Η μεγαλύτερη δημοσιογραφική επιτυχία του αείμνηστου Κώστα Γεννάρη, ήταν αναμφίβολα το μεγάλο «ξεσκέπασμα» της τουρκική προπαγάνδας για τα γεγονότα της «ματωμένης μπανιέρας» του 1963-64. 

Ήταν, μάλιστα, τέτοιες περίπου μέρες του Δεκεμβρίου του 1963, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι καταγγελίες για τη δήθεν «σφαγή» των τριών ανήλικων παιδιών και της συζύγου του Τούρκου στρατιωτικού ιατρού της ΤΟΥΡΔΥΚ, ταγματάρχη Νιχάτ Ιλχάν, στην περιοχή Ομορφίτας. Το ειδεχθές έγκλημα αποδόθηκε στους Ελληνοκύπριους και έκτοτε αποτελεί το λάβαρο της τουρκικής και τουρκοκυπριακής προπαγάνδας, στη βάση του οποίου προσπαθούν να νομιμοποιήσουν τις απαιτήσεις τους για διχοτόμηση του νησιού, μέσα από μια λύση ομοσπονδίας.

Στην κατεχόμενη Λευκωσία, το σπίτι που διαπράχθηκε το έγκλημα έχει μετατραπεί σε «Μουσείο Βαρβαρότητας», ενώ υπάρχουν μνημεία για τους δολοφονηθέντες. Πρόσφατα, όπως μετέδωσε το SigmaLive, με αφορμή την επέτειο, αναζωπυρώθηκε η εν λόγω προπαγάνδα από Τούρκους και Τουρκοκύπριους αξιωματούχους, με τις σκηνές της «ματωμένης μπανιέρας» να ανακυκλώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Είναι αυτού του μεγέθους την προπαγάνδα που ξεσκέπασε ο Κώστας Γεννάρης, αφού πίσω από το συμβάν υπήρχε μια ολόκληρη πλεκτάνη, σκοπός της οποίας ήταν ακριβώς να δαιμονοποιήσει τους Ελληνοκύπριους στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης. Εξ άλλου, αυτή ήταν και η λογική του Ραούφ Ντενκτάς από το 1958, όπως καταγράφηκε από τον πρώην ανώτατο αξιωματούχο της ΤΜΤ, Αρίφ Χασάν Ταχσίν: «Αυτοί οι νεκροί μάς είναι χρήσιμοι». 

Την αλήθεια της προβοκάτσιας ομολόγησε στον Γεννάρη, πολλά χρόνια μετά, ο Τούρκος δημοσιογράφος και φωτορεπόρτερ του πρακτορείου «Anadolu», Ahmet Baran, που ήταν αναμεμειγμένος στην υπόθεση. Η μαρτυρία καταγράφηκε στο βιβλίο του Κώστα Γεννάρη «Εξ Ανατολών» που δημοσιεύτηκε στα ελληνικά το 2000 και στα αγγλικά («From The East: Conflict And Partition In Cyprus») το 2004.

Ο Μπαράν ήταν ο άνθρωπος που το 1963 φωτογράφισε τη φρικιαστική σκηνή και οι φωτογραφίες του έγιναν κύριο μέσο προπαγάνδας.

Το 1985, ως επικεφαλής του γραφείου του τουρκικού ειδησεογραφικού πρακτορείου «Anadolu» στην Αθήνα, αποκάλυψε στον Ελληνοκύπριο δημοσιογράφο ότι:

«Το έγκλημα είχε διαπράξει σε κατάσταση αμόκ ο Τούρκος ταγματάρχης Νιχάτ Ιλχάν, που υπηρετούσε στην ΤΟΥΡΔΥΚ, με θύματα τη σύζυγο και τα παιδιά του. Το σπίτι του (όπου έγινε το έγκλημα) βρισκόταν στο κέντρο της τουρκικής συνοικίας, όπου ποτέ δεν έφτασε οποιοδήποτε τμήμα των ελληνοκυπριακών δυνάμεων».

Στο βιβλίο του, ο Κώστας Γεννάρης έγραψε για τη μαρτυρία του Μπαράν:

«Όμως, εκείνη την νύχτα με άφησε άφωνο. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς κανένα προϊδεασμό ο Αχμέτ μου είπε: “Ξέρεις, εκείνη την φωτογραφία με τα τρία παιδιά και την μητέρα τους δολοφονημένους μέσα στο μπάνιο, εγώ τράβηξα εκείνη την φωτογραφία”. Είπε πως εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Κύπρο, για να καλύψει τις διακοινοτικές ταραχές του 1963. Ένα βράδυ, όπως έπινε τον καφέ του με μερικούς φίλους σ’ ένα μπαρ της τουρκικής συνοικίας της Λευκωσίας, μπήκαν δύο ένοπλοι και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει. Τον πήραν με αυτοκίνητο στο σπίτι που είχε γίνει το έγκλημα. Μόλις έφθασαν, είδε πως ο χώρος ήταν γεμάτος από άλλους ένοπλους και αξιωματικούς του τουρκικού αποσπάσματος στην Κύπρο, οι οποίοι τον διέταξαν να φωτογραφίσει το έγκλημα».

«Έκαμε ότι τον διέταξαν και, τότε, ένας από τους ένοπλους του ζήτησε να παραδώσει το φιλμ και να ξεχάσει ό,τι έκαμε και ό,τι είδε. Ο Αχμέτ ήθελε να μάθει τι πραγματικά είχε συμβεί και το έμαθε: Ο πατέρας των τριών παιδιών είχε τρελαθεί. Εκτέλεσε τα παιδιά και την γυναίκα του και μετά εξαφανίστηκε. Τον απομάκρυνε ο τουρκικός στρατός, για να εμφανιστεί και πάλι μετά από 24 χρόνια να υπηρετεί κάπου βαθιά στην Ανατολία, παντρεμένος ξανά».

Ο Αχμέτ είπε στον Γεννάρη ότι το έγκλημα ούτε καν έγινε στην Ομορφίτα, όπως διατείνεται η τουρκική προπαγάνδα. Εκτελέστηκε σε μια περιοχή βαθιά, στην καρδιά της τουρκικής συνοικίας της Λευκωσίας, όπου οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Ο Κώστας Γεννάρης προσθέτει στο βιβλίο του:

«Ερευνώντας για το βιβλίο μου, βρήκα πολλά άλλα παρόμοια περιστατικά, που εξυπηρέτησαν τα τουρκικά συμφέροντα και τους στόχους της Άγκυρας και που η ΤΜΤ ενεργοποίησε ως την πολιτική της στην Κύπρο».

Ο Αχμέτ Μπαράν ήθελε να πει σε κάποιον την αλήθεια. Δεν επιθυμούσε να πεθάνει χωρίς να έχει ξεσκεπάσει εκείνη την σοβαρή αδικία σε βάρος των Ελληνοκυπρίων και γι’ αυτό μίλησε τότε στον Κώστα Γεννάρη. Προϋπόθεση ήταν «ο Γεννάρης να μην πει τίποτε ενώ ο Μπαράν ζούσε». Γι’ αυτό η αληθινή ιστορία, δημοσιεύθηκε από τον Γεννάρη μετά από τον θάνατο του Μπαράν.

Οι αποκαλύψεις του αείμνηστου δημοσιογράφου επιβεβαιώθηκαν αρκετά χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου, όταν η τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Afrika» δημοσίευσε φωτογραφίες από το «έγκλημα της μπανιέρας» πριν να μετακινηθούν τα πτώματα, προκαλώντας το μένος των τουρκοκυπριακών πολιτικών κύκλων. Επιβεβαιώθηκε πως τα πτώματα των άτυχων παιδιών και της μητέρας τους, βρίσκονταν σε άλλη θέση μέσα στο σπίτι και μεταφέρθηκαν μέσα στην μπανιέρα με σκοπό να έχουν περισσότερη συναισθηματική επίδραση. Οι φωτογραφίες του Μπαράν, που διανεμήθηκαν σε όλο τον κόσμο, αυτόν τον σκοπό είχαν, να συντηρήσουν το περί «γενοκτονίας των Τουρκοκυπρίων» ψέμα. 

Ο Κώστας Γεννάρης επανέλαβε, με περισσότερες λεπτομέρειες, τη μαρτυρία του Αχμέτ Μπαράν, σε συνέντευξή του τον Οκτώβριο του 2019 στον Χρήστο Ιακώβου, σε εκπομπή του Vouli TV.