Αυτή τη βδομάδα, ο διεθνής Τύπος ανέδειξε μια σειρά σημαντικών γεγονότων που επηρεάζουν τη γεωπολιτική σκηνή.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία παραμένει στο επίκεντρο, με ενδείξεις ότι, παρά τις αρχικές προσδοκίες, οι προσπάθειες αντίστασης στις προελάσεις της Ρωσίας δεν έχουν φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίζουν να σημειώνουν πρόοδο υποστηριζόμενες από συμμαχικές χώρες, ενώ η ενότητα της Δύσης παρουσιάζει ρωγμές λόγω διαφωνιών σχετικά με τη συνέχιση της υποστήριξης προς την Ουκρανία.
Παράλληλα, η Ρωσία επιχειρεί να δείξει ότι δεν είναι απομονωμένη διεθνώς διοργανώνοντας υψηλού προφίλ συναντήσεις και ενισχύοντας τις συμμαχίες της με βασικούς παγκόσμιους εταίρους. Στη Μέση Ανατολή, η συνεχιζόμενη κρίση προκαλεί ανησυχία, καθώς συνεχίζονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο ευρύτερων περιφερειακών συγκρούσεων και επιδεινώνοντας την ανθρωπιστική κατάσταση για τους αμάχους.
Σε άλλα μέρη του κόσμου, χώρες όπως η Μολδαβία αντιμετωπίζουν εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εξωτερικών επιρροών, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις των σύγχρονων γεωπολιτικών ισορροπιών. Στην Ασία, οι αυξημένες στρατιωτικές δραστηριότητες γύρω από την Ταϊβάν έχουν προκαλέσει εκκλήσεις για διάλογο με στόχο την αποκλιμάκωση των περιφερειακών εντάσεων.
Ο Τύπος της Δύσης
Ο αρθρογράφος Walter Russell Mead, στο άρθρο του «Το αυξανόμενο αντίτιμο του Πούτιν για την ειρήνη στην Ουκρανία», που δημοσιεύτηκε στη Wall Street Journal στις 21 Οκτωβρίου, αναλύει τις στρατηγικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και η Γερμανία στον πόλεμο της Ουκρανίας. Παρά την αρχική αισιοδοξία ότι οι κυρώσεις και η διεθνής πίεση θα οδηγούσαν στην ήττα του Πούτιν, η πραγματικότητα αποδεικνύεται πολύ διαφορετική. Ο Πούτιν, παρά τις οικονομικές κυρώσεις και τις στρατιωτικές προκλήσεις, σημειώνει πρόοδο στην Ουκρανία, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις υποστηρίζονται από τη Βόρεια Κορέα, την Κίνα και το Ιράν.
Ταυτόχρονα, φιλορωσικά κόμματα κερδίζουν έδαφος στην Ανατολική Γερμανία, ενώ στις ΗΠΑ αυξάνονται οι φωνές υπέρ της διακοπής της υποστήριξης προς την Ουκρανία. Ο Mead επισημαίνει ότι η Δύση αντιμετωπίζει την προοπτική ενός πολέμου φθοράς, ο οποίος απαιτεί πολυετή και δαπανηρή υποστήριξη προς την Ουκρανία. Οι Κυβερνήσεις του Αμερικανού Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, και του Καγκελάριου της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, αναζητούν μια διέξοδο, ενδεχομένως μέσω μιας συμβιβαστικής ειρήνης, με την Ουκρανία να παραχωρεί εδάφη αλλά να εντάσσεται στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, ο Πούτιν δεν δείχνει διατεθειμένος να προσφέρει εύκολες λύσεις. Όπως αναφέρει ο Mead, η αμερικανογερμανική συνεργασία, η οποία αντιμετωπίζει τη σημαντικότερη δοκιμασία της από την εποχή του Τζορτζ Μπους, κινδυνεύει να αποτύχει αν δεν βρει σύντομα μια ρεαλιστική και αποφασιστική στρατηγική αντιμετώπισης του Πούτιν.
Η βραζιλιάνική εφημερίδα Globo, στο δημοσίευμα «Ο Πούτιν προσπαθεί να επιδείξει δύναμη συγκεντρώνοντας ηγέτες στη συνάντηση των BRICS που ξεκινά αυτή την Τρίτη στη Ρωσία», που δημοσιεύτηκε στις 22 Οκτωβρίου, ανέλυσε την προσπάθεια του Ρώσου Προέδρου να δείξει ότι οι προσπάθειες της Δύσης να απομονώσουν τη χώρα του έχουν αποτύχει. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν συγκέντρωσε περίπου 20 ξένους ηγέτες στην πόλη Καζάν, στις όχθες του Βόλγα, για τη Σύνοδο Κορυφής των BRICS, την οποία η Μόσχα θεωρεί ως το σημαντικότερο διπλωματικό γεγονός που έχει διοργανώσει.
Στο περιθώριο της συνόδου, ο Πούτιν συναντήθηκε με τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, παρά τις επικρίσεις του τελευταίου για τη στάση της Ρωσίας στον πόλεμο με την Ουκρανία. Η σύνοδος έλαβε χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία η Ρωσία κερδίζει έδαφος στη σύγκρουση με το Κίεβο και ενισχύει τις συμμαχίες της με σημαντικούς παράγοντες στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Η Ρωσία επιδιώκει να δείξει ότι όχι μόνο δεν είναι απομονωμένη, αλλά διαθέτει σημαντικούς εταίρους και συμμάχους. Στο πλαίσιο αυτό, θέμα στην ημερήσια ατζέντα της συνόδου ήταν η δημιουργία της κατηγορίας των «χωρών εταίρων» του μπλοκ. Η Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν και η Μαλαισία έχουν ήδη υποβάλει αιτήσεις για ένταξη. Ενώ από την αμερικανική ήπειρο, η Βενεζουέλα και η Νικαράγουα επιθυμούν επίσης να ενταχθούν, παρά τις πρόσφατες διπλωματικές κρίσεις με τη Βραζιλία.
Ο Simon Tisdall, στο άρθρο του «Ο Νετανιάχου, ο αδίστακτος τυχοδιώκτης, θα συνεχίσει να βομβαρδίζει, η ριψοκίνδυνη τακτική του μπορεί να πάει πολύ μακριά», που δημοσιεύθηκε στην Guardian στις 22 Οκτωβρίου, υποστηρίζει ότι ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου, δεν επιθυμεί κατάπαυση του πυρός στη Γάζα ή στον Λίβανο. Ο Tisdall θεωρεί ότι η ιδέα πως ο Νετανιάχου θα σταματήσει τις επιθέσεις είναι αυταπάτη. Όπως όλα δείχνουν, ο Νετανιάχου θα συνεχίσει στην ίδια πορεία έως ότου οι ΗΠΑ βρουν την πολιτική βούληση να τον σταματήσουν. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο Νετανιάχου και οι ακροδεξιοί σύμμαχοί του πιστεύουν λανθασμένα ότι κερδίζουν τον πόλεμο που ξεκίνησε η Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους.
Θεωρούν τη δολοφονία του ηγέτη της Χαμάς, Γιαχία Σινουάρ, ως επιτυχία της επιθετικής τους πολιτικής, παρόλο που αυτό μπορεί τελικά να στραφεί εναντίον τους. Ο Νετανιάχου στοχεύει επίσης στο Ιράν, αυξάνοντας τον κίνδυνο μιας ευρύτερης σύγκρουσης. Ο Tisdall σημειώνει ότι ο Νετανιάχου αγνοεί τις συμβουλές των στρατιωτικών ηγετών του Ισραήλ και των ΗΠΑ για αξιοποίηση της κατάστασης και στροφή προς διαπραγματεύσεις. Συνεχίζει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, προκαλώντας υψηλές απώλειες αμάχων και πλήττοντας μη στρατιωτικούς στόχους. Η στάση του απέναντι στις διεθνείς ειρηνευτικές προσπάθειες είναι περιφρονητική, καθώς επιδιώκει να επιβάλει τους δικούς του όρους. Τελικά, όπως προειδοποιεί ο Tisdall, η ριψοκίνδυνη στρατηγική του Νετανιάχου μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για το Ισραήλ. Χωρίς σαφές πλάνο για το μέλλον και με πιθανή κλιμάκωση με το Ιράν, οι ενέργειές του μπορεί να οδηγήσουν σε απρόβλεπτες και επικίνδυνες εξελίξεις στην περιοχή.
Το άρθρο «Η Μολδαβία, μεταξύ Βρυξελλών και Μόσχας», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα El País στις 22 Οκτωβρίου, αναλύει τον εσωτερικό διχασμό που έχει προκύψει στη Μολδαβία μετά το δημοψήφισμα για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις προεδρικές εκλογές. Οι πολίτες της Μολδαβίας ψήφισαν υπέρ της ένταξης στην ΕΕ με ελάχιστη διαφορά 0,62% σε ένα δημοψήφισμα για την προσθήκη της ένταξης στο Σύνταγμα της χώρας. Η νίκη αυτή επιτεύχθηκε κυρίως χάρη στις ψήφους της πολυάριθμης διασποράς. Στον αντίποδα, στις περιοχές Γκαγκάουζια και Υπερδνειστερία υπήρξε ευρεία απόρριψη της πρότασης, με την τελευταία να λειτουργεί ως αυτονομιστική δημοκρατία υπό την επιρροή της Μόσχας.
Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, η νυν Πρόεδρος και φιλοευρωπαία Μάια Σάντου επικράτησε με διαφορά 16 μονάδων έναντι του φιλορώσου υποψηφίου Αλεξάντερ Στοϊανόγλο. Ωστόσο, η Σάντου αντιμετωπίζει προκλήσεις στον δεύτερο γύρο, καθώς υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το πού θα κατευθυνθούν τα ποσοστά των άλλων φιλορώσων υποψηφίων που συγκέντρωσαν συνολικά 18%. Η Σάντου έχει καταγγείλει, με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την εκλογική παρέμβαση του Κρεμλίνου μέσω προπαγάνδας, παραπληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άμεσης αγοράς ψήφων από Μολδαβό ολιγάρχη που ζει εξόριστος στη Μόσχα. Οι ρωσικές παρεμβάσεις στη Μολδαβία δεν είναι κάτι νέο, καθώς αυτές χρονολογούνται από την ανεξαρτησία της χώρας το 1991 και ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Υπερδνειστερίας από φιλορωσικές δυνάμεις. Η Πρόεδρος Σάντου επιδιώκει την επανένταξη της Υπερδνειστερίας στο μολδαβικό κράτος και την ομαλοποίηση της κατάστασης στην περιοχή η οποία έχει διαταραχθεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Η Μολδαβία βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή, με το μέλλον της να παραμένει αβέβαιο, εξαιτίας των συνεχιζόμενων παρεμβάσεων της Μόσχας και των επικείμενων εκλογικών αναμετρήσεων.
Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής
Ο Δρ. Φουάντ Ζαμκάλ, στο άρθρο του «Ποιες είναι οι επιπτώσεις του καταστροφικού πολέμου στους παραγωγικούς τομείς;», που δημοσιεύθηκε στη λιβανέζικη εφημερίδα Al Joumhouria στις 22 Οκτωβρίου, αναλύει τις σοβαρές συνέπειες που έχει ο πρόσφατος πόλεμος στον Λίβανο σε όλα τα παραγωγικά τμήματα της χώρας. Ο Ζαμκάλ επισημαίνει ότι ο λαός και η οικονομία πληρώνουν το βαρύ τίμημα ενός πολέμου που δεν επέλεξαν, καθιστώντας τη χώρα πεδίο αντιπαράθεσης ξένων συμφερόντων.
Ο τουριστικός τομέας, ο οποίος το καλοκαίρι του 2023 παρουσίασε ανάκαμψη με έσοδα άνω των 3 δισ. δολαρίων, υπέστη σοβαρό πλήγμα με την έναρξη των εχθροπραξιών τον Οκτώβριο του 2023, οδηγώντας σε απώλειες 4-5 δισ. δολαρίων. Ο βιομηχανικός τομέας, που είχε ξεκινήσει να ανακάμπτει έπειτα από πέντε χρόνια ύφεσης, αντιμετωπίζει αυξημένα κόστη παραγωγής, μεταφοράς και ασφάλισης, καθώς και έλλειψη εργατικού δυναμικού. Πολλές βιομηχανίες στον νότιο Λίβανο έχουν καταστραφεί ή αναγκαστεί να σταματήσουν τη λειτουργία τους. Ο αγροτικός τομέας υποφέρει από τις καταστροφές των εύφορων εδαφών στην κοιλάδα Μπεκάα και στο νότιο Λίβανο, με τις ζημιές να απαιτούν πάνω από πέντε χρόνια για να αποκατασταθούν. Επιπλέον, ο τομέας της τεχνολογίας και των επικοινωνιών κινδυνεύει να αποκοπεί πλήρως, ενώ ο χρηματοπιστωτικός και τραπεζικός τομέας έχει υποστεί περαιτέρω πλήγμα, καθιστώντας τις τράπεζες «τράπεζες-φαντάσματα».
Ο Ζαμκάλ τονίζει ότι η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόλεμο του 2006, καθώς έχουν χαθεί οι δυνατότητες αντίστασης και ανοικοδόμησης. Η οικονομία έχει συρρικνωθεί από 50 δισ. δολάρια σε περίπου 19 δισ., και οι απώλειες από τον πόλεμο εκτιμώνται στα 15 δισ. δολάρια. Καταλήγοντας ο Ζαμκάλ προβλέπει ότι η ανοικοδόμηση θα είναι δύσκολη χωρίς ένα ενιαίο όραμα και ισχυρά θεμέλια που σέβονται το κράτος, τους θεσμούς και τις συνταγματικές προθεσμίες.
«Ο Μπίμπι είχε δίκιο: Πώς οι πρόσφατες στρατιωτικές επιτυχίες του Ισραήλ ενισχύουν την ηγεσία του» είναι ο τίτλος του κύριου άρθρου της Jerusalem Post που δημοσιεύτηκε στις 22 Οκτωβρίου. Το άρθρο αναλύει πώς οι πρόσφατες στρατιωτικές επιτυχίες του Ισραήλ ενίσχυσαν τη δημοτικότητα του Νετανιάχου. Περιγράφει μια σειρά επιχειρήσεων κατά της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών ηγετών όπως ο Μοχάμεντ Ντέιφ, ο Ισμαήλ Χανίγιε και ο Χασάν Νασράλα, αλλά και της πιο πρόσφατης επιτυχίας που ήταν η εξόντωση του Γιαχία Σινουάρ στη Ράφα. Το άρθρο επισημαίνει ότι ο Νετανιάχου αντιμετώπισε πιέσεις από την Κυβέρνηση Μπάιντεν, ειδικά σχετικά με την εισβολή στη Ράφα.
Ωστόσο, η επιτυχής εξόντωση του Σινουάρ δικαίωσε τη στρατηγική του Νετανιάχου, ενώ την ίδια στιγμή το Λικούντ φαίνεται να ανακάμπτει στις δημοσκοπήσεις. Παρά τις συνεχιζόμενες επικρίσεις, ο Νετανιάχου έχει καταφέρει να κερδίσει χρόνο και να βελτιώσει τη θέση του καθώς ο πόλεμος εξελίσσεται προς όφελος του Ισραήλ. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με το κείμενο, «ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού εξακολουθεί να είναι θυμωμένο με τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό, θυμωμένο για την έλλειψη συμφωνίας για τους ομήρους, θυμωμένο που δεν έχει ακόμη αναληφθεί η ευθύνη για την 7η Οκτωβρίου, θυμωμένο που χιλιάδες πολίτες δεν μπορούν ακόμη να επιστρέψουν στα σπίτια τους, αλλά ο Νετανιάχου έχει ξαναπεράσει από αυτό το μονοπάτι και ξέρει πώς να παίζει το πολιτικό παιχνίδι», όπως σημειώνεται.
Το άρθρο καταλήγει με την επισήμανση ότι «αυτό που έχει κάνει ο Μπίμπι είναι να κερδίσει χρόνο, ελπίζοντας και ρισκάροντας ότι η πολιτική του τύχη θα αλλάξει καθώς αλλάζει η ροή του πολέμου που όπως από την αρχή είπε θα ήταν ένας μακρύς πόλεμος. Φαίνεται ότι η παλίρροια μπορεί να έχει γυρίσει υπέρ του», σημειώνει.
Ο Τύπος της Ασίας
Στο κύριο της άρθρο «Η Κίνα πρέπει να σταματήσει τις προσπάθειες εκφοβισμού για να υποτάξει την Ταϊβάν», η εφημερίδα The Asahi Shimbun στις 24 Οκτωβρίου επισημαίνει την ανησυχία για τις επανειλημμένες στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν. Η Κίνα πραγματοποίησε πρόσφατα μια ακόμη μεγάλης κλίμακας άσκηση γύρω από την Ταϊβάν, με τη συμμετοχή 17 πολεμικών πλοίων, 17 άλλων σκαφών και 153 στρατιωτικών αεροσκαφών. Αυτές οι συνεχιζόμενες ενέργειες εκφοβισμού αυξάνουν τις στρατιωτικές εντάσεις στην περιοχή και είναι απολύτως απαράδεκτες για τις γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας. Η Κίνα παρουσιάζει αυτές τις ασκήσεις ως «ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα ενάντια στις διασπαστικές ενέργειες των δυνάμεων ανεξαρτησίας της Ταϊβάν».
Η οργή του Πεκίνου πυροδοτήθηκε από την ομιλία του Προέδρου της Ταϊβάν, Lai Ching-te, ο οποίος δήλωσε ότι «η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν έχει δικαίωμα να εκπροσωπεί την Ταϊβάν». Το άρθρο υπογραμμίζει ότι η συνεχιζόμενη στρατιωτική πίεση και οι τακτικές εκφοβισμού της Κίνας όχι μόνο αποτυγχάνουν να κάμψουν την Ταϊβάν, αλλά υπονομεύουν τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας. Προειδοποιεί ότι οποιαδήποτε ενέργεια που απειλεί την ασφάλεια των διεθνών υδάτων γύρω από την Ταϊβάν θα θεωρηθεί εχθρική από άλλες χώρες. Τέλος, καλεί την Κίνα, ως μια μεγάλη δύναμη υπεύθυνη για τη διατήρηση της διεθνούς τάξης και σταθερότητας, να απέχει από ενέργειες που υπονομεύουν την αξιοπιστία της και να επανέλθει σε διάλογο με την Ταϊβάν για την ειρηνική επίλυση των διαφορών τους.
Στο κύριο άρθρο του «Οι ΗΠΑ ως υποκινητής της κρίσης στη Μέση Ανατολή», που δημοσιεύτηκε στο chinadaily.com.cn στις 22 Οκτωβρίου, αναλύεται ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην κρίση στη Μέση Ανατολή. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, πραγματοποίησε εβδομαδιαία επίσκεψη στη Μέση Ανατολή, στο 11ο ταξίδι του από τότε που ξέσπασε η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους. Παρά τις δηλώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι στόχος της επίσκεψης είναι ο τερματισμός του πολέμου στη Γάζα, το άρθρο υποστηρίζει ότι οι ενέργειες των ΗΠΑ έχουν επιδεινώσει την κατάσταση.
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων επισκέψεων του Μπλίνκεν, ο πόλεμος στη Γάζα κλιμακώθηκε, με αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 42.000 Παλαιστινίων από τις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις από τον Οκτώβριο του 2023. Επιπλέον, η σύγκρουση έχει επεκταθεί στην περιοχή, με τον κίνδυνο πολέμου με το Ιράν να αυξάνεται. Το άρθρο κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι παρέχουν άνευ όρων στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στο Ισραήλ, ενθαρρύνοντας τις επιθετικές του ενέργειες και υπονομεύοντας τις προοπτικές για εκεχειρία. Επιπλέον, οι ΗΠΑ φέρονται να αγνοούν την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα, καθώς και τις εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός από τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Το άρθρο υποστηρίζει ότι οι ενέργειες της Ουάσιγκτον αποκαλύπτουν την υποκρισία της, δεδομένου ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για την προώθηση της γεωπολιτικής της ατζέντας παρά για μια πραγματική λύση δύο κρατών ή την αυτονομία των Παλαιστινίων.
Ο Τύπος της Ρωσίας και της Ουκρανίας
Ο Κιρίλ Στρέλνικοφ, στο άρθρο του με τίτλο «Οι αμφιβολίες έχουν τελειώσει: οι ΗΠΑ θα παρέχουν στο Κίεβο ό,τι χρειάζεται (;)», που δημοσιεύθηκε στο RIA Novosti στις 23 Οκτωβρίου, αναλύει την πρόσφατη επίσκεψη του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, στο Κίεβο. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι η επίσκεψη αυτή προκάλεσε ερωτήματα μεταξύ των διεθνών αναλυτών, δεδομένου ότι οι προηγούμενες συναντήσεις του Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι με Αμερικανούς αξιωματούχους δεν είχαν επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα. Ο Στρέλνικοφ σημειώνει ότι ο Ζελένσκι, παρά τις υψηλές του προσδοκίες, δεν έλαβε τις επιθυμητές εγγυήσεις για ένταξη στο ΝΑΤΟ ή την άδεια για χρήση δυτικών όπλων σε ρωσικό έδαφος.
Επιπλέον, όπως αναφέρει ο συγγραφέας οι πρόσφατες δηλώσεις δυτικών ηγετών υποδηλώνουν μια συρρίκνωση της υποστήριξης προς την Ουκρανία, καθώς και την κούραση που έχει προκληθεί στις δυτικές κοινωνίες από τον συνεχιζόμενο πόλεμο. Σημαντική εξέλιξη που επηρεάζει την πορεία του πολέμου είναι, επίσης, οι δημογραφικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ουκρανία, όπως η μείωση του πληθυσμού και η αύξηση των περιπτώσεων λιποταξίας στον στρατό. Ως εκ τούτου, ο Στρέλνικοφ υποστηρίζει ότι η Δύση ενδέχεται να ωθεί την Ουκρανία προς μια ειρηνική διευθέτηση, αναγνωρίζοντας ότι η συνέχιση της σύγκρουσης δεν είναι βιώσιμη. Η ανάγνωση των δηλώσεων του Προέδρου Πούτιν, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, μπορεί να δώσει κατευθύνσεις για την επίτευξη ειρήνης, καθώς οι ελπίδες για αλλαγή στάσης μετά την εκλογή του νέου Αμερικανού Πρόεδρου είναι αβάσιμες.
Η Marci Shore, στο άρθρο της με τίτλο «Αλλάζοντας το παράδειγμα στην Ουκρανία», που δημοσιεύθηκε στις 22 Οκτωβρίου στην ιστοσελίδα Kyiv Independent, αναλύει την ανάγκη αλλαγής της αμερικανικής προσέγγισης στον πόλεμο της Ουκρανίας. Η αρθρογράφος υποστηρίζει ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έχει προσκολληθεί στην πολιτική της «αποφυγής κλιμάκωσης», ακόμη και όταν αυτή έχει καταστεί παράλογη και θανατηφόρα. Η συγγραφέας αναφέρει το τραγικό παράδειγμα μιας οικογένειας στη Λβιβ, που σκοτώθηκε από ρωσικό πύραυλο, τονίζοντας ότι οι Ουκρανοί γνωρίζουν τα σημεία εκτόξευσης αυτών των πυραύλων στη Ρωσία, αλλά δεν επιτρέπεται να τα πλήξουν με τα αμερικανικά όπλα που διαθέτουν. Η Shore επισημαίνει ότι αυτή η περιοριστική πολιτική αποδυναμώνει την αμυντική ικανότητα της Ουκρανίας και κοστίζει ανθρώπινες ζωές.
Παρά το ότι ο Μπάιντεν θεωρείται άνθρωπος με ηθικές αρχές και ενσυναίσθηση, η συγγραφέας τον επικρίνει για την έλλειψη τόλμης να εγκαταλείψει παρωχημένα παραδείγματα και να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Αντλώντας από το παρελθόν, θυμίζει τον ρόλο του Μπάιντεν στις ακροάσεις της Ανίτα Χιλ το 1991, όταν η αποφυγή ριζοσπαστικών αποφάσεων είχε σοβαρές συνέπειες. Η Shore καλεί τον Μπάιντεν να αναλάβει δράση, όπως έκανε ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος απέναντι στην απειλή στάθηκε γενναία και αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του. Επίσης, προτρέπει τον Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να υπερασπιστεί τον εαυτό της πλήρως, αναθεωρώντας μια πολιτική που δεν ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες της σημερινής κρίσης.
Πηγή: ΚΥΠΕ