Ο Χένρι Κίσιντζερ, ιστορική μορφή της αμερικανικής διπλωματίας που όμως είχε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες διαστάσεις, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επί των ημερών του Ρίτσαρντ Νίξον και του Τζέραλντ Φορντ στην προεδρία, πέθανε στα 100 του χρόνια, ανακοίνωσε το ίδρυμα που ίδρυσε ο νομπελίστας ειρήνης (1973) και φέρει το όνομά του.
Βασικός διαμορφωτής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τα χρόνια του ψυχρού πολέμου, ο Χένρι Κίσιντζερ, γόνος οικογένειας Γερμανοεβραίων, «πέθανε στο σπίτι του στο Κονέτικατ», διευκρίνισε η ίδια πηγή.
Πιστώθηκε την προσέγγιση με τη Μόσχα και με το Πεκίνο, όμως η εικόνα του αμαυρώθηκε εξαιτίας της εμπλοκής του σε τραγικά γεγονότα, όπως στο πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 στη Χιλή.
Διαβάστε ακόμη: «Ο Κίσινγκερ μισούσε τον Μακάριο γιατί έπαιρνε όπλα από Σοβιετική Ένωση»
Ένδειξη της αύρας και της επιρροής του βραχύσωμου άνδρα με τα χοντρά γυαλιά, την μπάσα φωνή και τη χαρακτηριστική γερμανική χροιά της προφοράς του στα αγγλικά: παρά την πολύ προχωρημένη του ηλικία, τον συμβουλευόταν συχνά μεγάλο μέρος της πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ, κι όχι μόνο, ενώ όχι σπάνια τον υποδέχονταν στο εξωτερικό αρχηγοί κρατών.
Στο τελευταίο του μείζον ταξίδι, τον Ιούλιο επισκέφθηκε το Πεκίνο, για να συναντηθεί με τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Αυτός ο τελευταίος εξήρε τον «θρυλικό διπλωμάτη» ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην προσέγγιση της Κίνας και των ΗΠΑ τα χρόνια του 1970.
Ουδείς άλλος σημάδεψε όσο αυτός την αμερικανική εξωτερική πολιτική το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Φημισμένος για τις απαράμιλλες διαπραγματευτικές του ικανότητες, ο Χένρι Κίσιντζερ ταυτόχρονα συχνά επεδείκνυε ροπή στον αυταρχισμό.
Ο πραγματιστής πολιτικός που πιστώνεται την «αμερικανική Realpolitik» ήταν πάντα αληθινό «γεράκι» της Ουάσιγκτον — υπήρξε περίπλοκη προσωπικότητα, που γεννούσε τόσο θαυμασμό όσο και μίσος.
Ο ναζισμός σημάδεψε ανεξίτηλα τον νεαρό Γερμανοεβραίο Χάιντς Άλφρεντ Κίσιντζερ, που γεννήθηκε την 27η Μαΐου 1923 στη Φουρτ (Βαυαρία): στα 15 του, μετατρεπόταν σε πρόσφυγα στις ΗΠΑ μαζί με την οικογένειά του. Αφού απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα στα 20 του χρόνια, θα κατατασσόταν στον στρατό και θα υπηρετούσε στην Ευρώπη, κυρίως στη στρατιωτική αντικατασκοπεία, λόγω των άπταιστων γερμανικών του. Παρασημοφορήθηκε για τη δράση του.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιθυμώντας διακαώς να συνεχίσει τις σπουδές του, μπήκε στο Χάρβαρντ — από όπου βγήκε με πτυχίο στις διεθνείς σχέσεις, προτού γίνει μέλος του διδακτικού προσωπικού και της διεύθυνσης του πασίγνωστου πανεπιστημίου. Εκείνη την περίοδο, οι Δημοκρατικοί πρόεδροι Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον άρχιζαν να συμβουλεύονται ολοένα συχνότερα τον λαμπρό —και ιδιαίτερα φιλόδοξο— καθηγητή.
Όμως ο διοπτροφόρος πανεπιστημιακός δεν θα μετατρεπόταν σε παγκόσμια μορφή της διπλωματίας παρά την περίοδο του Ρίτσαρντ Νίξον, όταν αρχικά έγινε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών — κατείχε και τις δύο θέσεις από το 1973 ως το 1975, ενώ παρέμεινε ΥΠΕΞ υπό τον Τζέραλντ Φορντ, ως το 1977.
Έθεσε σε εφαρμογή την αμερικανική Realpolitik, επιδιώκοντας την αποκλιμάκωση των εντάσεων με τη σοβιετική ένωση και την προσέγγιση με την Κίνα του Μάο, όπου πήγε επανειλημμένα —με άκρα μυστικότητα— για να προετοιμάσει την ιστορική επίσκεψη του προέδρου Νίξον στο Πεκίνο το 1972.
Διεξήγαγε εξάλλου, επίσης με άκρα μυστικότητα, ενώ βομβαρδιζόταν ανηλεώς το Ανόι, διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος του Βιετνάμ.
Φάκελος Κύπρος
Επί ημερών του, όντας υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, έλαβε χώρα το πραξικόπημα της ελληνικής Χούντας και η πολύνεκρη τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Σύμφωνα με εμπιστευτικά έγγραφα του Foreign Office, στόχος της στάσης του Κίσινγκερ στο Κυπριακό ήταν να ικανοποιηθεί πλήρως η Τουρκία.
O πρώτος που αποκάλυψε ότι ο Κίσσινγκερ και η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν ενήμεροι για το επικείμενο πραξικόπημα της Χούντας των Συνταγματαρχών ήταν ο πολιτικός ανταποκριτής των New York Times. Συγκεκριμένα, σε δημοσίευμά του σε φύλλο της εφημερίδας τον Αύγουστο του 1974, έγραψε ότι στο Στέητ Ντιπάρτμεντ γνώριζαν για τα σχέδια των συνταγματαρχών πριν γίνει το πραξικόπημα.
Ο Μάικλ Ρούμπιν, συνεργάτης του think tank American Enterprise αναφέρεται στο «διαρκές έγκλημα του Κίσινγκερ στην Κύπρο», τονίζοντας στην Washington Examiner πως αποτελεί τον οδηγό του Ερντογάν στο να «εκτοξεύει» απειλές για τα ελληνικά νησιά.
«Δεν υπάρχει κανένα αμερικανικό συμφέρον για το οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να κατέχουν το 40% της Κύπρου», είχε συμβουλεύσει το 1973 ο Κίσινγκερ τον αμερικανό πρόεδρο Φορντ, σύμφωνα με όσα εξιστορεί ο Ρούμπιν.
Το αμφιλεγόμενο Νόμπελ
Η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός ήταν αυτό που επικαλέστηκε η επιτροπή όταν το απένειμε το Νόμπελ ειρήνης το 1973 — όμως ο βιετναμέζος ηγέτης Λε Ντικ Το αρνήθηκε να το παραλάβει. Η βράβευση πιθανόν θα παραμείνει η πιο αμφιλεγόμενη στην ιστορία.
Επικριτές του Χένρι Κίσιντζερ για χρόνια απαιτούσαν να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.
Κατήγγειλαν τον σκοτεινό, όχι σπάνια απροκάλυπτο ρόλο του σε αποφάσεις όπως οι μαζικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ στην Καμπότζη, ή η αμερικανική υποστήριξη στον ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάμεων του οποίου στο Ανατολικό Τιμόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975.
Όμως ήταν πάνω απ’ όλα η δράση της CIA στη Λατινική Αμερική, συχνά με προσωπικές του εντολές, αυτή που αμαύρωσε περισσότερο από καθετί άλλο την εικόνα του: ειδικά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή, η κατάληψη της εξουσίας από τον Αουγούστο Πινοτσέτ και ο θάνατος του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε.
Στην πορεία των ετών, ήρθαν στο φως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν το περίγραμμα και το εύρος αυτού που θα γινόταν γνωστό με την ονομασία «Σχέδιο Κόνδωρ»: σκοπός του ήταν η εξάλειψη των αντιπάλων των στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αμερική τα χρόνια του 1970 και του 1980.
Μολαταύτα, ο συγγραφέας των βιβλίων Διπλωματία (1994) και Παγκόσμια Τάξη (2014), πατέρας δυο παιδιών, παντρεμένος από το 1974 με τη φιλάνθρωπο Νάνσι Μαγκίνες, διατηρούσε ως τον θάνατό του τεράστια επιρροή. Και —φυσικά— παρέμενε γεράκι: τον Ιανουάριο, τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης στην Ουκρανία, που έπρεπε, κατ’ αυτόν, να γίνει κράτος μέλος του NATO.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ