15.01.2016
Αυγή Σαββίδου
Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή να ντραπώ.
Να χαρώ που κόντεψε η ώρα του ΓεΣΥ κι ας είναι μίνι, ή να ντραπώ που μια σταλιά τόπος δεν θα καταφέρει να προσφέρει το ολοκληρωτικό Γενικό Σχέδιο Υγείας που υποσχέθηκε στους πολίτες του, πιθανώς η μεγαλύτερη προσφορά από τότε που έγινε δωρεάν η παιδεία.
Ήταν μεγάλη η ανακούφιση της ιδέας ενός ΓεΣΥ. Να μπορεί ο καθένας να επισκεφθεί το γιατρό της εμπιστοσύνης του, να κάνει εξετάσεις και να πάρει φαρμακευτική αγωγή ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία χωρίς καθυστέρηση και να γυρίζει στη ρουτίνα του χωρίς οικονομική επιβάρυνση, απλά μια μηνιαία αποκοπή από τον μισθό του.
Ένα τέτοιο σύστημα θα είχε δυο κύρια πλεονεκτήματα.
Το πρώτο είναι η πρόληψη. Αν η επίσκεψη στον γιατρό γινόταν χωρίς καταβολή χρημάτων από την πλευρά του ασθενή (ακόμα κι αυτός που έχει ασφάλεια υγείας σε ιδιωτική εταιρεία πρέπει συνήθως να καταβάλει το ποσό και αργότερα να το πάρει πίσω αν και όταν εγκριθεί) και χωρίς ταλαίπωρες ουρές και παράλογες λίστες αναμονής (για όσους δικαιούνται περίθαλψη σε δημόσια νοσοκομεία) θα σώζονταν σίγουρα ζωές.
Το δεύτερο είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σε μια σύγχρονη κοινωνία, σε ένα κράτος ευρωπαϊκό, θα περίμενε κάποιος να προσφέρεται δωρεάν υγεία. Όταν το 8% του ΑΕΠ μιας χώρας δαπανάται για την υγεία, θα ήταν αναμενόμενο να καλύπτει όλους τους πολίτες. Στην Κύπρο μάλιστα γίνεται και το εξής παράλογο. Αυτοί που πληρώνουν τους φόρους δεν είναι δικαιούχοι γιατί δεν θεωρούνται ούτε φτωχοί ούτε δημόσιοι υπάλληλοι.
Δεν πιστεύω ότι θα εφαρμοστεί ποτέ πλήρως το ΓεΣΥ. Η μίνι έκδοση του ήρθε για να μείνει, να ρίξει ένα κομμάτι κόκκαλο σε όλους εμάς που το περιμέναμε πως και πως και να καθησυχάσει τους μεγάλους χαμένους σε περίπτωση εφαρμογής του, δηλαδή τους ιδιοκτήτες των μεγάλων ασφαλιστικών εταιρειών, τους εργοδότες που δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν του αγγέλου τους νερό (γιατί οι εταιρείες που σέβονται τους υπαλλήλους τους ήδη τους προσφέρουν ασφάλεια υγείας), και φυσικά τα όποια συμφέροντα στα δημόσια νοσοκομεία.
Να τι πιστεύω ότι δεν πήγε καλά με την εφαρμογή του ΓεΣΥ από το 1993 που πρωτο-συζητήθηκε μέχρι σήμερα. Υπεύθυνοι για την εφαρμογή του είναι είτε υψηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι που έτσι κι αλλιώς έχουν δωρεάν περίθαλψη, ή αξιωματούχοι με αρκετά εισοδήματα που με ΓεΣΥ ή χωρίς ΓεΣΥ δεν τους κάνει μεγάλη διαφορά. Ρωτήστε, λοιπόν, τον πατέρα που πρέπει να πληρώσει ασφάλεια υγείας για όλη την οικογένεια του το λιγότερο €350 το μήνα για 4 άτομα για μερική κάλυψη, ή την χωρισμένη μάνα που παραμένει χωρίς ασφάλεια εκείνη και τα παιδιά της αλλά ούτε δικαιούται δωρεάν περίθαλψη γιατί τα εισοδήματα της ξεπερνούν το όριο που καθορίζει ο νόμος κατά δέκα ή εκατό ευρώ. Ρωτήστε την πως τρέμει η καρδούλα της κάθε φορά που ένα παιδί της χρειάζεται να πάει στον γιατρό. Ρωτήστε την πότε έκανε τελευταία φορά τις γυναικολογικές της εξετάσεις.
Τελικά σκέφτομαι να ντραπώ. Στάχτη στα μάτια το μίνι ΓεΣΥ. Όχι μόνο δεν σώζει την αξιοπρέπεια του κάθε πολίτη αυτού του τόπου αλλά του αποκόπτει και εκείνο το 1-2% τον μήνα για να περιμένει στις ταλαίπωρες ουρές ή στις απάνθρωπες λίστες μέχρι ένας δημόσιος υπάλληλος αποφασίσει να τον παραπέμψει σε ιδιώτη γιατρό.