Θύμα της πολιτικής αστάθειας και των χειρισμών Ερντογάν συνεχίζει να είναι η τουρκική οικονομία που οδεύει από το κακό στο χειρότερο, με το μέλλον να προδιαγράφεται δυσοίωνο. Για την κατάσταση της οικονομίας της χώρας και την επόμενη μέρα μίλησε στην Πρώτη Εκπομπή του Ράδιο Πρώτο ο Επίκουρος Καθηγητής στη Διεθνή Επιχειρηματικότητα, Διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος ΜΒΑ και μέλος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus, Παναγιώτης Κοντάκος
Ακολουθεί η συνέντευξη:
K. Κοντάκο, με την ολοκλήρωση των επαναληπτικών δημοτικών εκλογών στην Κωνσταντινούπολη την Κυριακή, η πολιτική οικονομία της γείτονος χώρας φαίνεται να περιπλέκεται. Πώς θα τo σχολιάζατε;
Η απώλεια μεγάλων πόλεων στις τοπικές δημοτικές εκλογές της Τουρκίας επιφέρει κατ’ αρχήν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις για το κυβερνών κόμμα AKP. Ταυτόχρονα, αποτελεί πλήγμα για τα επιχειρηματικά δίκτυα υποστήριξης που είχαν πατρονάρει αποφασιστικά την επέκταση της βάσης των ψηφοφόρων του κόμματος εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Η ανάληψη της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας από δημάρχους της αντιπολίτευσης τερματίζει 25 χρόνια κυριαρχίας του AKP στις δύο πόλεις, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη εκλογική αποτυχία του κόμματος από τότε που ανέβηκε στην εξουσία το 2002. Η τελική απώλεια του μητροπολιτικού δήμου της Κωνσταντινούπολης, ιδιαιτέρως, αποτέλεσε ένα πρόσθετο σοκ, δεδομένου ότι είναι η πόλη όπου ο πρόεδρος Ερντογάν ξεκίνησε την εξουσία του ως δήμαρχος το 1994.
Τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν στις λοιπές απώλειες των πρόσφατων δημοτικών εκλογών της 31ης Μαρτίου, όπως της Σμύρνης, κάστρου της αντιπολίτευσης και τρίτης μεγαλύτερης πόλης της χώρας, της Αττάλειας, που αποτελεί το κέντρο της βασικής τουριστικής βιομηχανίας της Τουρκίας, καθώς και των Αδάνων και της Μερσίνης, των δύο άλλων μεγάλων οικονομικών κέντρων.
Επομένως, στον απόηχο των πρόσφατων δημοτικών εκλογών, διαμορφώνεται στην Τουρκία ένα είδος «διπλής διοίκησης». Σε τοπικό επίπεδο, η αντιπολίτευση του CHP ενισχύεται, έχοντας κερδίσει τους οικονομικούς κόμβους της χώρας παρά τη συνολική στήριξη του 30%. Σε κεντρικό επίπεδο, το AKP κρατάει την κυβέρνηση, αλλά εισέρχεται σε παρακμή και κυρίως στερείται της συνέργειας των τοπικών διοικήσεων που από καιρό απήλαυε.
Δεδομένης της ισορροπίας ισχύος μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των δημοτικών αρχών στην Τουρκία, μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι η ανάληψη της τοπικής εξουσίας από την αντιπολίτευση δεν έχει μεγάλη σημασία. Από πέρυσι, ο πρόεδρος Ερντογάν έχει κυβερνήσει τη χώρα υπό ένα εκτελεστικό σύστημα προεδρίας που συγκεντρώνει την εξουσία όχι απλώς στην κεντρική κυβέρνηση αλλά στα χέρια του. Ποια είναι η άποψή σας για αυτό;
Πράγματι, οι τοπικές διοικήσεις απολαμβάνουν σχετικά περιορισμένα μέσα όσον αφορά τους διαθέσιμους πόρους και τις δαπάνες. Μόνο το 12% των 4,3 εκατ. δημοσίων υπαλλήλων της Τουρκίας απασχολείται στην τοπική αυτοδιοίκηση, η χρηματοδότηση της οποίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κεντρική κυβέρνηση.
Ωστόσο, η απώλεια της τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδιαίτερα στις επαρχίες που αντιπροσωπεύουν τους κύριους οικονομικούς κόμβους και οι οποίες διαθέτουν τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα της χώρας, ισοδυναμεί με την απώλεια ενός εκ των δύο πολιτικών βραχιόνων του ΑΚΡ.
Το 2017, μόνο η Κωνσταντινούπολη συνεισέφερε το 31% του ΑΕΠ της Τουρκίας, ακολουθούμενη από την Άγκυρα με 9% και τη Σμύρνη με 6%. Μαζί με την τουριστική πρωτεύουσα Αττάλεια, η οποία συνεισέφερε περισσότερο από 3%, οι τέσσερις αυτές περιοχές αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται περίπου σε 60% με την προσθήκη άλλων εμπορικών, γεωργικών και τουριστικών κέντρων όπως των Αδάνων, της Μερσίνης, του Αϊδινίου και των Μούγλων, όπου οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης του CHP κέρδισαν δημαρχιακά γραφεία σε επαρχιακές πρωτεύουσες.
Η Κωνσταντινούπολη, μάλιστα, αποτέλεσε το επίκεντρο της πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης της κυβέρνησης, η οποία επικεντρώθηκε στην τόνωση των κατασκευών και της εγχώριας ζήτησης και, κατά την περίοδο της ακμής της, βοήθησε το AKP να επεκτείνει σημαντικά τη βάση των ψηφοφόρων του.
Ενδεικτικά, η προηγούμενη αναζωογόνηση των επενδύσεων που βασίστηκε αποκλειστικά σε μεγαλόπνοα έργα στον κατασκευαστικό τομέα (όπως π.χ. η νέα τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου και το νέο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης) αναμένεται τώρα να εξασθενίσει, περιορίζοντας τα μέσα χρηματοδότησης στελεχών και υποστηρικτών του κόμματος εξουσίας.
Εν μέσω οικονομικής κρίσης, όλα τα παραπάνω στερούν την κυβέρνηση του ΑΚΡ σημαντικών μέσων στήριξης και ταυτόχρονα θέτουν περιορισμούς στην συνέχιση μίας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Αναφέρατε ότι η τουρκική οικονομία είναι αντιμέτωπη με την ύφεση την περίοδο αυτή. Πώς μεταφράζεται αυτό για τους Τούρκους πολίτες και τις επιχειρήσεις;
Η τουρκική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 3% το τελευταίο τρίμηνο του 2018. Επίσης, σημειώθηκε κάμψη κατά 2,6% το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, που αναμένεται να επεκταθεί και στο δεύτερο τρίμηνο. To ΔΝΤ εκτιμά ότι η οικονομία της Τουρκίας θα υποχωρήσει κατά 2,5% φέτος, προτού αυξηθεί με τον ίδιο ρυθμό το επόμενο έτος (World Economic Outlook, IMF, April 2019).
Οι δημόσιες επενδύσεις τίθενται σε αναμονή και τα φορολογικά έσοδα της κεντρικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθούν, πράγμα που σημαίνει ότι οι πόροι που θα μεταφερθούν στις τοπικές διοικήσεις θα συρρικνωθούν επίσης. Εκτός αυτού, οι δήμοι που θα αναλάβει το CHP είναι πολύ χρεωμένοι.
Ο ετήσιος πληθωρισμός τιμών καταναλωτή ανήλθε σε 18,7% τον Μάιο, χωρίς να παρουσιάζει σημεία επιβράδυνσης. Ο πληθωρισμός των τροφίμων είναι ακόμη υψηλότερος, φθάνοντας το 28%.
Το ποσοστό ανεργίας είναι ακόμη πιο ανησυχητικό και ανέρχεται σήμερα σε 14,1%, με τον αριθμό των ανέργων να εκτιμάται στα 8 εκατομμύρια, ενώ πολλοί νέοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό.
Ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών υποχώρησε στο 55,3 τον Μάιο, που αποτελεί ιστορικά το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 17 ετών που προσμετράται.
Οι επιχειρηματίες παρομοίως παραμένουν απαισιόδοξοι. Εκείνοι που δραστηριοποιούνται στον τομέα του λιανικού εμπορίου εκφράζουν ανησυχίες για το μέλλον. Δεκάδες κατασκευαστικές εταιρείες έχουν περιέλθει σε καθεστώς διαδικασίας πτώχευσης, επιφέροντας σημαντικά πλήγματα στους χιλιάδες εργαζομένους που απασχολούσαν.
Η αυτοκινητοβιομηχανία, που αποτέλεσε βασικό σκέλος του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο στηρίχθηκε σε ξένα κεφάλαια, ενθαρρύνοντας παράλληλα την παραγωγή που επικεντρώνεται στην εγχώρια αγορά και την κατανάλωση, και η οποία συνδέεται με χιλιάδες τομείς της αλυσίδας παραγωγής, αντιμετωπίζει σημαντική κάμψη.
Το 2018, η Τουρκία ήταν ο 14ος μεγαλύτερος παραγωγός μηχανοκίνητων οχημάτων στον κόσμο. Η παραγωγή του 1,5 εκατομμυρίου οχημάτων αντιπροσώπευε περίπου το 1,5% της παγκόσμιας παραγωγής. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία για τους πρώτους πέντε μήνες του 2019, οι πωλήσεις έχουν μειωθεί ετησίως κατά 50%, λόγω επίσης του αυξημένου κόστους παραγωγής εξαιτίας των ακριβότερων εισαγόμενων ενδιάμεσων πρώτων υλών που απαιτούνται.
Μέσα σε αυτή την παρατεταμένη απαισιοδοξία σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές της χώρας, οι εγχώριοι και ξένοι φορείς εγκαταλείπουν όλο και περισσότερο την τουρκική λίρα, της οποίας η υποτίμηση συνεχίσθηκε από την αρχή του έτους και ανέρχεται σε 10% έναντι του δολαρίου.
Και μία τελευταία ερώτηση. Ποια είναι η εκτίμησή σας για την πορεία της τουρκικής οικονομίας την προσεχή περίοδο;
Ο πρόεδρος Ερντογάν είχε διακηρύξει στο παρελθόν: «Όποιος κερδίζει την Κωνσταντινούπολη, κερδίζει την Τουρκία» και «Όποιος χάνει την Κωνσταντινούπολη, χάνει την Τουρκία».
Το πιο κρίσιμο στοιχείο της προοπτικής για την τουρκική οικονομία είναι το περιβάλλον κρίσης το οποίο αναδύεται: το δυσμενές κλίμα της παγκόσμιος οικονομίας και μία εσωτερική πολιτική σκηνή απρόσμενα συνθετότερη μετά τις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης.
Η ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας αναμενόταν από καιρό να μεταφέρει το επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών και των οικονομικών ανισορροπιών.
Αντί αυτού, εξωτερικά πολιτικά ζητήματα, όπως η προμήθεια ή όχι των ρωσικών συστημάτων S-400, υπερισχύουν την περίοδο αυτή της κακής οικονομίας.
Εν κατακλείδι, η ασφαλέστερη πρόβλεψη είναι ότι η Τουρκία θα παραμείνει απρόβλεπτη για το άμεσο μέλλον.