«Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει πόλεμος στην περιοχή, όπου ο Ερντογάν δεν παρεμβαίνει», αναφέρει δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Die Zeit και μοιάζει να συμπυκνώνει το νόημα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια ο Τούρκος Πρόεδρος. Ενώ η τουρκική κρατική τηλεόραση τον χαρακτηρίζει ως τον «στρατηγό που κερδίζει ακούραστα νίκες στον κόσμο», ειδικοί εκφράζουν αμφιβολίες κατά πόσον η Τουρκία μπορεί να αντέξει αυτές τις περιπέτειες, αφού η οικονομία καταρρέει και οι στρατιωτικές δαπάνες καταβροχθίζουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Ενώ σφυρίζει αδιάφορα για την κατάρρευση της λίρας και την αποδυνάμωση της χώρας από την πανδημία του κορωνοϊού, ακούραστα διατηρεί στο «κόκκινο» τις κλιμακώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Την ίδια ώρα, επιβεβαιώνει τον αποσταθεροποιητικό του ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, στέλνοντας Σύρους μισθοφόρους και στρατιωτικό εξοπλισμό στη Λιβύη και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.

 

Τα αδιέξοδα της πολιτικής του

Η ολοένα και μεγαλύτερη τάση του Ερντογάν να εμφανίζεται πίσω από πολλές διαμάχες στην ευρύτερη περιοχή, σύμφωνα με αναλυτές, εκτιμάται ότι όχι μόνο δεν θα του επιτρέψει να επιτύχει τον σκοπό του, αλλά αντίθετα θα τον οδηγήσει σε μεγαλύτερο αδιέξοδο. Σημείο κλειδί για την τουρκική εξωτερική πολιτική αποτέλεσε η απόφαση του Ερντογάν ως πρωθυπουργού να αλλάξει τη φιλοσοφία της και να μετατρέψει τη χώρα του σε μια περιφερειακή δύναμη, η οποία θα ήταν σε θέση να επεκτείνει την επιρροή της στις πρώην κτήσεις της επί οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Σύμφωνα με ειδικούς, η ιδέα αυτή καλλιεργήθηκε στη λαϊκή βάση του νεοσουλτάνου και έστρωσε το χαλί για τη μετέπειτα μεγιστοποίηση των εξουσιών του. Εντούτοις, σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, οι σύμμαχοί του πέρα από περιορισμένοι, εμφανίζονται αποδυναμωμένοι. Ενώ οι σύμμαχοί του περιορίζονται στο Κατάρ, τη Σομαλία και την κατακερματισμένη Λιβύη, στην περιοχή ο Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει τα ανοικτά μέτωπα με τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Κύπρο. Το σχέδιό του να ανέλθει από και διαμέσου της επικράτησης των κατά πλειοψηφίαν μουσουλμανικών κρατών δεν φαίνεται ότι μπορεί να πάρει σάρκα και οστά στη συγκεκριμένη συγκυρία, αφού δεν έχει κανέναν απολύτως αξιόπιστο δεσμό με οποιαδήποτε άλλη μουσουλμανική χώρα στην ευρύτερη περιοχή, παρά το γεγονός ότι διεκδικεί ηγετικό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο της Μέσης Ανατολής. Ενώ οι μεσογειακές δυνάμεις βρίσκουν κοινό έδαφος για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, η Τουρκία με την εξωτερική της πολιτική ολοένα και περιθωριοποιείται. Παράλληλα, οι ΗΠΑ, οι οποίες διατηρούσαν καλές σχέσεις με τον Τούρκο Πρόεδρο, φαίνεται να συντάσσονται, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, με τους αντιπάλους του, εάν λάβουμε υπόψη τις προειδοποιήσεις του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ότι «ο εκφοβισμός δεν είναι τρόπος επίλυσης των διαφορών». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ειδικοί σημειώνουν ότι οι παράγοντες που ευνοούσαν την επιθετική εξωτερική πολιτική της χώρας τα προηγούμενα χρόνια έχουν πάψει να υφίστανται, ενώ στην απομόνωση αυτή προστίθεται πλέον και ο καταλυτικός ρόλος της κλυδωνιζόμενης τουρκικής οικονομίας. Θεωρείται μάλιστα ότι η οικονομία είναι η αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν, αφού εάν καταρρεύσει, δεν θα διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να συνεχίσει όλες αυτές τις μάχες στα μέτωπα που άνοιξε. Έτσι κι αλλιώς τα όρια της εξωτερικής πολιτικής είναι άμεσα συνυφασμένα με τις ζημιές που προκαλεί αυτή η στάση στις οικονομικές προοπτικές της χώρας.

Η διασύνδεση του Ναγκόρνο Καραμπάχ με τη Συρία

Ένα άλλο παράδειγμα, που εντάσσεται στην αποσταθεροποιητική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, είναι η στάση που ακολούθησε ο Ερντογάν στη σύγκρουση της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν με αφορμή το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, κατά την οποία στήριξε τη στρατιωτική εκστρατεία των Αζέρων συμμάχων του. Η επιθυμία του να καθορίσει τις διεθνείς εξελίξεις σε συνδυασμό με τη στήριξη ενός παραδοσιακού συμμάχου, με τον οποίο συνδέεται με σημαντικές συμφωνίες σε αμυντικό και ενεργειακό επίπεδο, οδήγησαν τον Ερντογάν να αναμειχθεί ανοικτά σε ακόμα μια ένοπλη σύγκρουση. Η ανάμειξη αυτή, όμως, ανοίγει παράλληλα ένα ακόμα μέτωπο με τη Ρωσία, μετά τη Συρία και εν μέρει τη Λιβύη. Οι σχέσεις των δύο χωρών όμως αναμένεται ότι θα δοκιμαστούν ακόμα περισσότερο μετά την κίνηση της Τουρκίας να μεταφέρει εκατοντάδες μαχητές της συριακής αντιπολίτευσης για να συμμετάσχουν στην εν εξελίξει σύρραξη μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας. Μάλιστα, σύμφωνα με συριακές πηγές, τις οποίες επικαλείται η «Wall Street Journal», εκατοντάδες ακόμη Σύριοι ετοιμάζονται να συμμετάσχουν το επόμενο διάστημα στο εμπόλεμο μέτωπο. Λόγω αυτής της εξέλιξης, ο Ρώσος Υπουργός Άμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τούρκο ομόλογό του, Χουλουσί Ακάρ, ενώ στη συνέχεια η Μόσχα προειδοποίησε εναντίον της πιθανής «μεταφοράς τρομοκρατών-μαχητών» από τη Μέση Ανατολή στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Στο μεταξύ, η εμπλοκή μαχητών της συριακής αντιπολίτευσης έχει καταγγελθεί από τα μέσα Σεπτεμβρίου, με τις πληροφορίες να κάνουν λόγο για σταδιακή μετάβαση των Σύρων ανά ομάδες των 100 ατόμων. Πάντως, ανώνυμες πηγές που επικαλείται το δημοσίευμα διευκρινίζουν ότι αρκετοί από αυτούς έχουν ήδη επιστρέψει στη Συρία, λόγω της βιαιότητας της ένοπλης διαμάχης.

Μια ανησυχητική τάση

Οι αναφορές για τη μεταφορά των Σύρων μισθοφόρων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες επιβεβαιωμένες αποστολές τους στη Λιβύη, καταδεικνύουν ότι η Άγκυρα έστειλε αυτούς τους μαχητές σε δύο ένοπλες συγκρούσεις μέσα στον τελευταίο χρόνο. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ο ισχυρισμός της Άγκυρας ότι προστατεύει αυτούς τους μαχητές στο τελευταίο οχυρό τους στη βορειοδυτική Συρία από το καθεστώς Άσαντ, ενώ την ίδια ώρα τούς στέλνει στην πρώτη γραμμή για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα. Αν και δεν έχει διασαφηνιστεί ο ρόλος τους στη σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, περίπου 1.000 με 1.500 βρίσκονται ήδη στο Αζερμπαϊτζάν. Οι περισσότεροι είναι φτωχοί Σύροι, οι οποίοι στρατολογούνται είτε από τον Συριακό Εθνικό Στρατό (SNA) είτε από τουρκικές ιδιωτικές εταιρείες. Σύμφωνα με ειδικούς, η Τουρκία ακολουθεί το παράδειγμα της Ρωσίας και χρησιμοποιεί μισθοφόρους στις στρατιωτικές της επιχειρήσεις, για δύο λόγους: Αρχικά, αν και κοστίζουν περισσότερο από τον μέσο Τούρκο στρατιώτη, το πολιτικό κόστος για τον Ερντογάν είναι σαφώς μικρότερο, αφού δεν έχει εθνικές απώλειες και αποφεύγει την εσωτερική κατακραυγή. Επίσης, οι μισθοφόροι τού επιτρέπουν να επεμβαίνει στη σύγκρουση αλλά παράλληλα να διατηρεί το επιχείρημα ότι δεν εμπλέκεται στα εσωτερικά άλλων χωρών, αφού τυπικά δεν στέλνει τον δικό του εθνικό στρατό. Αν και δεν πρόκειται για μια πρωτόγνωρη τακτική, η περίπτωση της Τουρκίας ξεχωρίζει, αφού χρησιμοποίησε τους Σύρους αντάρτες εναντίον του κουρδικού YPG, στη συνέχεια τους έστειλε στη Λιβύη και τώρα στο Αζερμπαϊτζάν. Στο ίδιο μοτίβο η Μόσχα σχεδόν έχει αντικαταστήσει τους περισσότερους Ρώσους μισθοφόρους στη Λιβύη με Σύρους, οι οποίοι αποτελούν πιο «φθηνή» λύση. Σε αυτήν την τάση συντείνουν οι χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία, την Υεμένη, τη Λιβύη και το Αφγανιστάν, οι οποίοι ζουν σε καταυλισμούς και εύκολα στρατολογούνται για να συμμετάσχουν σε αυτούς τους πολέμους διά αντιπροσώπων.

Αναδημοσίευση από τη Σημερινή της Κυριακής