
19.02.2025
Τίτος Χριστοδούλου
Ο μύθος που θέλει την Αποκριά δεμένη με τον θεό Διόνυσο είναι εξαιρετικά γοητευτικός. Όσο, δε, κι αν παραπέμπει σε χαρά, έκρυθμα ξεφαντώματα και ασυγκράτητες κρασοκατανύξεις, στην πραγματικότητα, κρύβει τη θλίψη και την απέλπιδα προσπάθεια ενός θεού να αποκαλύψει την ουσιαστική του ταυτότητα. Βλέπεις οι θεοί δεν αδικούσαν μόνον ανθρώπους, αλλά και θεούς…
Η ιστορία, λοιπόν, της προέλευσης της αποκριάς, έχει ως εξής:
Ο Θεός Διόνυσος γεννήθηκε δύο φορές. Την πρώτη από την θνητή Σεμέλη, ως καρπός της συνεύρεσής της με τον θεό Δία. Αλλά η ανόητη γυναίκα ζήτησε να θαυμάσει τον παντοδύναμό εραστή της σε όλο το εύρος του μεγαλείου του κι εκείνος της έστειλε έναν κεραυνό και την έκαψε.
Πήρε τότε ο Δίας το βρέφος και το έραψε στον μηρό του, απ΄ όπου ο Διόνυσος γεννήθηκε για δεύτερη φορά με εξ ολοκλήρου θεϊκή υπόσταση, μπαίνοντας, ωστόσο, στο στόχαστρο της Ήρας, που δεν προλάβαινε να μετράει τις μπερμπαντιές του Δία.
Κυνηγημένος, λοιπόν, ο Διόνυσος και υπό τη φροντίδα της θείας του (Ινώ), της αδελφής της Σεμέλης, διέτρεξε Ελλάδα και Ανατολή κι όταν κάποτε θέλησε να επιστρέψει στον τόπο του έγινε δεκτός ως ξένος, σε μία στρεβλή απόδοση του πραγματικού λόγου για τον οποίο είχε γεννηθεί: φορώντας μάσκα και ρίχνοντας σε έκσταση όσους τον συναντούσαν -κατά τη διάρκεια της λατρείας, που απευθυνόταν στη θεϊκή του φύση- προσπαθούσε να αποκαλύψει τον άλλο εαυτό του, τον ξένο, που έκρυβε μέσα του (σε μία αντιστοιχία, ίσως της εσωτερικής διαδρομής του καθενός μας).
Έτσι, ο Διόνυσος εξαφάνιζε τα σύνορα, ενσάρκωνε τα αντίθετα και καταργούσε τις κατηγορίες «άνδρας-γυναίκα» (συχνά εμφανίζεται με τη γυναικεία φύση του, φορώντας πέπλο), ή «άνθρωπος-ζώο» (εξ αυτού, η ακολουθία του αποτελείται από τραγοπόδαρους Σατύρους και συχνά έτσι απεικονίζεται και ο ίδιος), ή και «ζωντανός-νεκρός» (τα Ανθεστήρια, που κατά κανόνα είναι αφιερωμένα στον Διόνυσο, είναι η γιορτή κατά την οποία οι νεκροί αναμειγνύονται με τους ζωντανούς) και ασφαλώς «ελεύθερος πολίτης-σκλάβος» (στις δικές του γιορτές συμμετέχουν άπαντες).
Στην αρχαία Αθήνα, ο θεός γιορταζόταν υπό τη σκιά των στύλων του Ολυμπίου Διός, με κρεοφαγία (σφάγια προερχόμενα από θυσίες στον θεό) και υπερκατανάλωση, τις περισσότερες φορές ανέρωτου οίνου. Τα μέλη του κώμου, δηλαδή η ακολουθία των ανδρών, έπιναν άφθονο κρασί και χόρευαν στους ήχους του αυλού και της βαρβίτου (έγχορδο όργανο, παραλλαγή της λύρας).
Οι δε Μαινάδες, οι υμνήτριες του Διόνυσου, που κρατούσαν θύρσο (ευθύγραμμο ραβδί με φουντωτό άνθος κισσού και αμπέλου στην κορυφή) και κανθάρους (σπονδικά κύπελλα) εμφανίζονταν άλλοτε σοβαρές και συνετές και άλλοτε παραδομένες σε παραλήρημα.
Ο διονυσιασμός ταξίδεψε ανά τους αιώνες συντηρώντας τους πολλούς και διαφορετικούς μύθους τού -έτσι κι αλλιώς ποικιλοτρόπως- ενδεδυμένου θεού, που κληροδότησε ως βασικό αξεσουάρ του γιορτασμού του τη μάσκα. Ώσπου συναντήθηκε με τη χριστιανική παράδοση και αναβαπτίσθηκε ως Αποκριά, δηλαδή θορυβώδης… διακήρυξη αποχής από το κρέας στο άνοιγμα της Σαρακοστής.
Αλλά ακόμη κι αν αυτή η αποχή στοχεύει στον καθαρμό του σώματος ενόψει Πάσχα, δεν πιστώνεται αποκλειστικά στη Χριστιανοσύνη. Αρκετοί λαογράφοι βρίσκουν σύνδεση με τις θυσίες των διονυσιακών γιορτών.
Η «θυσιαστική μαγειρική», κατά την αρχαιότητα, επέβαλε πρώτα το ψήσιμο του σφαγίου στο πυρ του βωμού, προκειμένου αυτό να απαλλαχθεί από κάθε μιαρό φορτίο, και ακολούθως τον βρασμό του και διαμοιρασμό του στους πολίτες.
Στην περίπτωση του Διονύσου, όμως, ο (άλλος) μύθος θέλει τους Τιτάνες να παγιδεύουν, να συλλαμβάνουν τον Θεό και ακολούθως, να πρώτα να βράζουν τα μέλη του κι ύστερα να τα ψήνουν πριν τα καταβροχθίσουν. Το μόνο όργανο που γλιτώνει από τη βουλιμία των Τιτάνων είναι η καρδιά, την οποία σπεύδει να μαζέψει ο Απόλλων και από αυτήν να δημιουργήσει το ανθρώπινο είδος.
Μέσω ενός εγκλήματος, η πράξη των Τιτάνων -που επιπλέον δεν φρόντισαν να απαλλάξουν το κρέας από το μιαρό φορτίο του- σφραγίζει μία θυσιαστική διαδικασία με το στίγμα του φόνου. Ο μύθος στέλνει τους Τιτάνες στο πυρ το εξώτερον… Ως εκ τούτου, με την καταδίκη τους, καταδικάζεται και κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά που στοχεύει στη θανάτωση ζώων προκειμένου να τραφούν άλλα όντα.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΑΣΜΟ ΣΤΟ ΓΑΪΤΑΝΑΚΙ
Οι πηγές αναφέρουν πως ο χώρος των στύλων του Ολυμπίου Διός συνδέθηκε με τον εορτασμό της έναρξης της Σαρακοστής έως και τη λήξη του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Ίσως χάριν της μεγάλης αγκαλιάς του που έκλεινε πλήθος γλεντοκόπων στην Αθήνα, η οποία οικοδομείτο με αργούς ρυθμούς, ίσως πάλι να έφταιγε και ο αόρατος μίτος, που τον κρατούσε δεμένο με κείνες τις πολύ μακρινές διονυσιακές γιορτές.
Σε επιστολή με ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου 1839 προς τον πατέρα της, Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, η βασίλισσα Αμαλία, περιγράφει από την Αθήνα: «… Την άλλη μέρα άρχισε η ελληνική νηστεία. Είναι έθιμο αυτή την ημέρα όλοι να βγαίνουν έξω, να πηγαίνουν στον ναό του Ολυμπίου Διός και να κάθονται στην εξοχή, άλλοι κάτω από τους κίονες και άλλοι στα χωράφια και στους λόφους και να τρώνε νηστίσιμα φαγητά τραγουδώντας και χορεύοντας. Βγήκαμε κι εμείς εκεί έξω έφιπποι και οι άνθρωποι ήταν απερίγραπτα εγκάρδιοι. Ένας άνδρας έφερε στον Όθωνα μία ξύλινη κανάτα με κρασί να πιει».
Οι πολίτες, λοιπόν, εδώ υποδέχονταν τις Απόκριες για κοντά έναν αιώνα. Τρωγόπιναν, χόρευαν, χαίρονταν. Μόνο ο ήρωας του Τερζάκη στη «Μενεξεδένια πολιτεία» του θα αγανακτούσε αργότερα «με όλο αυτό το πανηγύρι, τη φαιδρή και ανόητη όψη των ανθρώπων, που διασκεδάζουν» βαδίζοντας προς την περίοδο των παθών του Χριστού…
Μετά τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, το 1821, η Αθήνα δεν μετρούσε περισσότερους από 5.000 ανθρώπους. Το 1834, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα ο αριθμός των κατοίκων της είχε διπλασιαστεί και έβαινε αυξανόμενος. Ξένοι κι Έλληνες της διασποράς, Φαναριώτες, αριστοκράτες του Όθωνα, οικογένειες των αγωνιστών του ΄21 βρέθηκαν να συνυπάρχουν σε μία πόλη που πάλευε να στήσει τις βασικές υποδομές της.
Την Αποκριά, που γλύκαινε ο καιρός, η «ανώτερη τάξη» διασκέδαζε στις γιορτές που οργάνωνε το Παλάτι στις μεγάλες αίθουσές του, αλλά οι «πληβείοι» ξεχύνονταν στο ύπαιθρο χορεύοντας και τραγουδώντας.
Ακόμα κι αυτοί της μεσαίας τάξης, που δέχονταν στα σπίτια τους μασκαράδες και τους κερνούσαν ρετσίνα και καμμία φορά ξηρούς καρπούς και πίτες, βγαίναν έξω και συγχρωτίζονταν με το ξεσαλωμένο πλήθος.
Υπό την επιρροή των Οθωμανών ακόμη, εκείνοι που ετοιμάζονταν για την αποκριάτικη έξοδό τους έφτιαχναν στολές εμπνευσμένες από την αρχαιοελληνική παράδοση και την καθημερινή ζωή. Ντύνονταν τομάρια ζώων, φουστανέλες και αυτοσχέδια πανωφόρια, βάφονταν με καρβουνόσκονη και έκρυβαν τα πρόσωπά τους πίσω από συνήθως φοβιστικές χειροποίητες μάσκες.
Σε άλλη επιστολή της με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1842 προς τον πατέρα της, η Αμαλία αναφέρεται σε μπαλ μασκέ, που οργάνωσε ο Αυστριακός απεσταλμένος:
«Δεν μας κάλεσαν, δεν το αποτόλμησαν, είπαν, αλλά μήνυσαν ότι θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχείς αν θα θέλαμε να πάμε μόνο για μια στιγμή να δούμε τους μεταμφιεσμένους […] Ο Όθων άρπαξε ευχαρίστως την ευκαιρία. Διασκεδάσαμε πολύ. Μεταξύ άλλων, ήταν τέσσερις μαρκησίες που φορούσαν φούστες με σύρμα στο στρίφωμα και είχαν πουδραρισμένα μαλλιά. Η Βήζενταου ήταν όμορφη, με κοστούμι που παρίστανε μία χωριατοπούλα […] Μερικοί κύριοι από τους καλεσμένους έπαιξαν μία αποκριάτικη φαρσοκωμωδία. Οι καλεσμένοι χόρεψαν πάρα πολύ. Με αυτόν τον τρόπο τελείωσαν οι δικές μας αποκριές, γιατί οι ελληνικές διαρκούν τέσσερις εβδομάδες».
Τα ακίνητα της εβδομάδας
