Η επιστολή Λίντον Τζόνσον προς Ισμέτ Ινονού, σε αντιδιαστολή προς την επιστολή Ντόναλντ Τραμπ προς Ταγίπ Ερντογάν.

 

Από τις πρώτες μέρες της τουρκικής επιχείρησης «Πηγή Ειρήνης» στη Συρία, οι Κύπριοι προέβησαν σε παραλληλισμούς με την εισβολή του 1974 στο νησί. Η διαρροή της επιστολής του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, προς τον Τούρκο Πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, με στόχο τον τερματισμό της τουρκικής εισβολής στη Συρία, αναπόφευκτα δημιουργεί ακόμα έναν παραλληλισμό: Συνειρμικά, στρεφόμαστε στο 1964 και στην προσπάθεια του Προέδρου των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, να αποτρέψει την εισβολή, με την οποία η Τουρκία απειλούσε την Κύπρο τη συγκεκριμένη περίοδο.


Επικεφαλής του τουρκικού κράτους τότε, ήταν ο Ισμέτ Ινονού, δεύτερος Πρόεδρος της Τουρκίας μετά τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) και πρώτος Πρωθυπουργός της χώρας το 1923. Από το 1961 κατείχε (εκ νέου) το πρωθυπουργικό αξίωμα. Συνεπώς, ήταν ο κύριος υπεύθυνος διαμόρφωσης της τουρκικής πολιτικής κατά την περίοδο της τουρκικής ανταρσίας στην Κύπρο (1963-1964). Στο πλαίσιο των ταραχών στο νησί, η Τουρκία απείλησε με εισβολή, η οποία αποφεύχθηκε μετά από παρέμβαση (5 Ιουνίου 1964) του Προέδρου των ΗΠΑ.


Προφανώς, η επιστολή Λ. Τζόνσον δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας αποτροπής της τουρκικής εισβολής, ήταν όμως βαρύνουσας σημασίας και, εν πάση περιπτώσει, επηρέασε την ατμόσφαιρα στην Τουρκία, τόσο στο κυβερνητικό πεδίο όσο και σε επίπεδο περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Αντιθέτως, η επιστολή του Ντ. Τραμπ προς τον επικεφαλής του τουρκικού κράτους δεν φαίνεται ότι θα έχει κάποιο αντίκρισμα, ούτε καν σε επίπεδο εντυπώσεων.


Συγκρίνοντας τις δύο επιστολές, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει κανείς ένα χάσμα στην προσέγγιση των Αμερικανών Προέδρων. Τόσο στην επιλογή της γλώσσας που χρησιμοποιούν όσο και στην επιχειρηματολογία, στην ανάλυση των δεδομένων που προκύπτουν, αλλά και στις απειλές που εμμέσως θέτουν, οι επιστολές Λ. Τζόνσον και Ντ. Τραμπ καταδεικνύουν την απόσταση που χωρίζει την αμερικανική διπλωματία του περασμένου αιώνα με την υπάρχουσα.


Κατ’ αρχάς, ο Ντ. Τραμπ περιόρισε την επιστολή του σε μόλις τρεις παραγράφους, αντίθετα με τη μακροσκελή επιστολή που απέστειλε στον Ι. Ινονού ο Λ. Τζόνσον. Επίσης, ο Λ. Τζόνσον δεν απέφυγε να αναλύσει βαθύτερα την κατάσταση. Παρέθεσε και κατέρριψε τουρκικά επιχειρήματα και προειδοποίησε για τις συνέπειες σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, καθώς και για τις επιπτώσεις που θα είχε η τουρκική εισβολή στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Ο Αμερικανός Πρόεδρος κατέρριψε το τουρκικό επιχείρημα πως η στρατιωτική επέμβαση δικαιολογείτο βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεων, καθώς θεωρούσε ότι μια τέτοια εξέλιξη θα συνέτεινε στον στόχο των Τουρκοκυπρίων για διαμελισμό της νήσου, εξέλιξη η οποία ήταν επίσης αντίθετη με την ίδια Συνθήκη. Σημείωσε, επίσης, ότι ενδεχόμενη τουρκική εισβολή θα επέφερε εμπλοκή της Ελλάδας στη σύγκρουση. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως συνέπεια τη ρήξη στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια της επιστολής του, ο Λ. Τζόνσον επέστησε την προσοχή στον κίνδυνο ανάμειξης της Σοβιετικής Ένωσης στις εξελίξεις. Παράλληλα, υπενθύμισε στην τουρκική Κυβέρνηση τον ρόλο της ως μέλους των Ηνωμένων Εθνών, ενός οργανισμού δηλαδή, που ανέλαβε τη διαφύλαξη της ειρήνης στην Κύπρο, ενώ υπέδειξε ότι η Τουρκία είχε υπογράψει συμφωνία με τον ΟΗΕ τον Ιούλιο του 1947. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, απαιτείτο η συγκατάθεση του Οργανισμού για στρατιωτικές αποστολές βοηθείας (καθώς η Τουρκία παρουσίαζε την ενδεχόμενη εισβολή ως βοήθεια προς τους Τουρκοκυπρίους). Τέλος, Ο Λ. Τζόνσον ήταν σαφής και ευθύς: «Οι ΗΠΑ δεν θα συμφωνήσουν στη χρήση αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού για τουρκική εισβολή στην Κύπρο υπό τις σημερινές περιστάσεις».


Από την άλλη, η επιχειρηματολογία του Ντόναλντ Τραμπ περιορίστηκε στην επίκληση στο συναίσθημα: Προειδοποίησε ότι θα χάνονταν ανθρώπινες ζωές και ότι ο Ερντογάν θα απογοήτευε τον κόσμο αν δεν κατέληγε σε συμφωνία με τους Κούρδους. Παράλληλα, απείλησε τον Τούρκο Πρόεδρο, ότι ήταν ικανός να πλήξει την οικονομία της χώρας του και ήταν πρόθυμος να προβεί στην εν λόγω πράξη, όπως απέδειξε και στο πρόσφατο παρελθόν.


Το 1964, οι αμερικανικές απειλές για κυρώσεις ήταν λιγότερο συγκεκριμένες, διατυπωμένες εμμέσως, αλλά με τρόπο που προσέδιδε μεγαλύτερη βαρύτητα και σοβαρότητα. Ο Λ. Τζόνσον προειδοποίησε πως, σε περίπτωση που δεν λάμβανε διαβεβαιώσεις από την τουρκική Κυβέρνηση για αποφυγή εισβολής στην Κύπρο, θα ήταν αναγκασμένος να συγκαλέσει έκτακτες συνόδους του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η συγκεκριμένη προειδοποίηση, προκάλεσε εμφανώς μεγαλύτερο προβληματισμό στον κυβερνητικό μηχανισμό της Τουρκίας από τις υποδείξεις του Ντ. Τραμπ προς τον Τ. Ερντογάν: «Η ιστορία […] θα σε κρίνει για πάντα ως κακό, εάν δεν εξελιχθούν καλά τα πράγματα. Μην είσαι σκληρός. Μην είσαι ανόητος!»