Για δυο επιλογές στο θέμα διαχείρισης του ζητήματος αξιοποίησης του φυσικού αερίου της Κύπρου κάνει λόγο σε άρθρο του στη Χουριέτ ο Mustafa Ergün Olgun, πρώην «Υφυπουργός της Προεδρίας» του ψευδοκράτους και Συντονιστής των Τουρκοκυπριακών Τεχνικών Επιτροπών, ο οποίος διαπραγματεύτηκε και το Σχέδιο Ανάν το 2004. Είναι επί του παρόντος ο Συντονιστής του Προεδρικού Συμβουλευτικού Συμβουλίου για τη Διαδικασία Διαπραγμάτευσης και Συντονιστής Εξωτερικών Σχέσεων της Δεξαμενής Σκέψης Besparmak.

Αφού κάνει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του Κυπριακού, αναφέρει πως σήμερα η Τουρκία διαμαρτύρεται στις διεκδικήσεις της ε/κ πλευράς στο θέμα των θαλασσίων ζωνών στην εξής βάση: α) καταπατά τα δικαιώματα συνιδιοκτησίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, β) η οριοθέτηση μιας ΑΟΖ ή η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα σε μια ημίκλειστη θάλασσα όπως η Μεσόγειος θα πρέπει να πραγματοποιείται σε συμφωνία με όλους τους σχετικούς ενδιαφερόμενους, κάτι που η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει κάνει και γ) οι ισχυρισμοί της στρεβλώνουν τη δίκαιη οριοθέτηση σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρει πως με τις συνομιλίες στο Κυπριακό για τον διαμοιρασμό της εξουσίας «στη σκιά του ελληνοκυπριακού και ελληνικού ηγεμονικού οράματος», τις συνδυασμένες αντιθέσεις Ανατολικής Μεσογείου / Αιγαίου για τον διαχωρισμό των θαλασσίων ζωνών και τις επιπτώσεις της πόλωσης στην περιοχή, το πολιτικό μέλλον της Κύπρου θα καθοριστεί από την προτίμηση της ελληνοκυπριακής πλευράς μεταξύ δύο ευρέων επιλογών: «Η πρώτη είναι να γίνει αποδεκτή η προσφορά της τουρκοκυπριακής πλευράς για συνεργασία στην από κοινού διαχείριση των πόρων υδρογονανθράκων σε όλους τους επιτρεπόμενους τομείς ως συνιδιοκτητών, με τελικό στόχο τον διαμοιρασμό της εξουσίας και την ευημερία ως δύο πολιτικά και κυρίαρχα ίσων συνιδρυτικών κρατών σε ένα νέο κράτος εταιρικής σχέσης. Το δεύτερο είναι να αγνοηθεί η τουρκοκυπριακή και η τουρκική πλευρά και να συνεχιστούν οι μονομερείς στρατηγικές έρευνας/εκμετάλλευσης και οι στρατηγικές "συντήρησης του status-quο"».

Η προτίμηση της πρώτης επιλογής, συνεχίζει, θα σήμαινε μια σημαντική αλλαγή νοοτροπίας και προσέγγισης - από ανταγωνιστική σε συνεταιριστική - και θα μπορούσε να προετοιμάσει το έδαφος για διαπραγματεύσεις σε νέα μορφή, με στόχο μια βιώσιμη διευθέτηση που θα σέβεται τα ίσα κυριαρχικά δικαιώματα και το καθεστώς των δύο μερών. Η επιδίωξη της δεύτερης επιλογής θα έθετε αναπόφευκτα το τελευταίο καρφί στο φέρετρο των αποκαλούμενων συνομιλιών εταιρικής σχέσης και θα προετοίμαζε το έδαφος για τη νομιμοποίηση ενός αποτελέσματος δύο κρατών.

«Εκτός από τις εγγενείς ευθύνες των Ελληνοκυπρίων, των Τουρκοκυπρίων, της Ελλάδας και της Τουρκίας, σημαντικές ευθύνες βαραίνουν τώρα τους ώμους τρίτων - συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, των κρατών μελών της ΕΕ και των σχετικών πετρελαϊκών εταιρειών», επεσήμανε.

Καταλήγοντας, αναφέρει πως οι παράγοντες αυτοί πρέπει τώρα να φτάσουν στην πραγματική πηγή του προβλήματος, «να διερευνήσουν νέες και αμοιβαία συμβατές λύσεις βασισμένες στην ισότητα για να τερματίσουν τη μονομερή και την επικίνδυνη κλιμάκωση που συνδέεται με το θέμα των υδρογονανθράκων στην Κύπρο και την ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο και να βοηθήσουν να μετατρέψουν τους υδρογονάνθρακες σε παράγοντα διευκόλυνσης για την επίλυση των διαφορών παρά για έναν επιταχυντή για περαιτέρω διαφωνίες στην περιοχή».