Η όποια συμφιλίωση με την ΗΠΑ-Τουρκίας πρέπει να έρθει μόνο με μια να τίμημα και γιατί όχι η Ουάσινγκτον να απαιτήσει την πλήρη αποχώρηση από την Κύπρο του τουρκικού στρατού και των εποίκων, γράφει σε πρόσφατη ανάλυσή του ο Μάικλ Ρούμπιν είναι συνεργάτης του Washington Examiner's Beltway Confidential blog, μόνιμος υπότροφος στο American Enterprise Institute και πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου
Ακολουθεί ολόκληρη μετάφραση του άρθρου
Ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρ.Τ. Ερντογάν απειλεί να πολεμήσει απευθείας με το συριακό στρατό εάν ο Σύρος Πρόεδρος Μπασάρ Ασάντ δεν σταματήσει την επίθεσή του στο Idlib, την τελευταία σημαντική ζώνη που ελέγχεται από τη Συριακή Αντιπολίτευση. Ενώ ο Ερντογάν φαντάστηκε τον εαυτό του ως δάσκαλο της τακτικής, μαθαίνει τώρα ότι ήταν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν που τον έπαιζε στα δάχτυλά του. Ο Ερντογάν απέρριψε συμμαχία δεκαετιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια σύντομη σχέση, μόνο για να ανακαλύψει ότι η επαγγελματική προσφορά αγάπης του Πούτιν ήταν για πιο περιορισμένους στόχους.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν έχει βρεθεί εκτός παιχνιδιού. Αλλά, αφού σκόπιμα απορρίπτει τη σχέση της Τουρκίας με τις Η.Π.Α., είναι ώρα η Ουάσινγκτον να παίξει σκληρά. Εκείνοι που λένε ότι πέρα από τον Ερντογάν, η Τουρκία είναι πολύ σημαντική για τις ΗΠΑ για να της γυρίσουν την πλάτη, πιθανότατα υποτιμούν τον διαβρωτικό αντίκτυπο 17 χρόνων Ερντογανισμού, την υποκίνηση και την κατήχηση που μεταδίδονται μέσω των μηνυμάτων ή τη διδασκαλία στα σχολεία της Τουρκίας και τη δημογραφική αλλοίωση.
Αν ο Ερντογάν κάνει έναν ρεαλιστικό υπολογισμό ότι δεν μπορεί πλέον να εμπιστευτεί τη Μόσχα και θέλει μεγαλύτερη εξισορρόπηση με την Ουάσινγκτον, τότε ο Λευκός Οίκος, το Κογκρέσο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επιτρέψουν στην Τουρκία να γυρίσει πίσω στην ομάδα αλλά μόνο με ένα αντίτιμο.
Έχουν περάσει περισσότερα από 45 χρόνια από τότε που οι τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο. Ο στόχος της Τουρκίας ήταν να εμποδίσει την κυπριακή κυβέρνηση και το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να σχεδιάσουν την Ένωση, που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική τουρκική μειονότητα της Κύπρου. Ακόμα κι αν αυτό το κίνητρο ίσχυε, η κρίση πέρασε σύντομα. Η ελληνική χούντα κατέρρευσε και η Ελλάδα πέρασε στη δημοκρατία το Νοέμβριο του 1974. Οποιοσδήποτε λόγος για να παραμείνουν στην Κύπρο οι τουρκικές δυνάμεις εξέλειπε.
Ωστόσο, η Τουρκία είχε άλλα σχέδια.
Αυτό που ξεκίνησε ουσιαστικά ως αποστολή διάσωσης μιας πολιορκημένης μειονότητας, μετατράπηκε σε μια ανοικτή και ιμπεριαλιστική αρπαγή γης που σήμερα χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά μη Κύπριων εποίκων στην τουρκική ζώνη, αυτοανακηρυγμένης ως ανεξάρτητη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, την οποία μόνο η Άγκυρα αναγνωρίζει και την κλοπή των κυπριακών πόρων που, εάν αφεθούν στα κυπριακά χέρια, θα μπορούσαν να ωφελήσουν και να ενώσουν όλους τους Κύπριους, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνότητας.
Δυστυχώς, τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της Τουρκίας στην Κύπρο έχουν γίνει κανόνας και όχι εξαίρεση.
Οι τουρκικές δυνάμεις έχουν εισβάλει στο Ιράκ και αρνούνται να φύγουν. Και τα τελευταία δύο χρόνια, η Τουρκία κατέλαβε, επίσης, ευρείες περιοχές συριακής επικράτειας, πρώτα στην Αφρίν και πιο πρόσφατα ανατολικά του Ευφράτη.
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της τουρκικής κρατικής τηλεόρασης, ο Ερντογάν δεν διέταξε τις τουρκικές δυνάμεις να μπουν στη Συρία για να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία. Εξάλλου, δεν μπορούσε να παράσχει αποδείξεις ότι είχε ξεκινήσει κάποια τρομοκρατική επίθεση από περιοχές που ελέγχονταν από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις αφού, πράγματι, οι συριακές κουρδικές δυνάμεις είχαν διασφαλίσει τα σύνορα και εμπόδιζαν την τρομοκρατία.
Αντίθετα, ο Ερντογάν θέλησε:
Πρώτον να κάνει εθνοκάθαρση στην περιοχή των Κούρδων και να λεηλατήσει τους πόρους τους,
Δεύτερον, να προκαλέσει στους Τούρκους έντονα και παθιασμένα εθνικά αισθήματα για να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από την ύφεση και,
Τρίτον, να διεκδικήσει τον τίτλο του στρατιωτικού ήρωα, προκειμένου να εδραιώσει την κληρονομιά του πιο μεγάλου ηγέτη από την εποχή του Μ. Κεμάλ, ο οποίος ίδρυσε τη σύγχρονη Τουρκία πριν από περίπου έναν αιώνα.
Ήταν ένα κυνικό σχέδιο και ο Ερντογάν δεν έχει κανέναν άλλον να κατηγορεί παρά μόνο τον εαυτό του για την αποτυχία του.
Το στρατιωτικό αντίτιμο της αποτυχίας αυτής θα είναι δύσκολο για όλους τους Τούρκους να το καταβάλλουν.
Όπως η Σαουδική Αραβία ανακάλυψε με την Υεμένη ότι είναι πολύ πιο εύκολο να στείλει δυνάμεις παρά να τις απομακρύνει.
Και όπως οι Η.Π.Α. έχουν ανακαλύψει στο Βιετνάμ, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και αλλού, ότι δεν υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις εύκολη επιτυχία.
Το διπλωματικό τίμημα θα πρέπει επίσης να είναι υψηλό. Αμερικανοί διπλωμάτες, όπως ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Άγκυρα Jim Jeffrey, λένε ότι η Αμερική χρειάζεται την Τουρκία.
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί: Η Τουρκία χρειάζεται την Αμερική. Ωστόσο, το τίμημα οποιασδήποτε διπλωματικής υποστήριξης θα πρέπει να είναι υψηλό:
Τίποτα λιγότερο από την πλήρη απόσυρση όλων των τουρκικών δυνάμεων και των εποίκων από την Κύπρο, το Ιράκ και τη Συρία.
(H μετάφραση από τα αγγλικά είναι του Παντελή Σαββίδη)