27.11.2017
Δόνα Καπαρτή
Ζεις σε μια κοινότητα την οποία δεν μπορείς να δεις. Κάπου πάνω από αυτήν ή μέσα σ’ αυτήν (εξαρτάται πώς το βλέπεις) υπάρχει μια ηγεσία την οποία με τη ψήφο σου μπορείς είτε να διατηρήσεις είτε να ρίξεις.
Υπάρχει κάτι που μας ενώνει όλους κι ας μην το βλέπουμε. Κατ’ ακρίβειαν στην Κύπρο δεν το βλέπουμε για κάποιους σημαντικούς -κυρίως ιστορικούς- λόγους επιλέγοντας το «εύκολο», την αποχή.
Έχω μάθει όμως να δίνω έμφαση σε αυτά που μπορεί να μας κάνουν καλύτερους και όχι σ’ αυτά που θα δώσουν το έναυσμα για άλλη μια μεταξύ μας διαμάχη.
Ήταν ο Benedict Anderson αυτός που πρωτοστάτησε λέγοντας πως το έθνος αποτελεί «μια φαντασιακή (ή ακριβέστερα φαντασιωμένη ή φαντασιακά βιωμένη) πολιτική κοινότητα.
Ένα μάθημα που μου δίδαξε ο Καίσαρας Μαυράτσας, Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ο οποίος έφυγε το έτος που μας αποχαιρετά για τον παράδεισο, μαχόμενος κατά του καρκίνου. Αφού όμως πρώτα δίδαξε στην νέα γενιά αυτά που χρειάζεται για να βλέπει στα μάτια την κοινωνία.
Μεταξύ άλλων, τη θεωρία του Anderson: μια «φαντασιωμένη κοινότητα» η οποία είναι τέτοια γιατί τα μέλη και του πιο μικρού έθνους δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίσουν τα άλλα μέλη τής κοινότητας, αν και τα φαντάζονται να συμμετέχουν σ΄αυτήν. Η έννοια αυτή βρήκε καταφύγιο για να κάνει την εμφάνισή της σε μια περίοδο κατά την οποία ο Διαφωτισμός και η γαλλική επανάσταση κατέστρεψαν τη νομιμότητα ενός ιερού δυναστικού βασιλείου. Ο Αμερικάνος συγγραφέας, είχε γράψει πως το έθνος γίνεται αντιληπτό ως βαθιά, οριζόντια συντροφικότητα.
Κι εδώ είναι που αναρωτιέται κανείς. Τι θα γινόταν αν είχαμε καλύτερη αντίληψη της οριζόντιας αυτής συντροφικότητας;
Αν για λίγο βάζαμε στην άκρη την έχθρα που ζει ανάμεσά ημών, των Ελληνοκυπρίων, και εμπιστευόμασταν ο ένας τον άλλον μέσα στο ίδιο έθνος, ίσως, ίσως, σήμερα τα πράματα να ήταν διαφορετικά.
Μια στιγμή, αυτή που γινόμαστε μια φωνή στον εθνικό ύμνο, μια και μόνο στιγμή ενώνουμε δυνάμεις. Την ώρα που ακούγεται ο εθνικός ύμνος, ζούμε όλη μια εμπειρία, αυτή της «συγχρονικότητας». Είμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, μα ξαφνικά μια εκπληκτική εικόνα από μια συγκινητική μελωδία έρχεται στο μυαλό. Η συνήχηση και το όλοι μαζί, ένας.
Να όμως, που με την τελευταία νότα του Νικόλαου Μάντζαρου, όλα σβήνουν. Και να σου πάλι οι Ελληνοκύπριοι μες τη διχόνοια, το αγαπημένο μας σπορ.
Εξήντα δευτερόλεπτα ήταν και χάθηκαν.
Πέραν από κάθε εθνικιστικό στοιχείο και οτιδήποτε μπορεί να βλάψει την πεμπτουσία των πιο πάνω, ονειρεύομαι πως κάποια μέρα το αίσθημα που γεννά ο εθνικός ύμνος θα φεύγει από τις νότες και θα γίνεται κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Στα πάνελ, στα σπίτια, στο γραφεία.
Άραγε, πόσο σύντομα θα λύναμε το Κυπριακό;
Tweet to @donnakaparti