20.08.2015
Θανάσης Αθανασίου
Στην Αστυνομία διεξάγεται μια πάλη μεταξύ, αφενός του αναχρονιστικού κατεστημένου και αφετέρου, της εκφρασθείσας «επίσημης θέσης» της ηγεσίας του Σώματος, που είναι ότι οφείλει και θέλει να υπηρετεί και να προστατεύει τον πολίτη (ειλικρινής ή υποκριτική η κοινωνική πρόθεση;).
Μετά τα τελευταία, ντροπιαστικά για την Κυπριακή Δημοκρατία, γεγονότα, αναφορικά με τον ξυλοδαρμό νεαρού από δύο αστυνομικούς, κρίνεται πλέον επιτακτική η ανάγκη για ριζική αναδιάρθρωση της δομής και λειτουργιάς της αστυνομίας ως Σώμα. Μια αλλαγή, η οποία θα οδηγήσει σε εξυγίανση της νοοτροπίας και συμπεριφοράς των μελών της αστυνομίας.
Από τα «χωσμένα» περιπολικά στους ξυλοδαρμούς...
Συγκρίνοντας τον τρόπο λειτουργιάς της Αστυνομίας, σε διάφορα επίπεδα, διαφαίνεται ότι νοσεί, σε σχέση με τις μεθόδους, που μετέρχεται, τη νοοτροπία, την οποία διέπεται και τις συμπεριφορές, τις οποίες εκδηλώνει ως Σώμα αρμόδιο για την προστασία του πολίτη.
Η δομική λειτουργία της αστυνομίας, σε ό,τι αφορά κυρίως την εκπαίδευση, την παιδεία (συμπεριφορά), την κατάρτιση και την μόρφωση ορισμένων μελών της, πάσχει από το κατώτατο μέχρι το ανώτατο επίπεδο λειτουργίας του Σώματος.
Από τη μια, είναι το κατώτατο επίπεδο, όπως οι ενέδρες, που στήνουν κάποιοι αστυνομικοί, ακόμα και έξω από αστυνομικά τμήματα «παίζοντας» τον κυνηγό με το θήραμα, για να παγιδεύσουν διερχόμενα οχήματα και να καταγγείλουν τους οδηγούς-παραβάτες, κρυμμένοι μέσα σε λαξιές, θάμνους και όχτους, έχοντας τους φάρους τους σβηστούς. Από την άλλη, είναι το ανώτατο επίπεδο, που αφορά στη σύλληψη ενός εν δυνάμει εγκληματία και την εκδικητική συμπεριφορά (εκπαίδευση;) μελών της αστυνομίας απέναντι του, την ώρα μάλιστα, που είναι αφοπλισμένος και κλειδωμένος μέσα σε ένα κελί.
Είναι γεγονός ότι η αστυνομία έρχεται σε πολλές περιπτώσεις αντιμέτωπη με ακραίες καταστάσεις και επικίνδυνους ανθρώπους. Άλλωστε, οι αστυνομικοί (θα έπρεπε να) είναι εκπαιδευμένοι να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις και ανθρώπους, χωρίς να εκδηλώνουν όμοιες συμπεριφορές με εκείνες, που έρχονται αντιμέτωποι. Τι φταίει ο αστυνομικός, αν η Υπηρεσία του επιτρέπει να συμπεριφέρεται κατά το δοκούν; (Φταίει, αλλά «τι φταίει;»).
Πραγματικό περιστατικό
Το κατώτατο επίπεδο: Οδηγείς το αυτοκίνητο σου σε κύρια οδική αρτηρία και ξαφνικά πετάγεται ένας αστυνομικός στη μέση του δρόμου με τον φακό του, κάνοντας σου νόημα να σταματήσεις. Όπως είναι φυσικό, καθυστερείς να σταματήσεις, αφού η εμφάνιση του αστυνομικού γίνεται από το πουθενά μέσα στη νύκτα.
Στη συνέχεια, ο αστυνομικός καλεί τον οδηγό να διανύσει με την όπισθεν περίπου 100 μέτρα για να φθάσει στο σημείο, που βρίσκεται ο αστυνομικός.
Γίνεται έλεγχος αλκοόλης και η ένδειξη είναι 31 αντί 22. Μεθυσμένο δεν τον λες, αλλά ο νόμος είναι νόμος και ο οδηγός-παραβάτης πρέπει να τιμωρηθεί με βάση τις πρόνοιες του νόμου.
Σε ερώτηση, όμως, του οδηγού προς τον αστυνομικό «γιατί έχετε σβηστούς τους φάρους», ο αστυνομικός διερωτάται «γιατί, ποιος τους έχει αναμμένους;».
Σε δεύτερη ερώτηση του οδηγού, γιατί ζήτησες από έναν οδηγό, για τον οποίο είχες υποψίες ότι μπορεί να είναι μεθυσμένος, να οδηγήσει με την όπισθεν μέσα στον κύριο δρόμο, ρισκάροντας τη σωματική του ακεραιότητα (διότι το 31 μπορεί να ήταν 531 και ο αστυνομικός δεν το γνώριζε πριν από τον έλεγχο), η απάντηση ήταν «αφού δεν ήξερα ότι ήσουν μεθυσμένος». Ασχέτως(!) αν τον σταμάτησε για αυτό τον λόγο και άρα έπρεπε να αναμένει ότι πιθανόν ο οδηγός να είχε υπερβεί το επιτρεπτό από τη νομοθεσία όριο αλκοόλης στο αίμα.
Επίσης, το να κρύβεται το περιπολικό για να ανακόψει ένα όχημα και να καταγγείλει έναν οδηγό, ο οποίος υπερέβη, για παράδειγμα, το όριο κατά 20km διότι δεν μπορεί να ανακόψει εκείνον, που υπερβαίνει το όριο κατά 100km, δεν αποτελεί ακριβώς «ορθή πρακτική».
Δεν συγκρίνεται, αλλά μαρτυρεί…
Αυτό είναι ένα γεγονός, το οποίο δεν συγκρίνεται, βεβαίως, με το περιστατικό του ξυλοδαρμού, ούτε οι πρωταγωνιστές του έφθασαν φυσικά σε τέτοιες ακρότητες. Φανερώνει, όμως, τη νοοτροπία και την κατάσταση, που επικρατεί δομικά στο Σώμα. Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται, δεδομένου ότι ένας Αστυνομικός σταθμός αποτελεί μικρογραφία του όλου.
Οι δομές, όπως φαίνεται, επιτρέπουν την έκφραση τέτοιων συμπεριφορών, αφού η ηγεσία δεν επιθυμεί να βρει τρόπους αντιμετώπισης της παθογένειας. Η υποκρισία της ηγεσίας της αστυνομίας αποκαλύπτεται, κατά τη γνώμη μου, από τα χαμηλότερα επίπεδα διαχείρισης μιας κατάστασης, όπως είναι το πιο πάνω παράδειγμα.
Δεν μπορεί, από τη μια ο Αρχηγός να ισχυρίζεται ότι καθήκον και στόχος της Αστυνομίας είναι η διαφύλαξη και προστασία της ζωής και της περιουσίας του πολίτη και από την άλλη να ανέχεται τον αστυνομικό να παραμονεύει ύπουλα για να καταγγείλει τον πολίτη.
Το θέμα είναι ότι πρέπει να καταδικαστεί ο κάθε εγκληματίας ή παραβάτης. Τους τρόπους, τους οποίους μετέρχονται ορισμένα μέλη του Σώματος, σε όλα τα επίπεδα, ποιος θα τους ελέγξει και ποιος θα καταδικάσει τους παραβάτες αστυνομικούς;
Η «κατάχρηση εξουσίας» δεν είναι μια αφηρημένη έννοια.
ΥΓ1 Δεν καταδικάζω όλους τους αστυνομικούς, επειδή υπάρχουν κακοί αστυνομικοί, αλλά την πεπαλαιωμένη νοοτροπία, που επικρατεί στο Σώμα και επιτρέπει την εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών από ορισμένα μέλη του Σώματος.
ΥΓ2 Και φυσικά όλοι διερωτούνται: Τι θα γινόταν αν το συγκεκριμένο βίντεο δεν έβλεπε το φως της δημοσιότητας; Θα συνεχίζαμε να ανεχόμαστε την νοοτροπία της αστυνομίας, όπως ανεχόμαστε τα «χωσμένα» περιπολικά, που στήνουν ενέδρες στους οδηγούς.