αλήθεια.
Δρ Λάμπρος Γ. Καούλλας
Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην «Σημερινή» της Κυριακής, στις 07 Ιουνίου 2020.