Την εκτίμηση πως η Τουρκία δεν θα προχωρήσει σε πολεμική ενέργεια κατά της Ελλάδας, εξέφρασαν σε δηλώσεις τους στο ΚΥΠΕ ο Αντιστράτηγος ε.α. Ανδρέας Πενταράς και ο υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς, καλώντας ταυτόχρονα σε εγρήγορση τόσο την ελληνική, όσο και την κυπριακή κυβέρνηση.
Οι δύο αναλυτές κλήθηκαν να σχολιάσουν τις πρόσφατες εξελίξεις στο Αιγαίο με την ολοκλήρωση της τουρκικής στρατιωτικής άσκησης Εφές 2022 και τις δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν σε εξαιρετικά υψηλούς τόνους κατά της Ελλάδας.
Κάθε απειλή, είτε μικρή, είτε μεγάλη, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, να αναλύεται και ανάλογα να λαμβάνονται αποφάσεις για το πώς θα αντιμετωπιστεί, ανέφερε αρχικά ο κ. Πενταράς, προσθέτοντας ότι «δεν πρέπει να την ξεπερνούμε λέγοντας ότι είναι λόγια του Ερντογάν και νομίζω ότι και η Ελλάδα και η Κύπρος αυτό κάνουν αυτή τη στιγμή».
«Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι ναι μεν ο Ερντογάν θα συνεχίσει αυτές τις απειλές και σε ρητορικό επίπεδο, αλλά και με ενέργειες όπως η χθεσινή άσκηση απόβασης, η οποία παρέπεμπε σε απόβαση σε κάποιο ελληνικό νησί, είτε με υπερπτήσεις και παραβιάσεις του εναέριου χώρου, ενδεχομένως και με έρευνες σε νερά που η Τουρκία θεωρεί ότι ανήκουν στη δική της δικαιοδοσία, αλλά στην πραγματικότητα ανήκουν στην Ελλάδα ή στην Κύπρο», σημείωσε ο κ. Πενταράς, εκτιμώντας ταυτόχρονα πως η Τουρκία δεν θα προχωρήσει σε πολεμική ενέργεια,
«Δεν θα φτάσει ως εκεί η Τουρκία, για τους εξής λόγους: πρώτον, η Τουρκία ουδέποτε επιχείρησε πολεμική ενέργεια αν δεν είναι σίγουρη ότι θα έχει επιτυχία (βλ. Κύπρος, Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο-Καραμπάχ). Η Ελλάδα όμως δεν είναι καμία από αυτές τις περιοχές. Η Τουρκία γνωρίζει τη στρατιωτική ισχύ της Ελλάδας, ξέρει ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ούτε στη θάλασσα, ούτε στον αέρα. Επιπλέον την περίοδο αυτή η Τουρκία είναι απομονωμένη σε πολιτικό επίπεδο, ενώ η Ελλάδα έχει δίπλα της τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, με την οποία έχει και αμυντική συμφωνία με ρήτρα αμοιβαίας αρωγής, έχει τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αν όχι όλη την ΕΕ, έχει τις γειτονικές μεσανατολικές χώρες (Ισραήλ, Αίγυπτο), συνεπώς δημιουργείται μια ισχυρή αποτροπή από πλευράς Ελλάδος. Θα έχουμε ένα θερμό καλοκαίρι αλλά δεν θα φτάσουμε σε πόλεμο με την Τουρκία», είπε.
Ερωτηθείς για το κατά πόσο η Τουρκία θα θελήσει να εκμεταλλευτεί τη διάστημα μέχρι την παραλαβή των νέων σύγχρονων εξοπλισμών από την Ελλάδα, ο κ. Πενταράς απάντησε πως η Τουρκία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα θερμό επεισόδιο στην κρίση του 2020 με την επακούμβηση των φρεγατών, κάτι που δεν έπραξε.
«Μπορεί η Τουρκία να λαμβάνει υπόψιν ότι μετά από 2-3 χρόνια η Ελλάδα θα είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένη από την ίδια, και τώρα όμως γνωρίζει ότι η Ελλάδα και σε υλικό και σε προσωπικό είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένη», συμπλήρωσε.
Αναφορικά με την επερχόμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στα τέλη Ιουνίου, ο κ. Πενταράς θεωρεί πως δεν θα παίξει τόσο μεγάλο ρόλο στην απόφαση της Τουρκίας να επιχειρήσει το οτιδήποτε, ενώ εστίασε στο 2023, έτος διεξαγωγής προεδρικών εκλογών στην Τουρκία και εορτασμών των 100 χρόνων από τη δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
«Ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας από την άνοδο στην εξουσία του Ερντογάν ήταν να μετατραπεί μέχρι το 2023 σε μια περιφερειακή δύναμη και να ηγεμονεύσει των μουσουλμανικών λαών της περιοχής. Αυτό δεν το πέτυχε μέχρι σήμερα και επιθυμεί μια μικρότερη επιτυχία, με τη Γαλάζια Πατρίδα, με τη Συρία, με τη Λιβύη κλπ. Σε ό,τι όμως αφορά τις εκλογές στο εσωτερικό θέλει να διεγείρει το πατριωτικό και ισλαμοεθνικιστκό συναίσθημα των Τούρκων, διότι είναι το μόνο αφήγημα που απέμεινε στον Ερντογάν, καθώς δεν έχει να παρουσιάσει κάτι στην οικονομία ή στα ανθρώπινα δικαιώματα», ανέφερε επί του θέματος.
Σε ερώτηση για ενδεχόμενη εξαγωγή της έντασης στην Κύπρο, η οποία θεωρείται ως ο αδύναμος κρίκος στην περιοχή, ο κ. Πενταράς είπε πως υπάρχει πράγματι αυτός ο κίνδυνος και ελλείψει άλλων επιτυχιών υπάρχει το ενδεχόμενο η Τουρκία να κηρύξει την προσάρτηση των κατεχομένων και να παρουσιάσει στον τουρκικό λαό τη μεγέθυνση της Τουρκίας προς την Ανατολική Μεσόγειο.
«Πιστεύω οι κυβερνήσεις μας το λαμβάνουν υπόψη, είναι ελαφρώς ακραίο, όμως ενέργειες όπως η πρόσφατη υπογραφή πρωτοκόλλου συνεργασίας και η μετατροπή του αεροδρομίου της Τύμπου σε εσωτερικό είναι ενδείξεις ενδεχόμενης ενσωμάτωσης των κατεχομένων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Κύπρος θα πρέπει με όπλο το βέτο να ζητήσει κυρώσεις ανάλογες με αυτές που επιβλήθηκαν στη Ρωσία», κατέληξε ο κ. Πενταράς.
Ο υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς είπε με τη σειρά του πως παρότι η άσκηση Εφές γίνεται σε ετήσια βάση, η διαφορά φέτος ήταν ότι έγινε με μεγάλες τυμπανοκρουσίες και σε αυτή συμμετείχαν και διάφοροι σύμμαχοι της Τουρκίας και νατοϊκοί παρατηρητές.
Σύμφωνα με τον κ. Τσαϊλά, η πρόσφατη συμπεριφορά της Τουρκίας εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης γεωπολιτικής «δημιουργικής καταστροφής» για τη δημιουργία νέων σφαιρών επιρροής ώστε να ανακτήσει τον έλεγχο πρώην υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχών. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται η εξασφάλιση πρόσβασης σε ζωτικούς θαλάσσιους χώρους, όπως ο Εύξεινος Πόντος, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος, η περίφημη Γαλάζια Πατρίδα.
«Το τουρκικό καθεστώς έχει θέσει πολύ υψηλούς στόχους πέρα από ανάστημά του, κάτι που φαίνεται και στις δηλώσεις μετά την άσκηση Εφές. Καταλαβαίνουμε ότι τα κύρια εμπόδια για όλους αυτούς τους σχεδιασμούς είναι τα νησιωτικά συμπλέγματα του Αιγαίου και η Κύπρος και για αυτόν το λόγο βλέπουμε αυτήν την αντίδραση απέναντι στον Ελληνισμό», σημείωσε ο κ. Τσαϊλάς, προσθέτοντας πως η απάντηση της Ελλάδας ήρθε με τη μορφή πολλαπλασιαστών ισχύος, όπως η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, αλλά και με τις ΗΠΑ.
Παρά τα σχετικώς γραφόμενα, ο κ. Τσαϊλάς υπογράμμισε πως οι ενέργειες της Τουρκίας δεν περιορίζονται σε σκοπιμότητες εσωτερικής πολιτικής. «Το τουρκικό καθεστώς αξιολόγησε τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία και αισθάνεται ότι έχει την ευκαιρία να επιδιώξει ένα ευρύ σύνολο αναθεωρητικών στόχων στα σύνορά της (Συρία, Ιράκ) και κυρίως στο Αιγαίο και την Κύπρο. Η αντίδραση κατά της εισδοχής της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ έγινε προκειμένου να ασκηθεί πίεση στους συμμάχους για μια επίλυση του Κυπριακού που θα εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα».
«Η Τουρκία αντιλαμβάνεται την παρούσα συγκυρία ως ευνοϊκή για την Ελλάδα για την επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. καθώς η ισορροπία ισχύος αρχίζει να ανατρέπεται υπέρ του Ελληνισμού στις θαλάσσιες περιοχές λόγω του εκσυγχρονισμού των μαχητικών αεροσκαφών αλλά και της μελλοντικής απόκτησης υπερσύγχρονων φρεγατών, καθώς και της παρουσίας των υποβρυχίων 214 τα οποία στερείται η τουρκική πλευρά. Επομένως, οι υψηλοί τόνοι κατά του Ελληνισμού έχουν στην πραγματικότητα ως αποδέκτες τους ευρωπαϊκούς και νατοϊκούς συμμάχους», υπογράμμισε ο κ. Τσαϊλάς.
Όπως είπε, τα παραπάνω δεν επηρεάζουν την ανάγκη ανάπτυξης βιώσιμων δικτύων ακριβείας από ελληνικής πλευράς κατά μήκος όλης της αλυσίδας των νησιών απέναντι στις τουρκικές ακτές, εφόσον προκύπτουν απειλές σε καθημερινή βάση, ενώ εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ το τουρκικό casus belli.
«Όλα αυτά δημιουργούν εκνευρισμό και ανασφάλεια στην Τουρκία, όπως αποτυπώνεται και στις δημόσιες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, οι οποίες θυμίζουν αντίστοιχες του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν», ανέφερε. Πρόσθεσε ότι «εξέχουσες φωνές Τούρκων ακαδημαϊκών και στρατιωτικών βλέπουν το Αιγαίο με τρόπο παρόμοιο με Ρώσους συναδέλφους τους όσον αφορά την Ουκρανία, δηλαδή ως ένα πιθανό μέτωπο για ένα πόλεμο δια αντιπροσώπων εναντίον των ΗΠΑ». «Αυτός είναι ο λόγος που το καθεστώς Ερντογάν απειλεί συνεχώς ότι θα κάνει ένα βήμα παραπάνω γιατί αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και ότι θα επιχειρήσει μια αποβατική ενέργεια εναντίον ελληνικών νησιών», συμπλήρωσε σχετικά.
Ο κ. Τσαϊλάς εκτίμησε τέλος πως οι εξελίξεις στη Λιβύη θα επηρεάσουν την ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ σε ερώτηση για το τι θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στον περιοχή, απάντησε πως μια ρεαλιστική επιλογή που θα μπορούσε να αποτρέψει μονομερή ενέργεια της Τουρκίας θα ήταν η συμμετοχή της σε μια μόνιμη πολυεθνική αεροναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, η οποία δεν είναι δυνατή επί του παρόντος λόγω της απομόνωσης της Άγκυρας.
«Μόνη διέξοδος είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, κατεύθυνση προς την οποία πιέζει όλη η διεθνής κοινότητα», κατέληξε ο κ. Τσαϊλάς.
Διαβάστε επίσης