Η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών προκαλεί έντονες ανησυχίες και αντιδράσεις στη διεθνή κοινότητα, καθώς αναμένονται σημαντικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Τα μέσα ενημέρωσης ανά τον κόσμο εστιάζουν στους σχεδιαζόμενους διορισμούς σε καίριες θέσεις, τις αντιδράσεις των συμμάχων και αντιπάλων, καθώς και στις διπλωματικές προκλήσεις που προκύπτουν. 

Από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή έως την Ασία, οι χώρες επανεκτιμούν τις στρατηγικές τους ενόψει των πιθανών μεταβολών στην αμερικανική πολιτική. Η προοπτική σκληρότερης στάσης απέναντι σε θέματα όπως η μετανάστευση, οι διεθνείς συγκρούσεις και οι σχέσεις με χώρες όπως το Ιράν και η Κίνα, οδηγεί σε αβεβαιότητα και αναζήτηση νέων ισορροπιών. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ προσπαθούν να ενισχύσουν την αυτονομία τους, ενώ αντίπαλες χώρες προετοιμάζονται για πιθανές κλιμακώσεις. Η παγκόσμια σκηνή βρίσκεται σε μεταβατική φάση, με την ανάγκη για διπλωματική σύνεση και πολυμερείς προσπάθειες να είναι πιο επιτακτική από ποτέ.

Ο Τύπος της Δύσης

Οι δημοσιογράφοι Vivian Salama, Alex Leary και Alexander Ward, στο άρθρο τους «Ο Τραμπ αναμένεται να προτείνει τον Ρούμπιο για Υπουργό Εξωτερικών και επιλέγει τον Βολτς ως Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας», που δημοσιεύθηκε στις 11 Νοεμβρίου στη Wall Street Journal, αναφέρουν ότι ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχεδιάζει να διορίσει τον Γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο ως Υπουργό Εξωτερικών και τον Αντιπρόσωπο Μάικ Βολτς ως Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας. Ο Βολτς, βετεράνος στρατιωτικός, συμμερίζεται τη σκληρή στάση του Τραμπ όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση και εκφράζει αμφιβολίες για τη στήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία. Οι εν λόγω διορισμοί οι οποίοι γίνονται σε μια περίοδο μακροχρόνιων συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, δείχνουν την προσπάθεια του Τραμπ να γεμίσει γρήγορα κρίσιμες θέσεις στην εξωτερική πολιτική. Ο Ρούμπιο, πρώην επικριτής του Τραμπ και αντίπαλος στην προεδρική κούρσα του 2016, έχει προσεγγίσει τον Τραμπ τα τελευταία χρόνια, ενώ ο Βολτς έχει εμπειρία από τις προηγούμενες θέσεις του σε στρατιωτικές υπηρεσίες, στον Λευκό Οίκο και το Πεντάγωνο. Οι διορισμοί αντικατοπτρίζουν την επιδίωξη του Τραμπ να διατηρήσει μια σκληρή γραμμή απέναντι σε ανταγωνιστές όπως η Κίνα, το Ιράν και η Κούβα, ενώ προσπαθεί να αποτρέψει την περαιτέρω κλιμάκωση των διεθνών συγκρούσεων μέσω μιας πολιτικής συναλλαγής με τους συμμάχους των ΗΠΑ.

Η μεξικανική εφημερίδα «El Sol de Mexico», σε ανάλυση που δημοσιεύθηκε στις 11 Νοεμβρίου με τον τίτλο «Τομ Χόμαν, ο νέος “τσάρος των συνόρων” του Τραμπ που θα απελάσει χιλιάδες μετανάστες», ανέφερε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ σκοπεύει να διορίσει τον Τομ Χόμαν ως τον νέο «τσάρο των συνόρων» των Ηνωμένων Πολιτειών έτσι ώστε να εφαρμόσει την πολιτική απέλασης μεταναστών. Ο Χόμαν, είναι γνωστός από την προηγούμενη διοίκηση του Τραμπ (2017-2021), όπου κατείχε ηγετική θέση στο ICE (Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων). Υπό την προηγούμενη διοίκησή του, ο Χόμαν ήταν υπεύθυνος για την αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία διαχωρισμού οικογενειών παράνομων μεταναστών, η οποία σχεδιάστηκε από τον Στίβεν Μίλερ, έναν από τους κύριους συμβούλους του πρώτου Τραμπ. Η πολιτική αυτή, που ξεκίνησε το 2017 και το πλαίσιο εφαρμογής της διευρύνθηκε το 2018, καταδικάστηκε ευρέως ως απάνθρωπη. Στη νέα του θέση, ο Χόμαν θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση των συνόρων, στην ασφάλεια των θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών και στην επιβολή αυστηρών μέτρων για την αποτροπή παράνομης μετανάστευσης. Ο Χόμαν υποστηρίζει την πολιτική απέλασης ως μέσο διασφάλισης της εθνικής ασφάλειας και κριτικάρει τη διοίκηση Μπάιντεν για την αδράνειά της απέναντι στην παράνομη είσοδο μεταναστών.

«Οι σύμμαχοι της Αμερικής προετοιμάζονται για ακροβατισμούς, συμφωνίες και προδοσία» είναι ο τίτλος του δημοσιεύματος που δημοσιεύθηκε στο Economist στις 13 Νοεμβρίου. Το δημοσίευμα αναλύει τις αντιδράσεις των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην επικείμενη διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ. Από την Ουκρανία μέχρι το Ισραήλ, η προσπάθεια ηγετών όπως ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο Εμμανουέλ Μακρόν και ο Λάι Τσινγκ-τε της Ταϊβάν να επικοινωνήσουν άμεσα με τον Τραμπ αντανακλά τις ανησυχίες και τις ευκαιρίες που προβλέπουν υπό την ηγεσία του Τραμπ, του οποίου η εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από απρόβλεπτη συμπεριφορά. Ο Τζο Μπάιντεν, ο νυν Πρόεδρος, αντιμετωπίζει στην τελευταία περίοδο της θητείας του τη δυσκολία διατήρησης της σταθερότητας στο παγκόσμιο σκηνικό, ενώ οι σύμμαχοί του προετοιμάζονται για πιθανές αλλαγές στη στρατηγική ασφάλειας. Στην Ευρώπη, οι Υπουργοί Άμυνας της Γερμανίας και της Γαλλίας, ο Μπόρις Πιστόριους και ο Σεμπαστιέν Λεκορνί, συναντήθηκαν εκτάκτως στο Παρίσι για θέματα ασφαλείας. Στην Ασία, η Ταϊβάν ανησυχεί για την υποστήριξη του Τραμπ, ενώ η Νότια Κορέα και η Αυστραλία παρακολουθούν προσεκτικά τις εξελίξεις. Η απαισιοδοξία σχετικά με την εξωτερική πολιτική του Τραμπ δημιουργεί αβεβαιότητα, με τους συμμάχους να προσπαθούν να ενισχύσουν την αυτονομία τους και να προετοιμαστούν για πιθανές αλλαγές στις διμερείς σχέσεις και τις παγκόσμιες συμμαχίες.

Ο δημοσιογράφος Μάτζιντ Σάταρ, στο άρθρο του «Ο Μάρκο Ρούμπιο είναι πιθανό να γίνει Υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ», που δημοσιεύθηκε στις 12 Νοεμβρίου στην Frankfurter Allgemeine, αναφέρει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ σχεδιάζει να διορίσει τον Μάρκο Ρούμπιο ως Υπουργό Εξωτερικών και τον Μάικ Βολτς ως Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας. Ο Ρούμπιο, με κουβανικές ρίζες, εκλέχθηκε στη Γερουσία το 2010 και ανήκει στην παραδοσιακή διεθνιστική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Παρά τις προηγούμενες αντιπαραθέσεις του με τον Τραμπ, ο Ρούμπιο έχει προσαρμόσει τις θέσεις του και τον υποστήριξε στις πρόσφατες προκριματικές εκλογές. Είναι γνωστός ως σκληρός υποστηρικτής σε θέματα Κίνας και Ιράν και υπερασπίστηκε τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία. Ο Βολτς, πρώην μέλος των Πρασίνων Μπερέ, έχει εμπειρία στο Αφγανιστάν και εκλέχθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 2018. Είναι ιδιαίτερα σκληρός στο ζήτημα της Κίνας και ζητά μεγαλύτερη δέσμευση της Ευρώπης στην Ουκρανία. Επιπλέον, η Ελίς Στεφανίκ προτείνεται ως πρέσβειρα στον ΟΗΕ. Οι εν λόγω πολιτικών φαίνεται να οφείλουν τους διορισμούς τους στην εμπειρία τους. στην πίστη που έχουν δείξει απέναντι στον τον Τραμπ, αλλά και στην επιρροή που έχει ασκήσει η Σούζαν Γουάιλς, μελλοντική επικεφαλής του επιτελείου του Λευκού Οίκου.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

Δημοσίευμα του δικτύου Al Arabiya με τίτλο «Η Τεχεράνη σχολιάζει τη διαπραγμάτευση με τον Τραμπ: Θα κάνουμε ό,τι μας ωφελεί», που δημοσιεύθηκε στις 12 Νοεμβρίου, αναφέρει τη στάση της ιρανικής κυβέρνησης απέναντι στην επικείμενη κυβέρνηση Τραμπ. Η εκπρόσωπος τύπου της ιρανικής κυβέρνησης, Φατιμά Μεχαγκαράνι, δήλωσε ότι η Τεχεράνη θα πράξει ό,τι εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα. Η ιρανική κυβέρνηση κρίνει ως αποτυχημένη την προηγούμενη πολιτική «μέγιστης πίεσης» του Ντόναλντ Τραμπ και προειδοποιεί ότι θα αξιολογεί τις αμερικανικές ενέργειες και όχι μόνο τις δηλώσεις. Κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ είχε επιβάλει αυστηρές οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν και δεσμεύτηκε να εμποδίσει την πυρηνική του δραστηριότητα. Η ιρανική πλευρά έχει ετοιμάσει διάφορα σενάρια αντιμετώπισης και προτείνει στον Τραμπ να αποφύγει οποιαδήποτε πολιτική που αγνοεί τα ιρανικά συμφέροντα. Οι δηλώσεις υποδηλώνουν μια προσεκτική και επιφυλακτική προσέγγιση από το Ιράν, με έμφαση στην προστασία των εθνικών του συμφερόντων έναντι των αμερικανικών πιέσεων.

«Η επιρροή των Τραμπ και Μπάιντεν στο Ισραήλ: Η δίκη του Νετανιάχου και οι διορισμοί της δεξιάς πτέρυγας» είναι ο τίτλος του άρθρου του Γιακόβ Κατζ που δημοσιεύτηκε στην Jerusalem Post στις 15 Νοεμβρίου. Το άρθρο αναλύει την επιρροή των ΗΠΑ στο Ισραήλ και τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις. Εστιάζει στους νέους διορισμούς της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων των Μάικ Χάκαμπι ως πρέσβη στο Ισραήλ, Πιτ Χέγκσεθ ως Υπουργό Άμυνας και Μάικλ Γουόλτς ως Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας. Οι διορισμοί αυτοί σηματοδοτούν μια έντονη δεξιά στροφή στην αμερικανική πολιτική προς το Ισραήλ, με τους νέους αξιωματούχους να υποστηρίζουν ανοιχτά τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές της ατζέντας της δεξιάς πτέρυγας. Ο συγγραφέας αναλύει τις πρόσφατες κατηγορίες του πρώην στρατηγού Γκιόρα Εϊλάντ κατά του Προέδρου Μπάιντεν, τονίζοντας ότι παρά την αμερικανική επιρροή, το Ισραήλ διατηρεί την αυτονομία του στη λήψη αποφάσεων. Το άρθρο καταλήγει με την πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου της Ιερουσαλήμ να απορρίψει το αίτημα του Πρωθυπουργού Νετανιάχου για αναβολή της κατάθεσής του, με τον Κατζ να υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή είναι ακατάλληλη δεδομένης της τρέχουσας πολεμικής κατάστασης και των κρίσιμων αποφάσεων που απαιτούνται για το μέλλον της χώρας

Ο Τύπος της Ασίας

Σε κύριο άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ιαπωνική έκδοση Asahi Shimbun στις 11 Νοεμβρίου, αναλύεται η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών και οι προκλήσεις για την Ιαπωνία. Το άρθρο τονίζει τις σημαντικές διπλωματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ιαπωνία, καθώς ο Τραμπ είναι γνωστός για την πολιτική «Πρώτα η Αμερική» και την άσκηση πίεσης στους συμμάχους. Ο Πρωθυπουργός Σιγκέρου Ισίμπα επιδιώκει να εγκαθιδρύσει μια ειλικρινή σχέση με τον Τραμπ, αναγνωρίζοντας τη λεπτή ισορροπία μεταξύ της διατήρησης της αμερικανικής περιφερειακής εμπλοκής και της αντίστασης σε υπερβολικές απαιτήσεις. Η Ιαπωνία καλείται να υιοθετήσει μια πολυεπίπεδη διπλωματική στρατηγική. Ως εκ τούτων, καλείται να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, να συντονίσει διεθνείς προσπάθειες για παγκόσμιες προκλήσεις, να ενισχύσει τη συνεργασία με τις χώρες του G7 και του Ειρηνικού, να υποστηρίξει την Ουκρανία και να προωθήσει τον αφοπλισμό στην Κορεατική Χερσόνησο. Όπως καταλήγει το άρθρο,  η Ιαπωνία πρέπει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διεθνή σκηνή, διατηρώντας την ανεξαρτησία της και αποφεύγοντας τον μονομερή προσανατολισμό προς τις ΗΠΑ.

Σε κύριο άρθρο της εφημερίδας China Daily στις 12 Νοεμβρίου 2024, αναλύεται η κλιμακούμενη ένταση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, με έντονη έκκληση για αποκλιμάκωση. Το άρθρο επισημαίνει τις επιθετικές δηλώσεις του νέου Υπουργού Άμυνας του Ισραήλ, Ισραέλ Καντζ, ο οποίος υπονοεί πιθανή στρατιωτική επίθεση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Η στάση αυτή φαίνεται να ενισχύεται από την αμερικανική υποστήριξη, ιδιαίτερα ενόψει της πιθανής επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ. Η Κίνα καλεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να επιδείξουν προσοχή και να αποφύγουν την κλιμάκωση. Το άρθρο τονίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σταματήσουν να υποστηρίζουν άνευ όρων το Ισραήλ και να εργαστούν ενεργά για την αποκατάσταση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή. «Είναι καιρός οι ΗΠΑ να σταματήσουν να επιτρέπουν τις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ και να κάνουν περισσότερα για να αποκαταστήσουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή. Τόσο η Ουάσινγκτον όσο και το Τελ Αβίβ θα πρέπει να συμμορφωθούν με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, καθώς είναι δεσμευτικά για όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ. Το Ισραήλ, ειδικότερα, πρέπει να σταματήσει να λαμβάνει μέτρα που κλιμακώνουν περαιτέρω την κατάσταση, και οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν να δίνουν στο Τελ Αβίβ τη σφραγίδα έγκρισής τους», αναφέρει το άρθρο.

Ο Τύπος της Ρωσίας και της Ουκρανίας

Σε άρθρο του φιλοσόφου Αλεξάντρ Ντούγκιν, με τίτλο «Ο ισλαμικός κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα της ενοποίησης», που δημοσιεύθηκε στη RIA Novosti στις 13 Νοεμβρίου, αναλύεται η πιθανή ενοποίηση του ισλαμικού κόσμου μετά την έκτακτη σύνοδο κορυφής στο Ριάντ. Ο Ντούγκιν επισημαίνει την απρόσμενη συνάντηση ηγετών που θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα αντίπαλοι, όπως ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τόνισε την ανάγκη υποστήριξης της Παλαιστίνης και την ενίσχυση της ενότητας μεταξύ των ισλαμικών χωρών. Ο συγγραφέας του άρθρου υποστηρίζει ότι οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν επιταχύνει την ανάγκη για ενότητα στον ισλαμικό κόσμο. Κοιτώντας στο παρελθόν, ο Ντούγκιν αναφέρεται στις ιστορικές προσπάθειες ενοποίησης του ισλαμικού κόσμου και προτείνει ως ιδανικό πρότυπο το Χαλιφάτο των Αββασιδών. Αυτό το μοντέλο, επέτρεψε την αρμονική συνύπαρξη διαφόρων πολιτισμών και θρησκευτικών ρευμάτων, προωθώντας την επιστήμη και τις τέχνες. Ο Ντούγκιν τονίζει ότι, για να αποτελέσει ο ισλαμικός κόσμος έναν πλήρη πόλο σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα, απαιτείται ιδεολογική βάση και ενότητα. Η έκτακτη σύνοδος στο Ριάντ μπορεί να σηματοδοτεί το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ενώ η υπέρβαση των εσωτερικών διαφορών και της δημιουργίας ενός νέου πλαισίου συνεργασίας που θα βασίζεται σε κοινές αξίες και ιστορικά παραδείγματα είναι ζητήματα μέγιστης σημασίας. Σύμφωνα με τον Ντούγκιν, οι τρέχουσες προκλήσεις και οι απειλές μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για την ενοποίηση, οδηγώντας σε μια αναγέννηση του ισλαμικού κόσμου και στην ανάδειξή του ως σημαντικού παράγοντα στην παγκόσμια σκηνή.

Στο άρθρο του Jason Jay Smart, με τίτλο «Η Ομάδα της Ουκρανίας τα κάνει θάλασσα με την Ομάδα Τραμπ», που δημοσιεύθηκε στις 13 Νοεμβρίου στην ιστοσελίδα Kyiv Post, αναλύεται η κατάσταση στην Ουκρανία μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι συγκεντρώνονται στο Μαρ-α-Λάγκο όπου λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις που θα επηρεάσουν το μέλλον της Ουκρανίας, η ουκρανική κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της παραμένουν σιωπηλοί. Παρά την αρχική θετική αντίδραση του Προέδρου Ζελένσκι στην εκλογή του Τραμπ, η Ουκρανία δεν έχει προβεί σε ενέργειες για να διατηρήσει το ουκρανικό ζήτημα στην κορυφή της ατζέντας της νέας αμερικανικής διοίκησης. Ο Smart τονίζει την απουσία Ουκρανών αξιωματούχων στην αμερικανική συντηρητική τηλεόραση και στα μέσα ενημέρωσης, υπογραμμίζοντας ότι η Ουκρανία δεν προσπαθεί να προσεγγίσει τον νέο Πρόεδρο. Επιπλέον, αναφέρει ότι η Ουκρανή Πρέσβειρα στις ΗΠΑ, Οξάνα Μακαρόβα, πέρασε τα τελευταία δυόμισι χρόνια ευθυγραμμισμένη με τους Δημοκρατικούς, αγνοώντας τους Ρεπουμπλικάνους, κάτι που έχει βλάψει τις διμερείς σχέσεις. Ο συγγραφέας επιπλήττει τους υποστηρικτές της Ουκρανίας που συνεχίζουν να θεωρούν το ζήτημα ως «θέμα των Δημοκρατικών» και δεν προσπαθούν να εμπλακούν σε διάλογο με την ομάδα του Τραμπ. Το άρθρο καταλήγοντας επισημαίνει ότι οι αρχικές επιλογές προσώπων για κορυφαίες θέσεις, όπως ο Μάικ Βολτς ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας και ο Μάρκο Ρούμπιο ως Υπουργός Εξωτερικών, αναγνωρίζουν την απειλή που θέτει η Ρωσία όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και στις ΗΠΑ.

Πηγή: ΚΥΠΕ