Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μάρκ Ρούτε κάλεσε τους παγκόσμιους ηγέτες να αυξήσουν και όχι να μειώσουν τη στήριξή τους προς την Ουκρανία, ώστε να φτάσει σε ενδεχόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες με τη Ρωσία σε όσο το δυνατόν καλύτερη θέση. Μιλώντας κατά τη διάρκεια πρωινού που διοργάνωσε το Ίδρυμα Βίκτορ Πίντσουκ στο Νταβός τόνισε πως είναι σημαντικό να "αλλάξει η πορεία του πολέμου", προειδοποιώντας ότι η γραμμή του μετώπου κινείται προς λάθος κατεύθυνση.
Στο πλαίσιο αυτό υπογράμμισε τρεις βασικούς λόγους για αυτή την ανάγκη:
Για την ίδια την Ουκρανία: «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε μια χώρα να εισβάλει σε μια άλλη και να προσπαθεί να την αποικιοποιήσει τον 21ο αιώνα», σημείωσε.
Για τη διεθνή σταθερότητα: Ο Ρούτε επεσήμανε πως η Κίνα, η Βόρεια Κορέα, το Ιράν και η Ρωσία συνεργάζονται, και μια «κακή συμφωνία» θα έδινε στον Βλαντιμίρ Πούτιν τη δυνατότητα να πανηγυρίζει με τους ηγέτες αυτών των χωρών.
Για την ασφάλεια του ΝΑΤΟ: Αν όπως είπε η Ουκρανία χάσει τον πόλεμο, τα μέλη του ΝΑΤΟ θα κληθούν να δαπανήσουν τρισεκατομμύρια για την ενίσχυση της στρατιωτικής τους ικανότητας – ένα κόστος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εξετάζεται σήμερα.
Ο Ρούτε αναφέρει ότι υπάρχει δέσμευση για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και τονίζει ότι αν ο Πούτιν φτάσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πρέπει να εξασφαλιστεί μια "βιώσιμη ειρήνη", αποφεύγοντας τα λάθη των συμφωνιών του Μινσκ το 2014.
Ο στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι ο Πούτιν δεν θα προσπαθήσει ποτέ ξανά να καταλάβει έστω και ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο της Ουκρανίας, πρόσθεσε.
Παράλληλα προειδοποίησε ότι πολλοί πολιτικοί, τόσο εντός όσο και εκτός Ουκρανίας, συζητούν για το τι θα σημαίνουν οι ειρηνευτικές συνομιλίες σχετικά με τα εδάφη που έχει καταλάβει η Ρωσία και την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Διαβάστε επίσης: Στρατιωτική συνεισφορά των χωρών του ΝΑΤΟ: Ποιες χώρες πραγματικά συμβάλλουν
Ο κίνδυνος, σύμφωνα με τον Ρούτε, είναι να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν χωρίς ο Ρώσος πρόεδρος να είναι καν στο τραπέζι των συνομιλιών, αφήνοντάς τον να "τσεκάρει κουτάκια" από την άνεση του γραφείου του στη Μόσχα.
Ο Ρούτε τονίζει ότι ο στόχος πρέπει να είναι η Ουκρανία να φτάσει στις ειρηνευτικές συνομιλίες σε «όσο το δυνατόν καλύτερη θέση», ώστε η ειρήνη να είναι βιώσιμη και να μην αμφισβητηθεί ποτέ ξανά.
Επιπλέον, ο Ρούτε επιμένει ότι ο Πούτιν δεν πρέπει να έχει δικαίωμα βέτο στο ποιος θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ – εκτός κι αν ο ίδιος αποφασίσει να ενταχθεί, κάτι που θεωρείται απίθανο.
Αντίδραση απεσταλμένου Τραμπ
Ο νέος ειδικός απεσταλμένος του Προέδρου των ΗΠΑ για ειδικές αποστολές, Ρίτσαρντ Γκρένελ, απέρριψε τις δηλώσεις του Μαρκ Ρούτε για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, υπογραμμίζοντας ότι πολλοί από τους υπάρχοντες συμμάχους της συμμαχίας δεν συνεισφέρουν το «δίκαιο μερίδιό» τους.
Ο Γκρένελ, ο οποίος διορίστηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ τον Δεκέμβριο, δήλωσε ότι είναι «σοκαριστικό» το γεγονός ότι πολλοί υπουργοί Εξωτερικών στην Ευρώπη, αλλά και αρκετοί Αμερικανοί πολιτικοί, δεν προσπάθησαν να αποτρέψουν τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Επίσης, επέκρινε τον Τζο Μπάιντεν για τον τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση.
Ο Γκρένελ προειδοποίησε ότι οι δηλώσεις για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα συναντήσουν έντονη αντίδραση στις ΗΠΑ, καθώς ο αμερικανικός λαός επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος για την άμυνα της συμμαχίας.
Ο ίδιος δήλωσε:
«Δεν μπορείτε να ζητάτε από τον αμερικανικό λαό να επεκτείνει την ομπρέλα του ΝΑΤΟ όταν τα τρέχοντα μέλη δεν πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους, συμπεριλαμβανομένων των Ολλανδών, που πρέπει να αναλάβουν περισσότερη ευθύνη».
Παραδοχή Ρούτε
Ως απάντηση ο Μαρκ Ρούτε παραδέχτηκε ότι ο Ρίτσαρντ Γκρένελ έχει δίκιο!
Το πρόβλημα με τη χρηματοδότηση δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η Ευρώπη, δηλώνει ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ:
«Το πρόβλημα, και ο πρόεδρος Τραμπ το έχει επισημάνει σταθερά, είναι ότι στην Ευρώπη υποχρηματοδοτούμε την άμυνα».
Ο Ρούτε επισημαίνει ότι δεν πληρούν όλα τα μέλη τον στόχο δαπάνης 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, παρά την πρόσφατη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι το 2% «δεν είναι καθόλου αρκετό».
Ο Ρούτε προειδοποιεί ότι το ΝΑΤΟ, συλλογικά, δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε τέσσερα ή πέντε χρόνια εάν παραμείνουμε στο 2%.