Στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος αυτή την εβδομάδα βρέθηκαν οι δασμολογικές πρωτοβουλίες του Ντόναλντ Τραμπ, που πυροδοτούν φόβους για εμπορικό πόλεμο και παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα. Οι νέοι δασμοί σε Καναδά, Μεξικό και Κίνα προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και στην Ασία, ενώ αναλύσεις στον διεθνή τύπο προειδοποιούν για σοβαρές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Τις προηγούμενες ημέρες, ο διεθνής Τύπος ασχολήθηκε με τη γεωπολιτική αναταραχή που προκαλούν οι πολιτικές ηγετών όπως ο Πούτιν και ο Τραμπ, με έμφαση στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Το νέο αμερικανικό σχέδιο για τη Λωρίδα της Γάζας προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στον Τύπο της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα, όπως γράφει ο ξένος Τύπος, παραμένει στο προσκήνιο η αυξανόμενη ανησυχία για εισβολή της Κίνας στην Ταϊβάν, με αναλύσεις να υπογραμμίζουν την εντεινόμενη προετοιμασία του Πεκίνου.
Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας ο ρωσικός Τύπος προειδοποίησε για προβοκάτσιες, όπως επιθέσεις σε ρωσικούς πυρηνικούς σταθμούς, και επεσήμανε την ανάγκη επίτευξης των ρωσικών στόχων στο συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Ο δε, ουκρανικός Τύπος εστίασε στην αύξηση των εισαγωγών ρωσικού LNG, παρά τους στόχους μείωσης, υποστηρίζοντας ότι η απαγόρευση αυτών των εισαγωγών θα ενισχύσει τη θέση της Ουκρανίας και την ενεργειακή διαφοροποίηση της Δύσης.
Ο Τύπος της Δύσης
Στο άρθρο του με τίτλο «Η Κίνα προετοιμάζεται για πόλεμο», που δημοσιεύτηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2025 στην εφημερίδα The Washington Times, ο Sean Durns υπογραμμίζει την αυξανόμενη στρατιωτική προετοιμασία της Κίνας ενόψει πιθανής σύρραξης με την Ταϊβάν. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping έχει καλέσει τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (PLA) να είναι έτοιμος για την κατάληψη της Ταϊβάν έως το 2027. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται υπό πίεση να αποτρέψουν αυτή την επιθετικότητα, καθώς η Κίνα συνεχίζει τις μαζικές στρατιωτικές της αναπτύξεις. Πρόσφατες αποκαλύψεις υποδεικνύουν ότι η Κίνα κατασκευάζει το μεγαλύτερο στρατιωτικό κέντρο διοίκησης στον κόσμο, με έκταση δεκαπλάσια του Πενταγώνου, ενώ παράλληλα δοκιμάζει αμφίβια σκάφη για πιθανή απόβαση στην Ταϊβάν. Επιπλέον, έχει δημιουργήσει 134 αεροπορικές βάσεις σε ακτίνα 1.000 ναυτικών μιλίων από το Στενό της Ταϊβάν, με εκατοντάδες προστατευμένα υπόστεγα για αεροσκάφη. Ταυτόχρονα, η Κίνα ενισχύει την εθνική της ασφάλεια, αποθηκεύοντας σιτηρά, καύσιμα και μέταλλα, και έχει θέσει σε λειτουργία κέντρα επιστράτευσης σε όλη τη χώρα. Ο Xi Jinping, ο ισχυρότερος ηγέτης της Κίνας μετά τον Μάο, φαίνεται να προετοιμάζεται για μια πιθανή σύγκρουση, εδραιώνοντας παράλληλα την απόλυτη εξουσία του. Καταλήγοντας, ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι όλα δείχνουν πως η Κίνα ετοιμάζεται για πόλεμο, και οι ΗΠΑ πρέπει να αντιδράσουν άμεσα για να αποτρέψουν μια επικείμενη κρίση.
«Πρέπει ο Καναδάς να απαγορεύσει το X και την Tesla; Γιατί πληθαίνουν οι φωνές που το ζητούν;», είναι ο τίτλος δημοσιεύματος του Dylan Robertson, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 3 Φεβρουαρίου στην καναδική ιστοσελίδα Global News. Στο άρθρο του, ο Robertson εξετάζει τις αυξανόμενες εκκλήσεις για την απαγόρευση εταιρειών όπως το X (πρώην Twitter) και η Tesla στον Καναδά, λόγω της επιρροής του Elon Musk και των σχέσεών του με τον Αμερικανό πρόεδρο Donald Trump. Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Lloyd Axworthy εκφράζει ανησυχίες για πιθανή ανάμειξη στις καναδικές εσωτερικές υποθέσεις, ιδίως λόγω της εγγύτητας του Musk στον Trump και της χρήσης του X για τη διάδοση παραπληροφόρησης. Ο Musk κατηγορείται ότι υποστηρίζει ακροδεξιές ομάδες στην Ευρώπη και ότι χρησιμοποιεί τις πλατφόρμες του για να επηρεάσει δημοκρατικές διαδικασίες. Επιπλέον, έχει αντιμετωπίσει αντιδράσεις και σε άλλες χώρες, όπως στη Βραζιλία, όπου το X αποκλείστηκε προσωρινά επειδή αρνήθηκε να αναστείλει ακροδεξιούς λογαριασμούς. Καναδοί πολιτικοί, όπως η Chrystia Freeland και ο Emmett Macfarlane, προτείνουν την επιβολή δασμών ή ακόμη και την απαγόρευση των εταιρειών του Musk, ως απάντηση στις αμερικανικές απειλές και δασμούς. Ο Axworthy υποστηρίζει ότι ο Καναδάς πρέπει να υιοθετήσει μια στρατηγική αποστασιοποίησης από τις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας κυρώσεις και διπλωματικά μέτρα για να προστατεύσει τη δημοκρατία του. Ο πρώην Πρωθυπουργός Joe Clark αναφέρει ότι οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε έναν «εχθρικό γείτονα» και ότι ο Καναδάς οφείλει να διατηρήσει την αυτονομία του στη διεθνή σκηνή.
Σε ανάλυσή του με τίτλο «Πώς οι δασμολογικές αναταραχές του Τραμπ θα προκαλέσουν οικονομικό πόνο», που δημοσιεύτηκε στις 5 Φεβρουαρίου, το περιοδικό Economist επισημαίνει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ οδήγησε τη Βόρεια Αμερική στα πρόθυρα εμπορικού πολέμου, επιβάλλοντας νέους δασμούς σε Μεξικό και Καναδά. Στη συνέχεια, η Ουάσιγκτον αποφάσισε να αποκλιμακώσει την κατάσταση, αναβάλλοντας την εφαρμογή των δασμών για έναν μήνα, ενώ οι τρεις χώρες προσπαθούν να καταλήξουν σε συμφωνία που θα μπορούσε να καλύπτει θέματα από τον έλεγχο της μετανάστευσης έως εμπορικές διαφωνίες. Η αιφνίδια αυτή αναστροφή ενίσχυσε τη φήμη του Τραμπ ως παράγοντα χάους, ο οποίος καταφεύγει σε ακραίες απειλές για να αποσπάσει παραχωρήσεις. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο παιχνίδι που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε λάθη και να προκαλέσει διαβρωτική αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία. Οι δασμοί που επιβλήθηκαν στον Καναδά και το Μεξικό ενδέχεται να είναι μόνο η αρχή ενός ευρύτερου προστατευτικού προγράμματος. Επιπλέον, ανακοινώθηκαν δασμοί 10% σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα, ενώ απειλούνται με δασμούς και οι εισαγωγές από την Ταϊβάν. Αυτές οι ενέργειες πιθανόν να εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική επιβολής παγκόσμιων δασμών, με την οποία ο Αμερικανός Πρόεδρος πιστεύει ότι θα επιφέρει μια βιομηχανική αναγέννηση στην Αμερική. Ωστόσο, οι δασμοί αναμένεται να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις στην αμερικανική βιομηχανία, ιδίως στους αυτοκινητοπαραγωγούς. Επιπλέον, η αβεβαιότητα που καλλιεργεί ο Τραμπ θα επηρεάσει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων.
Στο άρθρο της με τίτλο «Πούτιν, Τραμπ και η αναταραχή του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης» (El Pais, αγγλική έκδοση, 5 Φεβρουαρίου), η Pilar Bonet αναλύει πώς οι εξωτερικές πολιτικές δύο παγκόσμιων ηγετών επηρεάζουν τη γεωπολιτική σκηνή. Από το 2014, όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία – μια ενέργεια που καταδικάστηκε διεθνώς – η Ρωσία έχει δημιουργήσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο όσον αφορά την επέκταση των εδαφικών της αξιώσεων. Παράλληλα, τα σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ για την εξαγορά της Γροιλανδίας, την κατάληψη της Διώρυγας του Παναμά και την προσάρτηση του Καναδά ως 51ης πολιτείας των ΗΠΑ, «κανονικοποιούν» μια νέα τάξη πραγμάτων που χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα, η οποία, κατά τη συγγραφέα, θέτει σε κίνδυνο μικρότερες χώρες με υφιστάμενες εδαφικές διαφορές, ιδίως την Ουκρανία. Η Bonet επισημαίνει ότι ο Πούτιν δεν επιδιώκει απλώς μια προσωρινή αναστολή των εχθροπραξιών, αλλά απαιτεί την πλήρη διεθνή αναγνώριση των εδαφικών κερδών του, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων ουκρανικών επαρχιών, πέραν της Κριμαίας. Ταυτόχρονα, οι ενέργειες του Τραμπ ενθαρρύνουν και παρέχουν «άλλοθι» για ανάλογες ενέργειες από άλλες χώρες, οι οποίες επικαλούνται το δίκαιο της αυτοδιάθεσης για να αιτιολογήσουν αποσχιστικές τάσεις. Ο επεκτατισμός της Ρωσίας, αλλά και το αμερικανικό πρότυπο που προωθείται, δημιουργούν ένα επικίνδυνο προηγούμενο για εθνικιστικές και αποσχιστικές τάσεις σε ευρωπαϊκές και γειτονικές χώρες, με πιθανές σοβαρές συνέπειες για τη σταθερότητα των σύγχρονων εδαφικών ορίων.
Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής
Σε δημοσίευμα του Al Jazeera, που δημοσιεύτηκε στις 5 Φεβρουαρίου με τίτλο «Παγκόσμια Αντίδραση στα Σχόλια του Τραμπ για την Εθνοκάθαρση στη Γάζα», εξετάζονται οι έντονες αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο σχετικά με σχόλια του Ντόναλντ Τραμπ για πιθανό αμερικανικό έλεγχο στη Λωρίδα της Γάζας. Ο Τραμπ, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, υπαινίχθηκε ότι οι Παλαιστίνιοι θα ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη Γάζα, προτείνοντας παράλληλα μακροπρόθεσμη αμερικανική ιδιοκτησία της περιοχής για την ανοικοδόμησή της, με σκοπό τη δημιουργία θέσεων εργασίας και οικονομικής ανάπτυξης. Η Χαμάς απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση, χαρακτηρίζοντάς την ως «συνταγή για χάος» και δηλώνοντας ότι οι Παλαιστίνιοι δεν θα αποδεχθούν την εκτόπισή τους. Η Σαουδική Αραβία, από την πλευρά της, κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με το Ισραήλ, παρά μόνο εάν δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, απορρίπτοντας οποιαδήποτε προσπάθεια εκδίωξης των Παλαιστινίων από τη γη τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, γερουσιαστές όπως ο Κρις Μέρφι και ο Κρις Βαν Χόλεν εξέφρασαν σοβαρές ανησυχίες, με τον Βαν Χόλεν να χαρακτηρίζει την πρόταση του Τραμπ ως «εθνοκάθαρση με άλλο όνομα». Η CAIR, μια σημαντική αμερικανική μουσουλμανική οργάνωση, τόνισε ότι η Γάζα ανήκει στον παλαιστινιακό λαό και ότι οποιαδήποτε προσπάθεια βίαιης εκδίωξής τους θα προκαλούσε εκτεταμένη σύγκρουση. Η Ρωσία καταδίκασε την πολιτική της συλλογικής τιμωρίας, ενώ η Κίνα αντιτάχθηκε σε οποιαδήποτε αναγκαστική μετακίνηση των κατοίκων της Γάζας. Η Αυστραλία επανέλαβε τη δέσμευσή της σε μια λύση δύο κρατών. Τέλος, η Διεθνής Αμνηστία προειδοποίησε ότι η εκδίωξη όλων των Παλαιστινίων από τη Γάζα θα ισοδυναμούσε με την καταστροφή τους ως λαός.
Σε δημοσίευμα της Jerusalem Post με τίτλο «Ο Τραμπ στην Jerusalem Post: Το σχέδιο μετεγκατάστασης των Γαζαίων θα υλοποιηθεί, η Αίγυπτος και η Ιορδανία δεν θα αρνηθούν», που δημοσιεύθηκε στις 5 Φεβρουαρίου, παρουσιάζονται δηλώσεις του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με ένα σχέδιο μετεγκατάστασης κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας. Κατά τη διάρκεια συνάντησης με τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η Ιορδανία και η Αίγυπτος δεν θα αρνηθούν να δεχτούν Γαζαίους πρόσφυγες. Ο Τραμπ φέρεται να υποστήριξε την απομάκρυνση όλων των κατοίκων της Γάζας, περιγράφοντας την περιοχή ως έναν «καθαρό χώρο κατεδάφισης». Πρότεινε τη δημιουργία μιας νέας, «ωραίας, φρέσκιας και όμορφης» περιοχής για τη μετεγκατάστασή τους, με οικονομική υποστήριξη από διάφορους φορείς. Ο Τραμπ εξέφρασε την άποψη ότι οι Γαζαίοι, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες διαβίωσής τους, θα ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την περιοχή και να μην επιστρέψουν. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ τόνισε ότι οι Γαζαίοι βρίσκονται σε δεινή θέση, και εξέφρασε την πεποίθηση ότι, αν τους δοθεί η ευκαιρία, θα επέλεγαν να φύγουν και να εγκατασταθούν μόνιμα σε «ωραία σπίτια» όπου θα μπορούσαν να ζήσουν με ασφάλεια. Ο Τραμπ ανέφερε επίσης ότι οι μουσουλμανικές χώρες «δεν θα του αρνηθούν», υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν περίπου 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γάζα, οι οποίοι θα μπορούσαν να ζήσουν κάπου χωρίς να φοβούνται για την ασφάλειά τους.
Ο Τύπος της Ασίας
Σε κύριο άρθρο με τίτλο «Η δασμολογική απειλή του Τραμπ απειλεί εμπορικό πόλεμο και οικονομικό χάος», που δημοσιεύθηκε στις 4 Φεβρουαρίου, η ιαπωνική εφημερίδα Asahi εστιάζει στις πιθανές συνέπειες των δασμολογικών μέτρων που επέβαλε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα. Η επιβολή γενικευμένων δασμών χαρακτηρίζεται ως απερίσκεπτη πράξη που υπονομεύει τη διεθνή τάξη και την παγκόσμια οικονομία, αυξάνοντας τον κίνδυνο ενός εμπορικού πολέμου με απρόβλεπτες συνέπειες. Τα εκτελεστικά διατάγματα επιβάλλουν δασμό 25% σε όλες τις εισαγωγές από τον Καναδά και το Μεξικό, με εξαίρεση τα καναδικά ενεργειακά προϊόντα, τα οποία επιβαρύνονται με 10%. Επιπλέον, όλα τα προϊόντα από την Κίνα υπόκεινται σε επιπλέον δασμό 10% επί των υφιστάμενων εισαγωγικών δασμών. Ο Τραμπ δικαιολόγησε τα μέτρα επικαλούμενος την παράνομη μετανάστευση και την εισροή παράνομου φεντανύλης στις ΗΠΑ. Η χρήση δασμών για ζητήματα άσχετα με το εμπόριο θεωρείται αδικαιολόγητη και εκφοβιστική οικονομική τακτική. Η βασική αντίρρηση έγκειται στην αυθαίρετη προσέγγιση που παραβιάζει τους καθιερωμένους διεθνείς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων αυτών του ΠΟΕ. Οι αυξήσεις των τιμών θα επιβαρύνουν οικονομικά τους καταναλωτές, αναζωπυρώνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Ο Καναδάς, το Μεξικό και η Κίνα αναμένεται να απαντήσουν με αντίμετρα. Εάν η σύγκρουση κλιμακωθεί, όλες οι πλευρές θα υποστούν σημαντικές απώλειες, οδηγώντας ενδεχομένως σε παγκόσμια οικονομική ύφεση. Η Ιαπωνία οφείλει να ενεργήσει ως υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου. Ο Πρωθυπουργός Ισιμπά οφείλει να ζητήσει την ανάκληση των δασμών, αντιτασσόμενος σε έναν άσκοπο εμπορικό πόλεμο.
Σε κύριο άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα China Daily στις 4 Φεβρουαρίου, με τίτλο «Ο προστατευτισμός, ο απομονωτισμός και η μονομερής προσέγγιση των ΗΠΑ δεν θα αποφέρουν κέρδη», διατυπώνεται η άποψη ότι ο προστατευτισμός, ο απομονωτισμός και η μονομερής πολιτική των ΗΠΑ δεν θα ωφελήσουν τη χώρα. Η Κίνα παραμένει σταθερή στην επιδίωξη μιας υγιούς ανάπτυξης των σινο-αμερικανικών σχέσεων, αλλά και αποφασισμένη να προστατεύσει τα θεμελιώδη συμφέροντά της. Τα αντίμετρα που ανακοίνωσε το Πεκίνο αποτελούν απάντηση στους επιπλέον δασμούς 10% που επέβαλαν οι ΗΠΑ σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα, με το πρόσχημα της ανεπαρκούς συνεισφοράς του Πεκίνου στην αντιμετώπιση της κρίσης φεντανύλης στις ΗΠΑ. Η επιλογή των αμερικανικών εισαγωγών που στοχεύουν τα κινεζικά μέτρα, καθώς και οι αυστηρότεροι έλεγχοι στις εξαγωγές ορυκτών πόρων, αποσκοπούν στην αποφυγή ζημιών στις συνολικές σινο-αμερικανικές οικονομικές σχέσεις. Η προσφυγή στον ΠΟΕ υποδηλώνει την αποφασιστικότητα του Πεκίνου να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της χώρας. Από τις 10 Φεβρουαρίου, η Κίνα θα επιβάλει δασμό 15% σε άνθρακα και υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ και δασμό 10% σε αργό πετρέλαιο, γεωργικά μηχανήματα, μεγάλα αυτοκίνητα και φορτηγάκια. Θα εφαρμοστούν επίσης εξαγωγικοί έλεγχοι σε στοιχεία που σχετίζονται με βολφράμιο, τελλούριο, βισμούθιο, μολυβδαίνιο και ίνδιο, επηρεάζοντας κυρίως την αμερικανική στρατιωτική βιομηχανία. Η ένταξη των PVH Group και Illumina στη λίστα μη αξιόπιστων οντοτήτων και η έρευνα για την Google σχετικά με πιθανές αντιμονοπωλιακές παραβιάσεις συνδέονται με τις επιθέσεις των ΗΠΑ στις εταιρείες TikTok και DeepSeek. Σύμφωνα με το κινεζικό δημοσίευμα, οι ενέργειες των ΗΠΑ δεν προστατεύουν τις εγχώριες βιομηχανίες, αλλά θα βλάψουν τους καταναλωτές και θα κλιμακώσουν τις εντάσεις. Η Κίνα στηρίζει το πολυμερές εμπορικό σύστημα, καθώς σε έναν εμπορικό πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές, αλλά μόνο χαμένοι.
Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας
Στο άρθρο του με τίτλο «Πυρηνικός γελωτοποιός», που δημοσιεύτηκε στις 5 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα Izvestia, ο Oleg Karpovich, Αντιπρύτανης της ρωσικής Διπλωματικής Ακαδημίας, αναλύει τις δηλώσεις του Βλαντίμιρ Ζελένσκι σχετικά με τα πυρηνικά όπλα. Ο Karpovich εκτιμά ότι ο Ζελένσκι, λόγω της δεινής θέσης στην οποία βρίσκεται, προσπαθεί να παραμείνει στην εξουσία με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πυρηνικών όπλων ως εγγύησης ασφάλειας εκτός του ΝΑΤΟ. Ο Karpovich υπογραμμίζει ότι η Ουκρανία έχει επιδείξει τάσεις προς ριζοσπαστικές μεθόδους, όπως επιθέσεις εναντίον αμάχων και απειλές κατά πυρηνικών σταθμών. Υποστηρίζει ότι, εν μέσω της τρέχουσας αστάθειας στην παγκόσμια σκηνή, η Ουκρανία προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια των ΗΠΑ προσφέροντας τους φυσικούς της πόρους. Ο αρθρογράφος, παρόλο που θεωρεί απίθανο να αποκτήσει η Ουκρανία πυρηνικό καθεστώς, προειδοποιεί για εναλλακτικές τεχνολογίες και προβοκάτσιες, όπως επιθέσεις σε ρωσικούς πυρηνικούς σταθμούς ή χρήση «βρώμικης βόμβας». Τονίζει την ανάγκη επίλυσης των προβλημάτων επί τόπου και επίτευξης των ρωσικών στόχων, για να τερματιστούν τέτοιου είδους απειλές.
Η Svitlana Romanko, στο άρθρο της με τίτλο «Η Ευρώπη πρέπει να δράσει για το ρωσικό LNG πριν ο Τραμπ το καταστήσει αδύνατο», που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Kyiv Independent στις 4 Φεβρουαρίου, επισημαίνει ότι το παράθυρο ευκαιρίας για την Ευρώπη να απαγορεύσει το ρωσικό LNG κλείνει ταχύτατα. Σύμφωνα με την Romanko, σε περίπτωση μιας πιθανής δεύτερης θητείας Τραμπ, η ικανότητα της Ευρώπης να επιβάλει ουσιαστικά μέτρα στα ρωσικά ορυκτά καύσιμα θα μειωθεί δραματικά. Η πολιτική του Τραμπ, που ενδέχεται να άρει τις κυρώσεις με αντάλλαγμα την ειρήνη, θα υπονομεύσει την επιρροή της ΕΕ. Παρά τον στόχο της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια, οι εισαγωγές ρωσικού LNG στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί, θέτοντας σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια της Ένωσης. Κάθε φορτίο LNG τροφοδοτεί με έσοδα το Κρεμλίνο. Η Romanko υποστηρίζει ότι η απαγόρευση του ρωσικού LNG θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας και θα επιταχύνει τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών στην Ευρώπη. Η κυβέρνηση Τραμπ είναι πιθανό να ασκήσει πιέσεις στην Ευρώπη να υιοθετήσει τη δική της πολιτική κυρώσεων, ακόμη και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Μια απαγόρευση του ρωσικού LNG από την ΕΕ θα αποτελούσε ένα ισχυρό μήνυμα προς τη Μόσχα. Η Romanko προτείνει τη δημιουργία ενός ταμείου για τη στήριξη των κρατών μελών στη μετάβαση από το φυσικό αέριο και την ενίσχυση των ενεργειακών συνεργασιών με την Ουκρανία. Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίσιμη απόφαση: να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τον πόλεμο της Ρωσίας ή να απαγορεύσει το ρωσικό LNG.
Πηγή: ΚΥΠΕ