Η σχετική ηρεμία στο πεδίο της μάχης στη Συρία έφερε στην επιφάνεια τις υπόγειες συγκρούσεις που σιγόκαιαν εντός του συριακού καθεστώτος, ενώ «άφησε χώρο» για σενάρια ρήξης μεταξύ Δαμασκού και Μόσχας. Ως προς το τελευταίο, μια σειρά από επικριτικά δημοσιεύματα στον ρωσικό Τύπο πυροδότησαν τις φήμες για αλλαγή της στάσης της Ρωσίας προς το καθεστώς Άσαντ, ενώ δημοσίευμα του Bloomberg παρουσίαζε τον Πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, εκνευρισμένο με την «ξεροκεφαλιά του Σύρου συμμάχου του». Παράλληλα, ένας νέος «εμφύλιος» εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος του Προέδρου της Συρίας προκαλεί κλυδωνισμούς στο ήδη ταραγμένο πολιτικό σκηνικό της χώρας, με τους ειδικούς να διαβλέπουν πίσω από τις κινήσεις αυτές ένα σκληρό παιχνίδι εξουσίας. Μέσα σε αυτό το ρευστό πολιτικό περιβάλλον συριακή κυβέρνηση και αντάρτες συμφώνησαν να συναντηθούν στη Γενεύη για διαπραγματεύσεις σχετικά με το σύνταγμα, την ώρα που οι αναφορές θέλουν και τις δύο πλευρές να στέλνουν μισθοφόρους στον πόλεμο που μαίνεται στη Λιβύη.
Το «σχέδιο» ανατροπής του Άσαντ
Ο Απρίλιος σημαδεύτηκε από σημαντικές εξελίξεις, οι οποίες για πρώτη φορά μετά από καιρό δεν αφορούσαν στην εμπόλεμη ζώνη, αλλά στον στενό κύκλο του Προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ. Αυτές οι εξελίξεις δημιούργησαν την εικόνα μιας πρόσθετης αποσταθεροποίησης στη ρημαγμένη από τον εμφύλιο χώρα, την ώρα που κάποιες αναφορές ήθελαν τη Ρωσία να αλλάζει στάση απέναντι στον σύμμαχό της στη Συρία και να απεργάζεται ακόμα και την απομάκρυνσή του. Αρχικά, τις τελευταίες ημέρες αντικείμενο συζήτησης αποτέλεσε η ενδοοικογενειακή κόντρα του Προέδρου της Συρίας με τον Ράμι Μαχλούφ, ξάδελφο και ιδιοκτήτη της Syriatel. Ο τελευταίος, σε δύο βίντεο που αναρτήθηκαν στο Facebook, ζήτησε από τον Άσαντ να μην κατάσχει την περιουσία του, ενώ υποστήριξε ότι οι κατηγορίες που του έχουν προσάψει για χρέη 250 εκατομμυρίων δολαρίων σε φόρους είναι κατασκευασμένες από τις μυστικές υπηρεσίες. Τον Απρίλιο δε, είχαν δημοσιευτεί μια σειρά από επικριτικά άρθρα στον ρωσικό Τύπο, τα οποία χαρακτήριζαν τον Άσαντ «διεφθαρμένο» και καλούσαν «το Κρεμλίνο να απαλλαγεί από τον πονοκέφαλο της Συρίας». Σε ένα από αυτά, μάλιστα, είχε δημοσιευτεί μια δημοσκόπηση που φέρεται να είχε διεξάγει το Foundation for Protection of National Values in Syria και «έδειχνε» ότι μόλις το 32% των συμμετεχόντων θα ψήφιζαν τον Άσαντ στις εκλογές του 2021. Με βάση αυτήν τη δημοσκόπηση είχε συνταχθεί μια αναφορά, στην οποία γινόταν λόγος για «ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα» για απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία, ενώ η ίδια αναφορά εξηγούσε ότι η «Ρωσία σκέφτεται πολύ σοβαρά να κάνει αλλαγές στη Συρία, επειδή η προστασία του καθεστώτος έχει γίνει πλέον βάρος». Με βάση την αναφορά, «η Μόσχα εργαζόταν σε έναν συνδυασμό σεναρίων, μέσα στα οποία ήταν ο διαμελισμός της Συρίας σε τρεις σφαίρες επιρροής, με το ένα κομμάτι να παραμένει κάτω από την ομπρέλα της Ρωσίας και του Ιράν, το άλλο κάτω από την προστασία της Τουρκίας, ενώ το τρίτο θα δινόταν στους Κούρδους, οι οποίοι θα είχαν τη στήριξη των ΗΠΑ». Αυτές οι εξελίξεις εύλογα πυροδότησαν τα σενάρια για ρήξη μεταξύ Μόσχας και Δαμασκού, με κάποιους ερευνητές να μην απορρίπτουν ότι ο Πούτιν έχει χάσει την υπομονή του με τον Άσαντ και κυρίως με την οικονομική διαχείρισή του, αφού χρωστάει σε δάνεια περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια δολάρια στη Ρωσία.
Άλλαξε στάση η Ρωσία;
Παρά το γεγονός ότι ο Πούτιν προχωρεί σε κινήσεις που «ανησυχούν» το συριακό καθεστώς, όπως η διατήρηση επαφών με την αντιπολίτευση και οι στενές επαφές με την Τουρκία, εάν είχε σκοπό να απομακρύνει τον Άσαντ, σίγουρα δεν θα το έκανε μέσω των ΜΜΕ και των δημοσκοπήσεων. Η «καλόπιστη» άποψη πάντως θέλει τα επικριτικά άρθρα που είχαν δημοσιευτεί και σχετίζονται με τον Ρώσο πρώην διπλωμάτη, Alexander Aksenenok, να θεωρούνται καθαρά προσωπικές του απόψεις, τις οποίες δεν ενστερνίζεται η ρωσική ηγεσία. Μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε, ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, αρνήθηκε ότι υπάρχει ρήξη μεταξύ Πούτιν και Άσαντ, ενώ χαρακτήρισε τα άρθρα fake news. Το Aljazeera αναφέρει ότι τα άρθρα αυτά «εξαφανίστηκαν» και αντικαταστάθηκαν από κάποια γενικά fake news για τον Άσαντ με πηγές τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες. Τον δρόμο των επικριτικών άρθρων ακολούθησε και η δημοσκόπηση που ήταν αναρτημένη στην ιστοσελίδα του οργανισμού. Όσον αφορά τους λόγους δημοσιοποίησής τους, υπάρχουν κάποιες πιθανές εξηγήσεις. Αρχικά, θα μπορούσαν να έχουν δημοσιευτεί μετά από εντολή Ρώσων πολιτικών, οι οποίοι δεν βλέπουν με καλό μάτι τις σχέσεις με το συριακό καθεστώς. Από την άλλη, υπάρχει το ενδεχόμενα να συνδέονται με Ρώσους επιχειρηματίες, οι οποίοι προσπαθούν να ασκήσουν έμμεσες πιέσεις προς τον Άσαντ για να εξασφαλίσουν καλύτερες συμφωνίες. Ο Ρώσος ερευνητής Anton Mardasov εξηγεί ότι ενώ η ρωσική κυβέρνηση λόγω της απειλής των κυρώσεων, δεν μπορεί να αναμειχθεί άμεσα στα οικονομικά της Συρίας, οι Ρώσοι ολιγάρχες, οι οποίοι βρίσκονται κοντά στο Κρεμλίνο, αναζητούν συνεχώς επιχειρηματικές ευκαιρίες στην εμπόλεμη χώρα, ενώ πολλές φορές προσλαμβάνουν μισθοφόρους για την προστασία των συμφερόντων τους. Πάντως, ειδικοί αναγνωρίζουν ότι ακόμα και εάν οι Ρώσοι είναι ενοχλημένοι με τους χειρισμούς του Άσαντ, δεν μπορούν να τον εγκαταλείψουν, αφού φαίνεται ότι δεν υπάρχει άλλη βιώσιμη εναλλακτική. Είναι γεγονός ότι από το 2011 ο Πρόεδρος της Συρίας κατάφερε να απαλλαγεί από οποιονδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την εξουσία του, έτσι χωρίς αντικαταστάτη, η Ρωσία δύσκολα θα ριψοκινδύνευε μιαν αποδιοργάνωση του καθεστώτος.
Ο νέος «εμφύλιος»
Την ίδια ώρα η ενδοοικογενειακή κόντρα μεταξύ του Άσαντ και του Ράμι Μαχλούφ δεν θεωρείται τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι εξουσίας του προέδρου της Συρίας, στο οποίο θέλει να καταστήσει σαφές ότι μόνο εκείνος αποφασίζει για το μέλλον της χώρας. Να σημειωθεί ότι αντίστοιχες πιέσεις ασκούνται εναντίον πολλών άλλοτε συμμάχων του, οι οποίοι τα προηγούμενα εννέα χρόνια απολάμβαναν τους καρπούς της φιλίας τους με τον Άσαντ και εδραίωναν την κυριαρχία τους σε τομείς όπως τα ακίνητα, τις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια. Όσον αφορά τον Μαχλούφ, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου παρείχε σημαντική οικονομική βοήθεια στο καθεστώς, ώστε ν’ αντεπεξέλθει στις πολυδάπανες επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών. Σύμφωνα με αναλυτές, με τον πόλεμο να φτάνει στο τέλος του, ο Άσαντ επέλεξε τον ξάδερφό του για να στείλει το μήνυμα στους πρώην συμμάχους του ότι πλέον δεν του είναι χρήσιμοι. Οι εντάσεις μεταξύ των δύο όμως είχαν αρχίσει από το 2018, όταν η ισχύς και η περιουσία του Μαχλούφ είχαν αναπτυχθεί περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Οι αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν, οι οποίες έκλεισαν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης του καθεστώτος, οδήγησαν τη Συρία σε δεινότερη οικονομική θέση, έτσι θεωρείται ότι η στροφή προς την οικονομική ελίτ με το πρόσχημα της εκστρατείες κατά της διαφθοράς ήταν θέμα χρόνου. Έτσι δεν αποτέλεσε έκπληξη όταν τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση ζήτησε από μερίδα πλούσιων επιχειρηματιών να καταθέσουν χρήματα στην κεντρική τράπεζα για να στηρίξουν το νόμισμα, κίνηση η οποία μεταφράστηκε ως «επιχείρηση κατά της διαφθοράς». Αν και μέχρι στιγμής φαίνεται ότι ο Άσαντ έχει το πάνω χέρι στην κόντρα με τον Μαχλούφ, υπάρχει ο κίνδυνος να προκληθεί νέα πολιτική αποσταθεροποίηση, με ένα ενδεχόμενο ρήγμα ανάμεσα στους Αλαουίτες που βρίσκονται εντός των φατριών του συριακού καθεστώτος.
Ο έμμεσος πόλεμος στη Λιβύη
Ενώ οι συγκρούσεις στη Συρία περιορίζονται στις επιθέσεις της Χαγιάτ Ταρίρ αλ-Σαμ σε περιοχές της Ιντλίμπ και ενώ τα δύο αντιμαχόμενα μέρη συμφώνησαν να συναντηθούν στη Γενεύη για διαπραγματεύσεις σχετικά με το σύνταγμα, ένας έμμεσος πόλεμος εκτός συριακού εδάφους φαίνεται ότι διατηρεί ζωντανή τη σύγκρουση. Δεκάδες αναφορές το προηγούμενο διάστημα επιβεβαίωναν ότι η Τουρκία, η οποία στηρίζει την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Φαγέζ αλ Σαράζ, έστελνε μισθοφόρους από την περιοχή της Ιντλίμπ και της Αφρίν στη Λιβύη για να υποστηρίξουν τον σύμμαχό της. Μάλιστα, ο διευθυντής του Συριακού Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ράμι Άμπντελ Ράχμαν εκτιμά ότι ο αριθμός των μισθοφόρων που έστειλε η Άγκυρα στη Λιβύη ξεπερνά τους 9.000, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται και δεκάδες έφηβοι ηλικίας 16 με 18 ετών. Από την άλλη, έκθεση του ΟΗΕ αποκαλύπτει ότι στις αρχές Μαρτίου η παράλληλη κυβέρνηση του Χαφτάρ με έδρα την ανατολική Λιβύη άνοιξε πρεσβεία στη συριακή πρωτεύουσα, ενώ από την 1η Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκαν 33 πτήσεις από τη Δαμασκό στη Βεγγάζη, προπύργιο του στρατάρχη. Η ίδια έκθεση αποκαλύπτει ότι σκοπός των πτήσεων της ιδιωτικής συριακής εταιρείας Cham Winfs ήταν η αποστολή εκατοντάδων μισθοφόρων στο λιβυκό μέτωπο. Οι μισθοφόροι αυτοί φαίνεται μάλιστα να συνδέονται με την ιδιωτική ρωσική εταιρεία Wagner, η οποία βρίσκεται στη Λιβύη και υποστηρίζει τον Χαφτάρ. Την προσέγγιση Άσαντ και Χαφτάρ έναντι της Άγκυρας, του «κοινού εχθρού» τους, επιβεβαιώνει και η επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Συρίας στον ΟΗΕ, Bashar Ja’afari, με την οποία η Δαμασκός καταδίκασε το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο θαλάσσιας οριοθέτησης, χαρακτηρίζοντάς το άκυρο.
Αναδημοσίευση από τη Σημερινή της Κυριακής