10.10.2015
Θανάσης Αθανασίου
Η θέση ότι «αν ένας μεγαλο-οφειλέτης, ο οποίος εργοδοτεί δεκάδες άτομα προσωπικό στην επιχείρηση του, δεχτεί υπερβολική πίεση, θα προχωρήσει σε απολύσεις με αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία και την κοινωνία», μοιάζει σωστή, όμως, στην πραγματικότητα αποτελεί τη μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή αλήθεια, η οποία περιλαμβάνει αυξημένο-μη οικονομικά ορθολογικό ρίσκο, είναι ότι με αυτό τον τρόπο συνεχίζεται η στρέβλωση, διότι η συνταγή εξυγίανσης, αν και φαινομενικά αποδίδει, εντούτοις, στην πραγματικότητα δημιουργούνται κοινωνίες υποαμειβόμενων ή χαμηλά αμειβόμενων (για να μην αναφερθώ στα κλισέ της εποχής, ανεργία, εκμετάλλευση, οικονομικο-πολιτική διαφθορά, διαπλοκή κλπ), τα οποία όμως μεταφράζονται σε αριθμούς και τελούν υπό την ασφαλή εποπτεία των αριθμών. Και πώς μπορεί να αναπτυχθεί μια οικονομία όταν το κύριο πηγάδι άντλησης χρήματος έχει στερέψει;
[Εξαρτάται βέβαια, από το πώς κωδικοποιεί ο καθένας τον όρο «ανάπτυξη». Αν «οικονομική ανάπτυξη» σημαίνει ότι μειώνεται η ανεργία επειδή οι μισοί εργαζόμενοι αμείβονται και 500 ευρώ (από το κράτος, άρα από τον φορολογούμενο), γεγονός, που δεν είναι συμβατό με μια κοινωνία με δυτικά πρότυπα κατανάλωσης, τότε με μαθηματική ακρίβεια οδηγούμαστε σε νέα οικονομική αποτυχία, αφού αυτό το μεγάλο ποσοστό των οικονομικά ενεργών πολιτών δεν είναι σε θέση να συνεισφέρει προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης, αλλά αρκείται στα αναγκαία είδη].
Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλει ότι αυτή η κατάσταση είναι φαινόμενο των εποχών των οικονομικών κρίσεων και θα διορθωθεί από το χέρι της ελεύθερης αγοράς εν καιρώ.
Αυτή είναι μια ακόμη απόδειξη της κοντόφθαλμης οπτικής των εκφραστών αυτής της ισχυρής άποψης (νεοφιλελευθερισμός), που τείνει να γίνει «ηγεμονική οικονομική ιδεολογία» - και στην Κύπρο, αφού διεθνώς αυτή η άποψη έγινε ηγεμονική μετά το 1980. Η εν λόγω «ηγεμονική οικονομική ιδεολογία» φαίνεται τώρα να βιώνει μια κρίση, αφού η διαμάχη στην Κύπρο διεξάγεται από το 2010-11. Η τελική εικόνα του σκηνικού βρίσκεται υπό διαμόρφωση, ακριβώς διότι η πραγματική μάχη θα δοθεί για την «αποπαγοποίηση» των εργασιακών θεμάτων μετά το τέλος του μνημονίου.
Τεκμηριώνοντας τη θέση μου, θα πρόσθετα ότι αυτή η «(σχετικά) νέα οικονομική ισχυρή άποψη», όσο παράλογο κι αν φαίνεται, δεν συνυπολογίζει τον ανθρώπινο παράγοντα, τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου και τα πρότυπα των κοινωνιών.
Ο μύθος της ελεύθερης αγοράς καταρρέει εκκωφαντικά μαζί με την πεποίθηση των εχόντων ότι «δικαιούνται» όλα όσα κατέχουν και «δικαιούνται» επίσης να συμπεριφέρονται ασύδοτα και κατά το δοκούν σε σχέση με τον πλούτο, που κατέχουν, αφού «με την αξία τους τον κέρδισαν». Για να δημιουργήσει, όμως, κάποιος πλούτο, χρειάζεται τις δομές του ίδιου του κράτους (το φορολογούμενου) και στηρίζεται στις δομές αυτές. Συνεπώς, λογικά, το κράτος θα έπρεπε να έχει το πάνω χέρι. Το κράτος, όμως, μέσα στον φόβο και τη δειλία του [ή το συμφέρον αυτών, που εκλέγονται με διαδικασίες έλεγχου των ΜΜΕ (βλ. δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα και όχι μόνο, δείτε απλώς το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τα συμφέροντα, που έχει από τις εφαρμοσθείσες πολιτικές) καθορίζοντας πλαστές πλειοψηφίες], «αγνοεί» αυτή την πολύ σημαντική «λεπτομέρεια». Δυστυχώς παν ...μέτριον άριστον.
Το κράτος απώλεσε το ρόλο του, αφενός λόγω της διαπλοκής στην πολιτική τάξη και αφετέρου για να μην κατηγορηθεί για παρεμβατισμό. Κάπως έτσι, οι πολλοί πληρώνουν τα σκάνδαλα και την ασυδοσία των λίγων και αυτή δεν είναι μια «θεωρεία», αλλά μια ιστορική πραγματικότητα.
[Τι άραγε να εννοεί ο Hawking, όταν λέει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τα ρομπότ αλλά τον καπιταλισμό; Μήπως την απληστία και ασυδοσία του ανθρώπου;]
Επιστρέφοντας, όμως, στον αρχικό προβληματισμό, διερωτώμαι τι είναι σοφότερο. Να μείνουν οι μεγαλο-οφειλέτες στο απυρόβλητο, διογκώνοντας το πρόβλημα, ειδικότερα αν αναλογιστούμε ότι το πρόβλημα ήδη υφίσταται και δεν είναι άλλο από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (πάνω από 50%) ή να κυνηγηθούν ανελέητα για να επιστρέψουν στην πραγματική τους θέση, όπως την επιβάλλει ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός;
Διακρίνω, κατά κάποιο τρόπο, μια αντίφαση στη λειτουργία του συστήματος. Ενώ ο νεοφιλελευθερισμός λέει ότι «όποιος αξίζει πετυχαίνει/επιβιώνει και όποιος δεν αξίζει tough luck», εντούτοις, στην περίπτωση του «συνόλου» των κύριων οφειλετών μιας οικονομίας, η αντιμετώπιση αλλάζει διότι –υποτίθεται- ζυγίζεται το κόστος από την κατάρρευση των καταχρεωμένων επιχειρηματιών και το κόστος από ενδεχόμενη στήριξη τους (αλήθεια, θυμάστε έναν μεγαλοεπιχειρηματία μπακάλη, που φέσωσε ολόκληρη την κυπριακή οικονομία;).
Άρα πίσω από την φαινομενικά δημοκρατική άποψη ότι η αγορά τους αντιμετωπίζει όλους το ίδιο, ξαφνικά οι υποστηρικτές αυτής της άποψης αλλάζουν θέση και διεκδικούν «ειδική μεταχείριση» και «καθεστώς εξαίρεσης» για μια κοινωνική ομάδα – μερίδα της αστικής τάξης. [Πρόκειται για άλλο ένα τεκμήριο της ταξικής δομής πίσω από τις αντιφάσεις των ρητορικών που «κυκλοφορούν» στη δημοσία σφαίρα σαν τρόποι παραπλάνησης/μετατόπισης].
Πώς θα εξέλθει, λοιπόν, της ύφεσης μια οικονομία, όταν τα ταμεία της κοινωνίας είναι άδεια και όχι μόνο δεν γεμίζουν, αλλά με τις εφαρμοσθείσες πολιτικές δεν πρόκειται ποτέ να γεμίσουν; Και επίσης, δεν είναι λογικό ότι η καταστροφή είναι αναπόφευκτη είτε στην περίπτωση, που οι άνθρωποι αντιδράσουν βίαια είτε χάσουν το νόημα και απλά δεν αντιδρούν επειδή θεωρούν (νοιώθουν λόγω του αδιεξόδου) ότι είναι "καταδικασμένοι" να επιβιώνουν με 500 ευρώ το μήνα;
Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται ενώπιον ανεξέλικτων και απρόβλεπτων δεδομένων. Ας μην ξεχνάμε ότι η κρίση ξέσπασε και βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από το 2008. Πέρασαν 7 χρόνια και δεν φαίνεται φως στο τούνελ. Μια γενιά μεγάλωσε ήδη μέσα στην κρίση και αυτό δεν είναι οικονομικά ορθολογικό. Και δεν φτάνει, που δεν είναι οικονομικά ορθολογικό (προσποιούνται πως) δεν το καταλαβαίνουν κιόλας, διότι ακριβώς το κράτος απώλεσε τον ρόλο του.