19.12.2016
Αυγή Σαββίδου
Μικρό αγόρι, πάψε να με κοιτάς με τα μεγάλα σου μάτια. Δεν το αντέχω. Εκεί μέσα, στις δυο σου οθόνες βλέπω τον εαυτό μου παρατηρητή, να νοιάζεται από τον καναπέ του, με ένα ζεστό τσάι στο χέρι, απρόθυμη να αναλάβει την ευθύνη για τον πόνο σου, απρόθυμη να κάνει κάτι παραπάνω από το να σου χαρίσει δυο λεπτών σκέψεις.
Ματάκια μου, κρυώνεις, πεινάς, είσαι μόνο και φοβάσαι. Κάποιος άλλος φταίει, κάπου αλλού, όχι εγώ. Εγώ δεν κάνω πόλεμο, δεν υπέγραψα συνθήκες που δεν τήρησα, δεν είμαι θεματοφύλακας των δικαιωμάτων σου. Είμαι απλά η κάτοικος του καναπέ. Σε σκέφτομαι όμως, σε σκέφτομαι πολύ.
Καρδούλα μου, συγχώρεσε με που δεν έχω το κουράγιο να φέρω τα πάνω κάτω, να ξεπουλήσω όλα μου τα υπάρχοντα και να περάσω μια θάλασσα και να νικήσω τρεις δράκους για να έρθω να σε βρω εκεί που είσαι, να σε πάρω αγκαλιά, να σε φέρω εδώ στον καναπέ που χωρά εσένα, εμένα και δυο-τρεις άλλους. Αν στριμωχτούμε κιόλας, θα χωρέσει μες στο ζεστό μου σπίτι όλη η γειτονιά σου. Αλλά δεν κάνει. Είσαι παιδί ξένο. Όλη η γειτονιά σου μου είναι ξένη. Άλλη φυλή, άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία. Δεν κάνει, σωστά; Είσαι παιδί ξένο.
Ψυχή μου, που είσαι; Βρήκες κάπου να κρυφτείς απόψε στο άμοιρο Χαλέπι; Κάνει κρύο, πέφτουν βόμβες, χαλάει ο κόσμος. Ο δικός σου, ο δικός μου, ο κόσμος όλων.
Ψυχή μου, είμαι εδώ και χαλιέμαι. Και δεν θα έπρεπε γιατί κάθομαι στα ζεστά, είμαι χορτάτη και έξω δεν πέφτουν βόμβες. Κάτι περιμένεις και δεν το έχω. Μ’ αυτό χαλιέμαι, καρδούλα μου. Φαίνεται στα μεγάλα σου μάτια. Απορία, προσμονή. Γιατί δεν παύεις να περιμένεις; Γιατί ελπίζεις ακόμα στην Ανθρωπιά μου; Στο λέω ξεκάθαρα. Το κουράγιο μου είναι λίγο και η καρδιά μου μικρή.
Ματάκια μου, με αφήνεις να στο εξηγήσω λίγο; Ο πλανήτης μας κινείται στο σύμπαν. Είναι ενιαίος, στρογγυλός και στην επιφάνεια του υπάρχει ξηρά και θάλασσα. Εμείς οι άνθρωποι, για να κρατήσουμε μαζί όσα μας ενώνουν και για να κρατήσουμε χώρια όσα μας χωρίζουν φτιάξαμε σύνορα πάνω σ’ αυτόν τον όμορφο πλανήτη –γραμμές που δεν φαίνονται, κάτι σαν κουτάκια που χωρίζουν τη Γη σε ‘χώρες’. Εσύ ανήκεις στο ένα κουτάκι κι εγώ στο άλλο. Όταν εσύ υποφέρεις μέσα στο κουτάκι σου, εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι. Κι όταν κάποια στιγμή καταφέρεις να έρθεις εδώ στο δικό μου κουτάκι, αν έχεις λεφτά και είσαι δυνατό σε καλοδέχομαι. Όταν όμως έρθεις διωγμένο, φτωχό και αδύναμο σε βλέπω σαν απειλή κι ας είσαι μόνο μια σταλιά. Φοβάμαι ότι θα με παρασύρει η φτώχεια σου και θα χαλαστεί η φυλή μου. Θα σου δώσω να φας, να πιεις αλλά δεν θα πολυμιλάμε. Εσύ θα είσαι ξένο και εγώ θα σου στείλω μερικά ρουχαλάκια να φορέσεις αλλά δεν θα σου μιλώ. Ούτε θα σε παίζω. Θα λογιέσαι κατώτερο από τα άλλα τα παιδάκια, τα δικά μας. Κατάλαβε το, αυτή είναι η αλήθεια στον δικό μου κόσμο. Είμαι μικρή. Ντρέπομαι που το λέω αλλά είμαι μικρή, ίσα που χωράω μέσα στο δικό μου το λιλιπούτειο κουτί.
Ψυχή μου, σε χάνω. Κι όσο χάνεσαι εσύ χάνεται κι η Ανθρωπιά μου. Γιατί Εσύ και Εγώ είμαστε Ένα. Αν χαθείς Εσύ, χάνομαι κι Εγώ. Πως να το αντέξω;
Ψυχούλα μου, καλό βράδυ και εκεί που είσαι κρατήσου γερά. Κάποια μέρα, αν βγεις από το χάος του πολέμου ζωντανό, θα μεγαλώσεις και αν δεν σε καταπιεί η πίκρα και σε πνίξει ο θυμός όλων όσων πέρασες και όλων όσων στερήθηκες σε ένα κόσμο που σου υποσχέθηκε τα πάντα και δεν παρέδωσε τίποτα, τότε ίσως γίνεις εσύ όλα όσα δεν κατάφερα να είμαι εγώ.
Σε φιλώ, η Ανθρωπότητα.