Η γεωπολιτική σκακιέρα φλέγεται σε πολλαπλά μέτωπα, με τον Τύπο να καταγράφει τις διαφορετικές οπτικές γωνίες και αναλύσεις. Για μια ακόμη εβδομάδα, το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) περισύλλεξε τις αναλύσεις και τα άρθρα γνώμης που ξεχώρισαν την προηγούμενη εβδομάδα στο διεθνή Τύπο σχετικά με τις συνεχιζόμενες εντάσεις και συγκρούσεις σε διάφορα σημεία του πλανήτη. 

Η κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τη σύγκρουση Ισραήλ - Χαμάς, πυροδοτεί έντονες συζητήσεις για την αναγκαιότητα νίκης του  Ισραήλ, το ποιος έχει την ευθύνη για την κλιμάκωση των συγκρούσεων και τις προοπτικές ειρήνευσης. 

Η εμπλοκή του Ιράν και του Λιβάνου, σε συνδυασμό με την ανησυχία για το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν, εντείνουν την αβεβαιότητα. Παράλληλα, οι προσπάθειες του Τούρκου Προέδρου για την ενοποίηση του τουρκικού κόσμου προκαλούν ανησυχία στη Ρωσία, ενώ στην Ουκρανία η συζήτηση περί συλλογικής ευθύνης του ρωσικού λαού για τον πόλεμο διχάζει. Τέλος, η ΕΕ καλείται να ενισχύσει την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Ασία, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου ανταγωνισμού με την Κίνα. 

Διαβάστε ακόμη: Χεζμπολάχ: Απώθησε δύο απόπειρες διείσδυσης των ισραηλινών δυνάμεων

Ο Τύπος της Δύσης

Στις 8 Οκτωβρίου, ο Bret Stephens υπέγραψε στην εφημερίδα «The New York Times» το άρθρο με τίτλο «Πρέπει να ελπίζουμε ότι θα νικήσει το Ισραήλ». Ο Stephens υποστηρίζει ότι ο κόσμος πρέπει να ελπίζει στη νίκη του Ισραήλ εναντίον της Χαμάς, της Χεζμπόλλαχ, των Χούθι και της Τεχεράνης. Τονίζει ότι το Ισραήλ πρέπει να αποδυναμώσει τους εχθρούς του σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναγνωρίσουν ότι η συνέχιση της σύγκρουσης δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Ο Stephens επισημαίνει ότι όσοι επιθυμούν ένα ανεξάρτητο, ελεύθερο και ειρηνικό παλαιστινιακό κράτος θα πρέπει επίσης να επιθυμούν τη νίκη του Ισραήλ. Αν η Χαμάς παραμείνει στην εξουσία στη Γάζα, το Ισραήλ δεν θα παραχωρήσει ποτέ τη Δυτική Όχθη, φοβούμενο μια παρόμοια κατάληψη από τη Χαμάς. Επιπλέον, η εξουσία της Χαμάς υπονομεύει την πιθανότητα μεταρρύθμισης της Παλαιστινιακής Αρχής και την ανάδειξη μετριοπαθών παλαιστινιακών ομάδων. Σχετικά με τον Λίβανο, ο Stephens υποστηρίζει ότι η νίκη του Ισραήλ είναι απαραίτητη ώστε να προκύψει ένα ανεξάρτητο και ειρηνικό λιβανέζικο κράτος. Παράλληλα, ο συγγραφέας πιστεύει ότι μια ισραηλινή νίκη θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάδυση μιας πιο μετριοπαθούς κυβέρνηση στο Ισραήλ. Μια ήττα ή ένας συμβιβασμός θα ενίσχυε τα ακροδεξιά στοιχεία τα οποία θα κατηγορούσαν την κυβέρνηση για υποχώρηση. Τέλος, ο Stephens υπογραμμίζει ότι σε έναν κόσμο που θυμίζει τη δεκαετία του 1930, με επιθετικές δικτατορίες να αμφισβητούν τις δημοκρατίες, η νίκη του Ισραήλ θα συμβάλει στην προώθηση της παγκόσμιας ελευθερίας και σταθερότητας.

Ο Daniel Finkelstein, στο άρθρο του «Μπορεί να μην εμπιστεύομαι τον Μπίμπι, αλλά το Ισραήλ είχε δίκιο να πολεμήσει», που δημοσιεύθηκε στους The Times στις 8 Οκτωβρίου, εκφράζει τις απόψεις του για τη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, συνδέοντας τις με την προσωπική του οικογενειακή ιστορία. Αναφέρει ότι ο πατέρας του, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε στην Παλαιστίνη και σκέφτηκε να μείνει εκεί, αλλά τελικά η οικογένειά του μετανάστευσε στη Βρετανία. Αυτή η εμπειρία, κοινή για πολλούς Βρετανούς Εβραίους, επηρεάζει την αντίδρασή του στα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου. Ο Finkelstein εκφράζει θλίψη, φόβο και αποφασιστικότητα μετά τις επιθέσεις της Χαμάς, υποστηρίζοντας ότι το Ισραήλ έπρεπε να δράσει για να αποτρέψει περαιτέρω επιθέσεις και να καταστρέψει τη Χαμάς. Επισημαίνει ότι, παρά το ότι κατανοεί τις ανησυχίες σχετικά με τις απώλειες αμάχων, είναι απογοητευμένος από όσους υιοθετούν συνθήματα όπως «Ελευθερία στην Παλαιστίνη» χωρίς να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες για την ασφάλεια του Ισραήλ και των Εβραίων παγκοσμίως. Αν και στηρίζει την ανάγκη δράσης του Ισραήλ, ο Finkelstein εκφράζει αμφιβολίες για την ηγεσία του Μπενιαμίν Νετανιάχου, δηλώνοντας ότι δεν τον εμπιστεύεται πλήρως όσον αφορά τη λήψη υπεύθυνων αποφάσεων. Τέλος, υπογραμμίζει ότι η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους με αυτονομία στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, με σεβασμό στο κράτος δικαίου και ασφάλεια για το Ισραήλ. 

Στο ρεπορτάζ με τίτλο «Κλιμάκωση προς ποιους σκοπούς; Το Ισραήλ διευρύνει τον πόλεμο πέρα από τη Γάζα», το γαλλικό δίκτυο France 24 ανέλυσε στις 8 Οκτωβρίου την επέκταση του πολέμου από το Ισραήλ στον νότιο Λίβανο. Το Ισραήλ ανακοίνωσε την εξόντωση ενός ακόμη ηγέτη της Χεζμπόλλαχ και την αποστολή επιπλέον δυνάμεων στον νότιο Λίβανο, σηματοδοτώντας κλιμάκωση της σύγκρουσης. Προς τι αυτή η κλιμάκωση; Οι Ισραηλινοί υποστηρίζουν ότι για να επιτευχθεί ειρήνη, πρέπει πρώτα να γίνει πόλεμος. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, κάλεσε τον λαό του Λιβάνου να σταθεί στα πόδια του και "να πάρει πίσω τη χώρα του", προειδοποιώντας για τις καταστροφικές συνέπειες μιας μακράς σύγκρουσης. Εν τω μεταξύ, ο αναπληρωτής ηγέτης της Χεζμπόλλαχ, Ναΐμ Κάσιμ, ανέφερε ότι το κόμμα είναι έτοιμο να συζητήσει εκεχειρία στον Λίβανο, αποσυνδέοντας τις διαπραγματεύσεις από την κατάσταση στη Γάζα. Το άρθρο παρουσιάζει απόψεις αναλυτών από το Ισραήλ, τον Λίβανο και τις ΗΠΑ, οι οποίοι συζητούν την πιθανότητα υπέρβασης στην κλιμάκωση, την έλλειψη σαφούς στρατηγικού στόχου από το Ισραήλ, τις αντιδράσεις των συμμάχων και τις επιπτώσεις στην περιοχή. Οι αναλυτές αναρωτιούνται αν η κλιμάκωση εξυπηρετεί τα συμφέροντα των συμμάχων του Ισραήλ, ιδιαίτερα των ΗΠΑ όπου οι συζητήσεις για εκεχειρία έχουν σιγήσει, και το ποιος τελικά καθοδηγεί τις πολιτικές αποφάσεις, ο Τζο Μπάιντεν ή ο Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Στο άρθρο «Ο κίνδυνος ότι το Ιράν θα προσφύγει στην ατομική βόμβα είναι πραγματικός» του Maximilian Popp, που δημοσιεύτηκε στο Der Spiegel στις 8 Οκτωβρίου, ο ειδικός σε θέματα Ιράν, Sina Azodi, προειδοποιεί για την κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Ο Azodi τονίζει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να παρέμβουν για να αποτρέψουν περαιτέρω κλιμάκωση, καθώς οποιαδήποτε ισραηλινή απάντηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανοικτό πόλεμο. Ο ειδικός εξηγεί ότι το ιρανικό καθεστώς βρίσκεται υπό πίεση, εσωτερικά και εξωτερικά. Η επίθεση του Ιράν ήταν μια προσπάθεια να δείξει ισχύ και να αποθαρρύνει το Ισραήλ από περαιτέρω ενέργειες κατά των συμμάχων του. Υπάρχει ανησυχία ότι σε περίπτωση ισραηλινών αντίποινων, το Ιράν θα κλιμακώσει περαιτέρω, προωθώντας ενδεχομένως το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ο Azodi εκφράζει τον φόβο ότι το Ιράν μπορεί να επιδιώξει την απόκτηση ατομικής βόμβας, καθώς ήδη πλήττεται από κυρώσεις και δεν έχει κάτι περισσότερο να χάσει. Σχετικά με το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων, ο Azodi αναφέρει ότι είναι απίθανο να δρομολογηθούν διαπραγματεύσεις πριν τις αμερικανικές εκλογές, καθώς και οι δύο πλευρές αναμένουν τις εξελίξεις από τις ΗΠΑ προτού προχωρήσουν στα επόμενα βήματα. Ο νέος πρόεδρος του Ιράν, Μασούτ Πεζεσκιάν, φαίνεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον για διάλογο με τη Δύση για την άρση των κυρώσεων. Ωστόσο, το ιρανικό βαθύ κράτος παραμένει σχετικά σταθερό και εξακολουθεί να απολαμβάνει την υποστήριξη των δυνάμεων ασφαλείας παρά τις εσωτερικές προκλήσεις.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

«Μπορούμε να αντλήσουμε ελπίδα από τα ερείπια της Γάζας ένα χρόνο μετά;» είναι ο τίτλος του άρθρου γνώμης του Sari Hanafi, που δημοσιεύτηκε στις 7 Οκτωβρίου στο The New Arab. Ο συγγραφέας προβληματίζεται για την καταστροφή που υπέστη η Γάζα, την καταστολή της αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους στις δυτικές χώρες και για το αν υπάρχει ελπίδα για το μέλλον της Παλαιστίνης. Ο Hanafi υποστηρίζει ότι η επίθεση των Παλαιστινίων στις 7 Οκτωβρίου ήταν μια φυσιολογική πράξη αντίστασης σε μια παρατεταμένη διαδικασία αποικιοκρατίας. Αναφέρει ότι τα τελευταία δώδεκα χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής του, καθώς κατά την εν λόγω περίοδο παρακολούθησε την καταστροφή στη Γάζα και τον μεγάλο αριθμό θυμάτων, κυρίως αμάχων. Εκφράζει την απογοήτευσή του για τη στάση των δυτικών χωρών που καταστέλλουν την ελευθερία του λόγου και την κριτική προς το Ισραήλ, με το να χαρακτηρίζουν τις προσπάθειες για λογοδοσία του Ισραήλ ως αντισημιτισμό. Παρά τις δυσκολίες, βρίσκει ελπίδα στην ισχυρή αλληλεγγύη που δείχνουν οι λαοί παγκοσμίως προς τον παλαιστινιακό αγώνα, ιδιαίτερα μέσω των φοιτητικών κινημάτων. Κριτικάρει την ασυνέπεια δυτικών διανοουμένων που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες περιπτώσεις αλλά σιωπούν για την κατάσταση στην Παλαιστίνη. Επισημαίνει ότι η ευρωπαϊκή πολιτική έχει χάσει την αξιοπιστία της και προτείνει την ενίσχυση της συνεργασίας με διανοούμενους από την Αφρική και τη Νότια Αμερική. Σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση, ο Hanafi εκφράζει την ανησυχία ότι το Ισραήλ επιδιώκει να εμπλέξει τον Λίβανο και το Ιράν σε πολεμική σύγκρουση, δημιουργώντας αδιέξοδο για τις χώρες αυτές. 

Στο άρθρο γνώμης του Zvi Barel με τίτλο «Το Ισραήλ εισέρχεται στο πιο επικίνδυνο στάδιο - Αποδοχή», που δημοσιεύτηκε στις 9 Οκτωβρίου στην Haaretz, ο συγγραφέας αναλύει τα στάδια του πένθους που περνά το Ισραήλ τον τελευταίο χρόνο. Ο Barel εφαρμόζει στην κοινωνία του Ισραήλ το μοντέλο των πέντε σταδίων πένθους της Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος: άρνηση, θυμό, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή. Αρχικά, το Ισραήλ βίωσε σοκ και άρνηση για τα γεγονότα που συνέβησαν. Στη συνέχεια, ο θυμός έδωσε τη θέση του σε προσπάθειες διαπραγμάτευσης, με την ελπίδα να επιτευχθεί η επιστροφή των ομήρων. Ωστόσο, καθώς αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν, η κοινωνία εισήλθε στο στάδιο της κατάθλιψης, βιώνοντας αισθήματα ντροπής και ενοχής. Τώρα, όπως υποστηρίζει ο Barel, το Ισραήλ εισέρχεται στο πιο επικίνδυνο στάδιο: την αποδοχή. Ο συγγραφέας εκφράζει ανησυχία ότι η αποδοχή οδηγεί σε παθητικότητα και αδράνεια απέναντι στην κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου, την οποία χαρακτηρίζει ως «κακόβουλη συμμορία». Καταλήγει εκφράζοντας φόβο όχι για τους εξωτερικούς κινδύνους, όπως ένας πιθανός πόλεμος με το Ιράν ή τον Λίβανο, αλλά για το ότι το Ισραήλ θα συνεχίσει να κυβερνάται από μια κυβέρνηση η οποία, κατά τη γνώμη του, εκμεταλλεύεται τις τραγωδίες για δικό της όφελος οδηγώντας τη χώρα σε περαιτέρω καταστροφές.

Ο Τύπος της Ασίας

Στο άρθρο του με τίτλο «Η Ευρώπη πρέπει να βελτιώσει τη θέση της μέσα από τους δεσμούς ΕΕ-ASEAN», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Jakarta Post στις 10 Οκτωβρίου, ο Chris Humphrey υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να ενισχύσει την παρουσία της στην Νοτιοανατολική Ασία. Ο συγγραφέας επισημαίνει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, οι οποίες θεωρούν ότι η ΕΕ δεν υποστηρίζει επαρκώς τα συμφέροντά τους. Παρά τις σημαντικές εμπορικές συμφωνίες και την στρατηγική εταιρική σχέση, η ΕΕ υστερεί σε σχέση με άλλους παγκόσμιους «παίκτες», όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίοι επιδεικνύουν μεγαλύτερη ενεργητικότητα και δέσμευση. Η απουσία υψηλόβαθμων εκπροσώπων της ΕΕ σε σημαντικές συναντήσεις και η έλλειψη ορατότητας σε κρίσιμους τομείς, όπως η ψηφιακή οικονομία και η ενεργειακή μετάβαση, στέλνουν λανθασμένα μηνύματα και υπονομεύουν την αξιοπιστία της ΕΕ. Ο Humphrey καταλήγει προτρέποντας την ΕΕ να αναλάβει δράση και να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή, προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά της και να διατηρήσει την επιρροή της. 

Το κύριο άρθρο της China Daily, στο άρθρο με τίτλο «Ήρθε η ώρα οι ΗΠΑ να ξυπνήσουν», που δημοσιεύθηκε στις 9 Οκτωβρίου, αναλύει τις πρόσφατες εξελίξεις στις σινοαμερικανικές εμπορικές σχέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο, η τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του Κινέζου Υπουργού Εμπορίου Wang Wentao και της Αμερικανίδας Υπουργού Εμπορίου Gina Raimondo σηματοδοτεί τη διατήρηση στενών επαφών μεταξύ των δύο χωρών. Παρά τις προσπάθειες της Κίνας για αποκατάσταση των υγιών εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να επιβάλλουν περιορισμούς στις εξαγωγές προηγμένων ημιαγωγών και διατηρούν τιμωρητικούς δασμούς σε κινεζικά προϊόντα. Το άρθρο υπογραμμίζει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να διευκρινίσουν τις ανησυχίες τους σχετικά με την εθνική ασφάλεια στον οικονομικό και εμπορικό τομέα, ώστε να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για συνεργασία. Επιπλέον, επισημαίνει ότι οι τιμωρητικές πολιτικές των ΗΠΑ δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν την ανάπτυξη της κινεζικής υψηλής τεχνολογίας. Το άρθρο υποστηρίζει ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να δει την Κίνα ως αναπτυξιακό εταίρο και όχι ως στρατηγικό ανταγωνιστή ή απειλή. Η επιμονή των ΗΠΑ σε μια ψυχροπολεμική νοοτροπία δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δύο λαών ούτε ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της διεθνούς κοινότητας. Τέλος, το άρθρο καλεί τις ΗΠΑ να συνεργαστούν για την εξομάλυνση των σινοαμερικανικών σχέσεων, ιδιαίτερα στον εμπορικό τομέα, τονίζοντας ότι οι δύο οικονομίες είναι δομικά συμπληρωματικές και μπορούν να ωφεληθούν σημαντικά μέσω της συνεργασίας.

Ο Τύπος της Ρωσίας και της Ουκρανίας

Ο Peter Akopov, στο άρθρο του «Ο Ερντογάν έκανε ένα επικίνδυνο βήμα», που δημοσιεύθηκε στο RIA Novosti στις 10 Οκτωβρίου, αναλύει τις πρόσφατες κινήσεις της Τουρκίας προς την ενοποίηση του τουρκικού κόσμου και τις συνέπειες για τη Ρωσία. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η Τουρκία, μέσω του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών (ΟΤΚ), προχωρά στη δημιουργία ενός κοινού χάρτη του τουρκικού κόσμου και ενός κοινού τουρκικού αλφαβήτου με 34 γράμματα. Αυτό περιλαμβάνει τις χώρες μέλη του ΟΤΚ — Τουρκία, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν, Αζερμπαϊτζάν — και τους παρατηρητές Τουρκμενιστάν και τα κατεχόμενα. Ο Akopov εκφράζει ανησυχία ότι αυτός ο χάρτης μπορεί να περιλαμβάνει και περιοχές της Ρωσίας με τουρκόφωνους πληθυσμούς, όπως η Κριμαία, η Γιακουτία, ο Καύκασος και το Αλτάι. Σημειώνει ότι, παρόλο που η Τουρκία δεν διεκδικεί επίσημα εδάφη από τη Ρωσία ή την Κίνα, η εστίασή της στην ενοποίηση του τουρκικού κόσμου μπορεί να αποτελέσει πρόκληση για τη ρωσική επιρροή στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας. Η μετάβαση αυτών των χωρών από το κυριλλικό στο λατινικό αλφάβητο θεωρείται ως ένα βήμα απομάκρυνσης από τη Ρωσία και πιθανή ενίσχυση των δεσμών τους με την Τουρκία. Ο Akopov τονίζει ότι η Ρωσία πρέπει να είναι προσεκτική απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη, καθώς η προώθηση του παντουρκισμού μπορεί να οδηγήσει σε παρεμβάσεις στα εσωτερικά της ζητήματα.

Το άρθρο της Mariya Chukhnova με τίτλο «Ο πόλεμος του Πούτιν; Το επιχείρημα για τη συλλογική ευθύνη της Ρωσίας στην Ουκρανία», δημοσιεύθηκε στις 10 Οκτωβρίου στην ιστοσελίδα Kyiv Independent. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο ορισμός του πολέμου κατά της Ουκρανίας ως «προσωπική υπόθεση του Πούτιν» είναι παραπλανητικός και μετατοπίζει την ευθύνη από τον ρωσικό λαό. Αυτό επιτρέπει στη Ρωσία να εξωραΐζει την εικόνα της, να αποφεύγει τη συζήτηση για τη συλλογική ευθύνη και να δημιουργεί σύγχυση στις προσπάθειες αναζήτησης δικαιοσύνης. Η Chukhnova αναλύει την έννοια της συλλογικής ευθύνης, υποστηρίζοντας ότι μια κοινωνία μπορεί να φέρει ηθική υπευθυνότητα για πράξεις ακόμα και αν δεν συμμετέχουν άμεσα στις εν λόγω πράξεις όλα τα μέλη της. Επισημαίνει ότι εκατομμύρια Ρώσοι υποστηρίζουν και συντηρούν τον πόλεμο μέσω των καθημερινών τους δραστηριοτήτων σε διάφορους τομείς, όπως ο στρατός, η βιομηχανία, τα μέσα ενημέρωσης και οι μεταφορές. Τονίζει ότι πολλοί Ρώσοι δικαιολογούν τη συμμετοχή τους με οικονομικούς λόγους, γεγονός που δεν τους απαλλάσσει από την ηθική ευθύνη. Η συγγραφέας προειδοποιεί ότι η κανονικοποίηση αυτής της συμπεριφοράς διαβρώνει τις ηθικές αξίες και θα δυσκολέψει την κοινωνική αποκατάσταση μετά τον πόλεμο. Τέλος, καλεί τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει τη συλλογική ευθύνη της Ρωσίας, ώστε να αποδομηθεί το αφήγημα των «αθώων θυμάτων» και να λογοδοτήσουν όλοι όσοι συμβάλλουν στην επιθετικότητα.

Πηγή: ΚΥΠΕ