Όπως η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, έτσι κι η πανδημία του κορωνοϊού εκτιμάται ότι θα αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο, με τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της να αρχίζουν σταδιακά να γίνονται αντιληπτές. Το βασικό ερώτημα που προσπαθούν να απαντήσουν οι ειδικοί είναι το πώς θα μοιάζει ο κόσμος μετά το τέλος της κρίσης που προκαλεί η πανδημία. Παράλληλα, τίθεται το ζήτημα πώς ο ιός θα καταφέρει να μεταβάλει όχι μόνο το διεθνές σύστημα ή τις χώρες αλλά και τον κοινωνικό ιστό και τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Στο μικροσκόπιο της ανάλυσης βρίσκεται επίσης η διαχείριση της κρίσης από τις εθνικές κυβερνήσεις και το δίλημμα μεταξύ της εκχώρησης εξουσιών με αντάλλαγμα την παροχή προστασίας και ασφάλειας.
Η αλλαγή σε προσωπικό επίπεδο
Η πιο άμεση αλλαγή που εκτιμάται ότι θα επέλθει μετά την κρίση του κορωνοϊού θα είναι η προσωπική. Η γλωσσολόγος Deborah Tannen παρατηρεί ότι κάθε κρίση είναι μια ευκαιρία ο άνθρωπος να κοιτάξει λίγο παραπέρα από το προφανές και το συνηθισμένο. Για παράδειγμα στο τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν ότι ήταν τρωτοί σε πανωλεθρίες, οι οποίες πίστευαν ότι μπορούσαν να συμβούν μόνο σε μακρινές χώρες. Η οικονομική κρίση του 2008 δίδαξε στους ανθρώπους ότι οι καταστροφές προηγούμενων περιόδων μπορούσαν να επανέλθουν στη σημερινή εποχή. Αυτή η απώλεια της «αθωότητας» είναι και η κινητήριος δύναμη για την αλλαγή στον τρόπο οπτικής των ανθρώπων. Πλέον γνωρίζουμε ότι το να αγγίζουμε πράγματα, το να είμαστε κοντά σε άλλους ανθρώπους και να αναπνέουμε τον ίδιο αέρα σε κλειστούς χώρους μπορεί να είναι ριψοκίνδυνο. Ακόμα και μετά το πέρας αυτής της δραματικής κατάστασης, αυτή η αίσθηση δεν θα εξαφανιστεί τελείως. Σύμφωνα μάλιστα με την ειδικό, ίσως για κάποιους ανθρώπους μετατραπεί σε δεύτερη φύση η αποφυγή χειραψίας με άλλα άτομα, το άγγιγμα του προσώπου και η ανάγκη να πλένει συνεχώς τα χέρια του. Με τον ίδιο τρόπο ίσως ο άνθρωπος να αρχίσει να νιώθει πιο άνετα όντας μόνος παρά το αντίθετο, δημιουργώντας τις συνθήκες για μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο αντίληψης της καθημερινότητας. Με βάση αυτά τα συμφραζόμενα εύκολα η ερώτηση «υπάρχει κάποιος λόγος να το κάνω μέσω διαδικτύου;» μπορεί να μετατραπεί σε «υπάρχει κάποιος λόγος να το κάνω δια της επαφής;», σηματοδοτώντας με αυτό τον τρόπο μια ανατροπή στον παραδοσιακό τρόπο διεπίδρασης και ανθρώπινης επικοινωνίας.
Η αποκατάσταση της πίστης στους ειδικούς
Η απόλυτη εξάρτηση από τους επαγγελματίες υγείας δύναται να οδηγήσει τον κόσμο σε μια μεταβολή ως προς τον τρόπο αποδοχής πληροφοριών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με αναλυτές, λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού ο κόσμος αναγκάστηκε να δέχεται την τεκμηριωμένη άποψη των ειδικών. Στην προ του κορωνοϊού εποχή ήταν εύκολο για τους πολίτες να χλευάσουν τις απόψεις των επιστημόνων σε αντίθεση με τώρα, όπου οι απόψεις αυτές ουσιαστικά καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την καθημερινότητα των ανθρώπων αλλά και τα μέτρα που λαμβάνει ολόκληρος ο κόσμος για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας. Ο Ισραηλινός δημοσιογράφος και συγγραφέας, Γιουβάλ Νόα Χαράρι, σε άρθρο του στους Financial Times, υποστηρίζει ότι δεν είναι αργά να ανοικοδομηθεί η εμπιστοσύνη των ανθρώπων σε μια σειρά από παράγοντες, μέσα στους οποίους είναι και η επιστημονική κοινότητα. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι η επιστημοσύνη τους θα μπορούσε να ενδυναμώσει τους πολίτες, αναφέροντας το παράδειγμα των νέων τεχνολογιών. Εκτιμά ότι η επιδημία του κορωνοϊού συνιστά ουσιαστικά μια μεγάλη δοκιμασία της κοινωνικής ευθύνης. Τις μέρες που έρχονται ο καθένας πρέπει να επιλέξει να εμπιστευτεί τα επιστημονικά δεδομένα και τους ειδικούς στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και όχι τις αβάσιμες θεωρίες συνωμοσίας και πολιτικούς που νοιάζονται μόνο για τους εαυτούς τους.
Η κρίση ενδυναμώνει τους θεσμούς
Η ιστορικός Margaret O’Mara παρατηρεί ότι η πανδημία του κορωνοϊού έχει ήδη ενδυναμώσεις τους πολιτικούς θερμούς και τείνει να αποκαταστήσει την πίστη, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, στους κρατικούς αξιωματούχους. Αυτό καταδεικνύει το γεγονός ότι ανά το παγκόσμιο ο κόσμος πλέον βρίσκεται συντονισμένος για να ακούσει τις καθημερινές εξελίξεις από τους λειτουργούς υγείας, ακολουθεί τις οδηγίες από τους κυβερνώντες και αποζητάει βοήθεια και ελπίδα από τους ηγέτες της χώρας. Ακόμα και στην περίπτωση των ΗΠΑ οι πολίτες πλέον τείνουν να συνειδητοποιήσουν ότι οι θεσμοί και οι αξίες που ο ίδιος ο πρόεδρος της χώρας, Ντόναλτ Τραμπ, περιγελούσε είναι σημαντικοί για τη λειτουργία της δημοκρατίας αλλά και για την ικανότητα αποτελεσματικής διαχείρισης της κρίσης. Παράλληλα, οι πολίτες συνειδητοποιούν ότι οι θεσμοί του κράτους πρέπει να έχουν στις τάξεις τους ειδικούς και όχι επαγγελματίες πολιτικούς, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται βασιζόμενες στην επιστημοσύνη και την ιστορική και γεωπολιτική γνώση. Εντούτοις, πολιτικοί αναλυτές παρατηρούν ότι το πιο κρίσιμο για τη διακυβέρνηση είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αλήθεια. Ιστορικοί αντλώντας διδάγματα από την πανδημία της ισπανικής γρίπης, η σκότωσε περίπου 50 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο, αναφέρουν ότι «αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία πρέπει με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών και ο τρόπος για να γίνει αυτό είναι να μη διαστρεβλώνουν τίποτα, να μην ωραιοποιούν την κατάσταση και να μην χειραγωγούν κανένα».
Η άλλη όψη του νομίσματος
Από την άλλη υπάρχει η άποψη ότι πολλές κυβερνήσεις, οι οποίες θα υιοθετήσουν έκτακτα μέτρα για να διαχειριστούν την κρίση, θα διστάσουν να απωλέσουν αυτές τις νέες εξουσίες όταν η πανδημία θα τελειώσει. Για τον Χαράρι αυτές οι κυβερνήσεις δεν θα δυσκολευτούν να βρουν προφάσεις για να επιτείνουν τις εξουσίες τους πάνω στον έλεγχο των πολιτών. Για παράδειγμα, ορισμένες κυβερνήσεις θα μπορούν να ισχυριστούν ότι πρέπει να διατηρήσουν τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών τους που μάζεψαν εν όψει της κρίσης, επειδή φοβούνται λόγου χάρη ένα δεύτερο κύμα κορωνοϊού. Για τον ειδικό, τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονη συζήτηση για τα προσωπικά δεδομένα και η κρίση του κορωνοϊού αποτελεί σημείο καμπής, αφού οι άνθρωποι καλούνται να επιλέξουν είτε την προστασία της ιδιωτικότητάς τους είτε την υγειά. Ο Χαράρι όμως χαρακτηρίζει αυτή την κατάσταση ως ένα «ψευτοδίλημμα», αφού ο πολίτης θα μπορούσε να έχει και τα δύο εξασφαλισμένα. Φέρνει μάλιστα τα επιτυχημένα παραδείγματα περιορισμού του ιού της Νότιας Κορέας, της Ταϊβάν και της Σιγκαπούρης. Αυτές οι χώρες παρά το γεγονός ότι χρησιμοποίησαν εφαρμογές παρακολούθησης, στηρίχθηκαν πολύ περισσότερο στη διενέργεια εξετάσεων για τον κορωνοϊό σε ευρύ φάσμα του πληθυσμού, στην ειλικρινή αναφορά της κατάστασης και στην προθυμία συνεργασίας ενός καλά πληροφορημένου κοινού.
Ένας κόσμος λιγότερο ανοιχτός και ελεύθερος
Η πανδημία του κορωνοϊού εκτιμάται ότι είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια κρίση του αιώνα. Τα πιο δυσοίωνα σενάρια προβλέπουν ότι οι οικονομικές της επιπτώσεις θα είναι χειρότερες από την οικονομική κρίση του 2008. Αυτή η κρίση λοιπόν δεν αναμένεται ότι θα αφήσει ανεπηρέαστο το διεθνές σύστημα και την ισορροπία δυνάμεων. Ήδη οι διαφωνίες Κίνας- ΗΠΑ γύρω από το ποιος ευθύνεται για την εξάπλωση του κορωνοϊού αφαιρούν σημαντικό μέρος της αξιοπιστίας τους ως προς την αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος που είναι η ίδια η πανδημία. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με αναλυτές, εάν η ΕΕ δεν μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των 500 εκατομμυρίων πολιτών της, οι εθνικές κυβερνήσεις δεν αποκλείεται να αφαιρέσουν εξουσίες από τις Βρυξέλλες στο μέλλον. Αυτή η ανασφάλεια επιταχύνει την αλλαγή σκυτάλης της επιρροής από τη δύση στην ανατολή. Νότια Κορέα και Σιγκαπούρη είχαν καλύτερες επιδόσεις στη διαχείριση της κρίσης, ενώ τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η Κίνα, πάρα τα λάθη που έπραξε στο ξέσπασμα της πανδημίας. Από την άλλη, Ευρώπη και ΗΠΑ κατηγορήθηκαν ότι είχαν αργά αντανακλαστικά με αποτέλεσμα να ξεφύγει από τον έλεγχό τους η κατάσταση. Ακόμα όμως και εάν αλλάξουν οι ισορροπίες ισχύος, η θεμελιώδης συγκρουσιακή φύση της διεθνούς πολιτικής θα παραμείνει η ίδια. Έτσι κι αλλιώς ούτε οι προηγούμενες κρίσεις ήταν ικανές να αλλάξουν αυτή τη σταθερά, ενώ υπάρχει η εκτίμηση ότι θα υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό η παγκοσμιοποίηση, αφού οι πολίτες θα στραφούν προς τις εθνικές κυβερνήσεις για προστασία και τα κράτη και οι επιχειρήσεις θα αναζητήσουν πιο ασφαλή καταφύγια για τις μελλοντικές κρίσεις.