Την προηγούμενη εβδομάδα, στο διεθνή Τύπο κυριάρχησαν αναλύσεις για την εξελισσόμενη στρατηγική των ΗΠΑ στην Ουκρανία και άλλα φλέγοντα ζητήματα της διεθνούς σκακιέρας. Ειδικότερα, δημοσιογράφοι και αναλυτές εστίασαν στην πιθανή αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον, η οποία εκτιμήθηκε από κάποιους ως υποχώρηση έναντι της Ρωσίας, ενώ άλλοι διέκριναν μια πιο σύνθετη προσέγγιση.

Παράλληλα, η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης για επιβολή δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο προκάλεσε έντονη ανησυχία για κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, με προβλέψεις για πληθωριστικές πιέσεις και επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις.

Τέλος, η αυξανόμενη επιρροή περιφερειακών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση του παραδοσιακού ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ, αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού, με έμφαση στις πιθανές συνέπειες για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Ο δυτικός Τύπος

Στο άρθρο του με τίτλο «Τι να σκεφτούμε για την εξελισσόμενη στρατηγική Τραμπ στην Ουκρανία;» που δημοσιεύτηκε από το The Atlantic Council στις 12 Φεβρουαρίου, ο Daniel Fried εξετάζει την αναδυόμενη στρατηγική της κυβέρνησης Ντόναλτ Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η στρατηγική αυτή φάνηκε να διαμορφώνεται από τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Τραμπ με τον Πούτιν και τον Ζελένσκι, καθώς και από τη δήλωση του Υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ σε συνάντηση της Ομάδας Επαφών για την Ουκρανία στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Ο Fried αναλύει τις αντιδράσεις στις δηλώσεις του Χέγκσεθ, ο οποίος χαρακτήρισε την αποκατάσταση των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της Ουκρανίας «μη ρεαλιστική», την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως «μη ρεαλιστική έκβαση μιας διαπραγματευτικής συμφωνίας» και τόνισε την ανάγκη για ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας μετά τον πόλεμο, οι οποίες υποστηρίζονται από ευρωπαϊκά (και απροσδιόριστα μη ευρωπαϊκά) στρατεύματα, αλλά όχι και από αμερικανικά στρατεύματα που θα σταθμεύουν στην Ουκρανία. Πολλοί κριτικοί, συμπεριλαμβανομένων Ουκρανών, θεώρησαν αυτές τις δηλώσεις ως αδικαιολόγητες υποχωρήσεις προς τη Ρωσία, που αποδυναμώνουν τη διαπραγματευτική θέση των ΗΠΑ πριν από την έναρξη οποιωνδήποτε συνομιλιών. Παρά τις ανησυχίες αυτές, ο Fried υποστηρίζει ότι μια πιο προσεκτική ανάγνωση των δηλώσεων του Χέγκσεθ υποδηλώνει μια πιο σύνθετη και πιθανώς πιο δυναμική προσέγγιση από την μεριά της κυβέρνησης Τραμπ. Η αποκατάσταση των συνόρων με στρατιωτικά μέσα δεν είναι μεν εφικτή βραχυπρόθεσμα, αλλά την ίδια στιγμή ο Χέγκσεθ δεν άσκησε πίεση στην Ουκρανία να παραχωρήσει εδάφη, ούτε υπαινίχθηκε ότι οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να αναγνωρίσουν τη ρωσική κατοχή του 20% της χώρας. Επιπλέον, ο Fried σημειώνει ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τη Ρωσία, αλλά η προοπτική αυτή δεν πρέπει να αποκλειστεί για το μέλλον. Τέλος, αναγνωρίζει ότι οι ΗΠΑ δεν θα στείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία, αλλά παρ’ όλα αυτά η ευρωπαϊκή υποστήριξη θα χρειαστεί την αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη.

Στο άρθρο της «Εμπορικός πόλεμος και ανοησία», που δημοσιεύτηκε στις 11 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα O Globo, η Míriam Leitão αναλύει τις επιπτώσεις της επιβολής δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι το πρόβλημα υπερβαίνει τον χάλυβα και αφορά μια ευρύτερη πορεία προς την ανοησία. Η Leitão σημειώνει πως ο Αμερικανός πρόεδρος ενεργεί βάσει παρορμήσεων, χωρίς σαφές σχέδιο, και χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του ως «πρωτογονισμό με τόλμη». Η αρθρογράφος τονίζει ότι η αύξηση των δασμών θα οδηγήσει σε πληθωρισμό στις ΗΠΑ, καθώς το εισαγόμενο ατσάλι θα γίνει ακριβότερο για τις αμερικανικές εταιρείες, επηρεάζοντας ένα ευρύ φάσμα βιομηχανιών. Για τη Βραζιλία, οι συνέπειες είναι άμεσες, δεδομένου ότι σχεδόν το ήμισυ των εξαγωγών χάλυβα κατευθύνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Leitão υπογραμμίζει την άγνοια του Τραμπ για βασικά οικονομικά ζητήματα, όπως το ότι η μείωση του ελλείμματος σε μια χώρα μπορεί να αυξήσει το έλλειμμα σε κάποια άλλη. Επιπλέον, εξηγεί ότι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ χρηματοδοτείται από επενδυτές, πράγμα που ωφελεί ουσιαστικά τη χώρα. Η Leitão καταλήγει ότι ένας εμπορικός πόλεμος και η γενικευμένη αύξηση των δασμών είναι επιζήμια για την παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας λιγότερη ανάπτυξη, περισσότερο πληθωρισμό και υψηλότερα επιτόκια. Με βάση αυτά η αρθρογράφος συμβουλεύει τη Βραζιλία να αντιδράσει με σύνεση και αυτοσυγκράτηση.

Στο άρθρο γνώμης «Αμερικανική εξωτερική πολιτική: Ο Ντόναλντ Τραμπ αναδιαμορφώνει τον κόσμο. Αλλά το αποτέλεσμα δεν θα του αρέσει», που δημοσιεύτηκε στις 10 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα Guardian, η Nesrine Malikεξετάζει πώς η ασυνεπής προεδρία του Τραμπ μετασχηματίζει το παγκόσμιο σκηνικό, οδηγώντας σε σταθερότερες συμμαχίες μεταξύ χωρών και, τελικά, σε μια λιγότερο ισχυρή Αμερική. Η Malik υποστηρίζει πως, παρά την προβολή ισχύος και επιρροής, ο Τραμπ αποσύρει τις ΗΠΑ από τον ηγετικό τους ρόλο στην παγκόσμια σκηνή, μετατρέποντάς τις σε μια δύναμη που ενεργεί επιλεκτικά, βασιζόμενη αποκλειστικά στα δικά της συμφέροντα και σε περιορισμένες συμμαχίες. Η αρθρογράφος αναφέρει ιδιαίτερα την εγκατάλειψη των άλλοτε διακηρυγμένων αρχών περί ηθικής και προάσπισης της δημοκρατίας, με την αμερικανική εξωτερική πολιτική να εστιάζει πλέον σε βραχυπρόθεσμα οφέλη και σε μια μονομερή προσέγγιση. Επιπλέον, αναφέρει ότι οι χώρες της Μέσης Ανατολής χρησιμοποιούν τα κεφάλαιά τους για να αποκτήσουν αυξημένη γεωπολιτική επιρροή. Η Malik καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ασταθείς και απρόβλεπτες πολιτικές του Τραμπ υπονομεύουν την ικανότητα των ΗΠΑ να επιβάλλουν την ατζέντα τους, δημιουργώντας ένα κλίμα αβεβαιότητας που ωθεί πολλές χώρες να αναζητήσουν εναλλακτικές συμμαχίες και, κατ' επέκταση, να μειώσουν την επιρροή της Αμερικής.

Στο άρθρο τους «Ο Τραμπ επεκτείνει τον εμπορικό πόλεμο σε ολόκληρο τον κόσμο με δασμούς σε αλουμίνιο και χάλυβα», που δημοσιεύτηκε στις 11 Φεβρουαρίου στην El País, οι Iker Seisdedos και Macarena Vidal Liy αναλύουν την απόφαση του Προέδρου Ντόναλτ Τραμπ να επιβάλει δασμούς 25% στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα παγκοσμίως, μια κίνηση που κλιμακώνει δραματικά τον εμπορικό πόλεμο. Η απόφαση αυτή, που προστίθεται στους δασμούς εναντίον της Κίνας, ελήφθη μέσω εκτελεστικού διατάγματος και, σύμφωνα με τον Τραμπ, έχει σκοπό να «ξανακάνει την Αμερική πλούσια». Οι νέοι δασμοί πλήττουν κυρίως τους συμμάχους των ΗΠΑ, όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Καναδά και το Μεξικό, παραβιάζοντας ουσιαστικά τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου USMCA. Ο Καναδάς, ως κύριος προμηθευτής αλουμινίου και χάλυβα προς τις ΗΠΑ, είναι ο μεγαλύτερος χαμένος, ενώ και το Μεξικό επηρεάζεται σημαντικά. Οι συντάκτες σημειώνουν ότι οι δασμοί αναμένεται να αυξήσουν το κόστος για τις αμερικανικές επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, από την αυτοκινητοβιομηχανία μέχρι τους καταναλωτές κονσερβοποιημένων προϊόντων. Η κυβέρνηση Τραμπ, ωστόσο, θεωρεί ότι τα οφέλη για τις εγχώριες βιομηχανίες χάλυβα και αλουμινίου θα υπερκαλύψουν τις αρνητικές συνέπειες. Η κίνηση αυτή δεν προκάλεσε έκπληξη, καθώς ο Τραμπ είχε εξαγγείλει την πρόθεσή του να αλλάξει τους κανόνες του εμπορίου, επαναλαμβάνοντας μάλιστα πως η λέξη «δασμός» είναι η αγαπημένη του. Κλείνοντας, το άρθρο αναλύει τη στοχοποίηση της Κίνας και την επιβολή δασμών λόγω της φαιντανύλης.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

Στο άρθρο του με τίτλο «Η Ιορδανία σε σταυροδρόμι: Πλοηγώντας στις φιλοδοξίες του Τραμπ στη Μέση Ανατολή», που δημοσιεύτηκε στην Jordan Times (ήταν δημοσιευμένο στις 12 Φεβρουαρίου), ο Amer Al Sabaileh εξετάζει την πρόταση του Προέδρου Τραμπ για τη δημιουργία ενός «Μεσογειακού Ντουμπάι» στην περιοχή. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι το σχέδιο αυτό μοιάζει περισσότερο με θεωρητική συζήτηση παρά με μια ρεαλιστική πρωτοβουλία, καθώς παραβλέπει τις σύνθετες πολιτικές, ασφαλιστικές και υλικοτεχνικές προκλήσεις που υπάρχουν. Ο Al Sabaileh σημειώνει ότι η συγκέντρωση αμερικανικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών άμυνας και ενέργειας, υποδηλώνει μια προσέγγιση που επικεντρώνεται κυρίως στην οικονομική ανάπτυξη. Επισημαίνει ότι, αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, το έργο θα μπορούσε να αποτύχει και να ξεχαστεί. Επίσης, εκφράζει φόβους ότι, ακόμη και αν αποτύχει, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόφαση για δημογραφικές αλλαγές στην περιοχή. Δεδομένης της έκρυθμης κατάστασης στην περιοχή –με τον εκτοπισμό από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, την αστάθεια στη Συρία και τις πιθανές επιπτώσεις από τις κινήσεις του Ισραήλ στο Ιράκ και το Ιράν– ο συγγραφέας τονίζει ότι η Ιορδανία πρέπει να χαράξει μια συνετή πολιτική πορεία. Η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει τις συμμαχίες της για να διασφαλίσει τη θέση της. Ο Al Sabailehυπογραμμίζει τον ρόλο της Σαουδικής Αραβίας και την ευκαιρία για την Ιορδανία και την Αίγυπτο να συνεργαστούν για την εξεύρεση ρεαλιστικών λύσεων, παρά τις πιέσεις που ασκεί η κυβέρνηση Τραμπ.

Σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύθηκε στις 11 Φεβρουαρίου στην Jerusalem Post, με τίτλο «Η Άρνηση της Χαμάς να απελευθερώσει τους ομήρους ευνοεί τον Νετανιάχου», ο Gadi Hitman αναλύει πώς η άρνηση της Χαμάς να απελευθερώσει τους ομήρους εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Νετανιάχου. Ο συγγραφέας τονίζει ότι οι διαπραγματεύσεις με έναν εχθρό δεν είναι ποτέ εύκολες, αλλά όταν λαμβάνεται η απόφαση για διαπραγματεύσεις, σημαίνει ότι το Ισραήλ επιδιώκει κάτι που δεν μπορεί να επιτύχει μόνο του. Επομένως, διεξάγει διαπραγματεύσεις μέσω μεσολαβητών. Στην τρέχουσα φάση, οι διαπραγματεύσεις αφορούσαν την απελευθέρωση 100 Ισραηλινών ομήρων, ζωντανών και νεκρών. Ο Hitman υποστηρίζει ότι το αν το Ισραήλ παραβίασε ή όχι τη συμφωνία δεν είναι το σημαντικό. Το κρίσιμο είναι το τι πιστεύουν οι ηγέτες της Χαμάς. Αν η Χαμάς θεωρεί ότι το Ισραήλ δεν τηρεί τους όρους, τότε η συμφωνία κινδυνεύει. Επίσης, σημαντικό είναι το τι επιδιώκει ο Νετανιάχου. Αν θέλει όλους τους ομήρους πίσω, πρέπει να πείσει τους μεσολαβητές (Αίγυπτο και Κατάρ) ότι το Ισραήλ τηρεί τη συμφωνία και να δώσει εντολή στην ισραηλινή ομάδα διαπραγματεύσεων να χειριστεί την πρακτική εφαρμογή της δεύτερης φάσης της συμφωνίας. Ο συγγραφέας εκτιμά ότι ο Νετανιάχου θα προσπαθήσει να ξεκινήσει εκ νέου τις εχθροπραξίες και ότι η ανακοίνωση της Χαμάς για καθυστέρηση στην εφαρμογή της συμφωνίας ευνοεί τον Νετανιάχου, ο οποίος επιθυμεί να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης με την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Ο Τύπος της Ασίας

Στο άρθρο του Muqtedar Khan με τίτλο «Λυγίζει προληπτικά ο Ναρέντρα Μόντι το γόνατο στον Ντόναλντ Τραμπ;», που δημοσιεύτηκε από το περιοδικό The Diplomat στις 12 Φεβρουαρίου, αναλύεται η πιθανότητα προληπτικών υποχωρήσεων της Ινδίας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ενόψει της κρίσιμης συνάντησης μεταξύ του Πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι και του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Ο συγγραφέας επισημαίνει πως ενώ αναμένεται θετική κάλυψη από τα ινδικά μέσα για τη συνάντηση, η ουσία έγκειται στις στρατηγικές προκλήσεις που θέτει η δεύτερη θητεία Τραμπ για την Ινδία. Ο Khan εστιάζει στις ανησυχίες του Τραμπ σχετικά με το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Ινδία, τους δασμούς, αλλά και τις αγορές ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού από την Ινδία, παρά τη συνεργασία στον τομέα της αμυντικής τεχνολογίας. Επιπλέον, το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης από την Ινδία προς τις ΗΠΑ αναμένεται να κυριαρχήσει στις συνομιλίες. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η Ινδία, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει μια ομαλή συνάντηση, έχει ήδη προβεί σε προληπτικές κινήσεις κατευνασμού. Αναφέρει ως παραδείγματα την αιφνιδιαστική μείωση δασμών και την συγκρατημένη αντίδραση της Ινδίας σε αμφιλεγόμενες δηλώσεις του Τραμπ για τη Γάζα και τις απελάσεις μεταναστών. Ο Khan εκφράζει τον προβληματισμό του για το αν αυτές οι προληπτικές υποχωρήσεις εξυπηρετούν πραγματικά τα συμφέροντα της Ινδίας.  

Στο άρθρο με τίτλο «Η διέλευση πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ είναι ριψοκίνδυνη πρόκληση» από τον ιστότοπο chinadaily.com.cn, το οποίο ενημερώθηκε στις 12 Φεβρουαρίου, αναλύεται η διέλευση αμερικανικών πολεμικών πλοίων από το Στενό της Ταϊβάν και η αντίδραση της Κίνας. Από τις 10 έως τις 12 Φεβρουαρίου 2025, το αμερικανικό αντιτορπιλικό Johnston και το ωκεανογραφικό ερευνητικό πλοίο Bowditch διέσχισαν το Στενό της Ταϊβάν, μια κίνηση η οποία καταδικάστηκε έντονα από την Ανατολική Διοίκηση Θεάτρου του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA), που παρακολουθούσε στενά όλη τη διέλευση. Το άρθρο επισημαίνει ότι αυτή είναι η πρώτη διέλευση αμερικανικών πολεμικών πλοίων για το 2025, λαμβάνοντας μια «νέα τροπή», καθώς για πρώτη φορά συμμετείχε, πέραν του αντιτορπιλικού, και ένα ωκεανογραφικό ερευνητικό πλοίο. Η παρουσία του ερευνητικού πλοίου υποδηλώνει αποστολή συλλογής πληροφοριών, δεδομένου ότι δύναται να πραγματοποιήσει μετρήσεις, να χαρτογραφήσει υποθαλάσσιες γεωλογικές δομές, να συλλέξει υδρολογικά και μετεωρολογικά δεδομένα, καθώς και να χρησιμοποιήσει συστοιχίες ρυμουλκούμενων σόναρ για υποβρύχια επιτήρηση. Επιπλέον, η διάρκεια της διέλευσης ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με προηγούμενες, πιθανώς λόγω των δραστηριοτήτων του ερευνητικού πλοίου. Στο άρθρο τονίζεται ότι, ανεξαρτήτως των νέων τακτικών των ΗΠΑ, οι ενέργειές τους στέλνουν εσφαλμένο μήνυμα στις δυνάμεις που υποστηρίζουν την «ανεξαρτησία της Ταϊβάν». Η διέλευση των αμερικανικών πλοίων κατά τη διάρκεια των εορτών στην Κίνα εκλαμβάνεται ως δοκιμασία της ετοιμότητας μάχης των κινεζικών δυνάμεων.

Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας

Σύμφωνα με τον Dmitry Bavyrin στο άρθρο με τίτλο «Τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πλήγωσαν πραγματικά τον Ζελένσκι» που δημοσιεύτηκε από το RIA Novosti στις 13 Φεβρουαρίου, η τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των Προέδρων Ρωσίας και ΗΠΑ σηματοδοτεί την έναρξη διαπραγματεύσεων για την επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία. Στις διαπραγματεύσεις θα συμμετάσχουν ανώτεροι αξιωματούχοι και από τις δύο πλευρές, ενώ οι ΗΠΑ επιθυμούν συνάντηση μεταξύ του Βλαντίμιρ Πούτιν και του Ντόναλντ Τραμπ στη Σαουδική Αραβία. Ο Τραμπ ενημέρωσε τον Ζελένσκι για τις αποφάσεις αυτές, οι οποίες παρακάμπτουν την αρχή «καμία συζήτηση για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία». Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο, αναμένουν από την ΕΕ να πληρώσει για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, ενώ την ίδια στιγμή, ο Τραμπ φαίνεται να ενδιαφέρεται για τα σπάνια μέταλλα της Ουκρανίας και στέλνει αξιωματούχους για να τα αξιολογήσουν.  Τα αιτήματα του Ζελένσκι, όπως η επιστροφή στα σύνορα του 1991 και η ένταξη στο ΝΑΤΟ έχουν απορριφθεί από την αμερικανική κυβέρνηση η οποία επιθυμεί να δει τον Ζελένσκι να ακολουθεί τις εντολές και να μην έχει δική του γνώμη. Ο Τραμπ, βλέπει την Ουκρανία ως μια χώρα που εξαρτάται από τη βοήθεια των ΗΠΑ, ενώ αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως έναν «μεγάλο αντίπαλο». Με βάση αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ πιθανόν να επαναλάβουν την συνήθη πρακτική τους να εγκαταλείπουν τους αποδυναμωμένους συμμάχους τους και στην περίπτωση της Ουκρανίας καθώς ο Ζελένσκι φαίνεται να οδεύει προς αυτή την κατεύθυνση. Σύμφωνα με το άρθρο γνώμης, δημοσιεύματα σε μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας μπορεί να οδηγήσουν στην απόσυρση της στήριξης προς την Ουκρανία. Είναι λοιπόν πιθανόν να δούμε την σύγκρουση στην Ουκρανία και την πολιτική καριέρα του Ζελένσκι να τελειώνει στο προσεχές μέλλον, παρ’ όλα αυτά η σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας αναμένεται να διαρκέσει περισσότερο.

Σε άρθρο γνώμης με τίτλο «Πώς οι «ενήλικες» στον Λευκό Οίκο μπορούν να κερδίσουν τον Δ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», που ήταν δημοσιευμένο στις 13 Φεβρουαρίου στην Kyiv Post, ο Andrei Piontkovsky αναλύει το πώς η κυβέρνηση του Ντόναλτ Τραμπ μπορεί να εκμεταλλευτεί την τρέχουσα γεωπολιτική κατάσταση προς όφελος των ΗΠΑ και της Ουκρανίας. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι σύμβουλοι του Τραμπ πρέπει να προσεγγίσουν τον «αντισυμβατικό ιδιοφυή», όπως τον αποκαλεί πρόεδρο, εστιάζοντας στα προσωπικά του συμφέροντα και στην επιθυμία του να θεωρείται παγκόσμιος ηγέτης. Με βάση αυτή την εκτίμηση ο αρθρογράφος προειδοποιεί για την επιρροή του Πούτιν, τον οποίο θεωρεί ικανότατο χειριστή, και τονίζει ότι ο Τραμπ δεν πρέπει να αφεθεί μόνος του με τον Ρώσο Πρόεδρο. Συνεχίζοντας, ο Piontkovsky προβλέπει το ξέσπασμα ενός «Δ΄ Παγκόσμιου Πολέμου», στον οποίο η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν θα αμφισβητήσουν την εξουσία της  Δύσης. Ο Piontkovsky θεωρεί ότι όλα άρχισαν με την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν η οποία εκλήφθηκε ως ένδειξη αδυναμίας, και ενθάρρυνε αυτές τις χώρες να επιδιώξουν την καταστροφή της Ουκρανίας, του Ισραήλ και της Ταϊβάν. Ο αρθρογράφος κλείνει τονίζοντας πως ο Τραμπ έχει μια ιστορική ευκαιρία να κερδίσει αποφασιστικά τον Δ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πηγή: ΚΥΠΕ