Έκτακτες ειδήσεις
11.01.2025
Τίτος Χριστοδούλου
Γέροντα, από τ' Ανεμούρι, ήσυχα μην πας σ' εκείνη την Μεγάλη Νύχτα.
"Είμαι από το Ανεμούρι!". Υπόκωφα βροντερή βγαίνει απ' το βουλιαγμένο του γέροντα πλεμόνι, η φωνή. Στο τέλος μου, η αρχή μου. Μόλις είχαν φέρει τον γέροντα, ενενήντα δυό χρονών λυγισμένο πλάτανο, στο κρεββάτι απέναντί μου. Πληγωμένου ζώου μουγκρητό η φωνή του κατάκοιτου γερόντου, Το βλέμμα αστραπή, ψάχνει και στυλώνεται στο δικό μου, επίμονα, ερωτηματικά, ψάχνοντας να αρπαχτεί από ό,τι κοντά του ζωντανό, τις τελευταίες του να εναποθέσει αλήθειες.
"Είμαι από το Ανεμούρι, πρόσφυγας", συστήνει το είναι του, με στόχο τώρα πια, επίμονο, τα μάτια μου. "Πήγα στην Ελλάδα, το '22, δεν χώραγε άλλους, ήμουν Κύπριος, μ' έστειλαν στην Κύπρο"... Δεν είν' φωνή ανθρώπου αυτή, δεν είν' αχός ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει, μέσα στα βάθη της νυκτός, σαν η φωνή...πατρίδας που αρνείται να πεθάνει! (με τις συγγνώμες του Καρυωτάκη).
Το Ανεμούριο, ακρωτήρι απέναντι από την Κύπρο, στο σατζάκιο των Αδάνων. Πολλοί Κύπριοι ήλθαν πρόσφυγες από κεί, ιστορία έγραψε ο Καζινιέρης, δήμαρχος της Κερύνειας. Διπλές προσφυγιές, της προσφυγιάς πατρίδα...
" Καλώς ήρθες, γέροντα", του απαντώ. "Πατρίδα, κι εγώ, Καλλίπολη, Ζεϊμπέκης ο παππούς, Σπάρτη, Πισιδία, η γιαγιά, πέρασε Ρόδο αυτή". Έμεινε καρφωμένο πάνω μου, με άγρια ένταση, το μάτι του γερόντου, άγκυρα αφήνοντας στην ζωή που, το ξέρει, λες, αφήνει. Το αγκονάρι, σαν να ζητεί να απιθώσει, της μνήμης της πατρίδας, μαζί του να μην σβήσει.
"Δούλεψα εβδομήντα χρόνια", σ' ένα αριθμό στρογγυλεύοντας την σούμα μιας ζωής, στο τέλος της λογίζοντας το ίσο της. " Από το Ανεμούρι, έρχομαι από το Ανεμούρι".
Δυό χρονών θά 'τανε ο γέρος, όταν ανάστροφα θα μετρούσε, στην φυγή, το βήμα την πατρίδα. Και θ' άκουγε τον πατέρα του να δηλώνει την ταυτότητα, το φευγιό της προσφυγιάς. "Είμαι από τ' Ανεμούρι."
Γέμισε, σε λίγο ο θάλαμος απ' τα δεντρά, πού 'χε στον κόσμο αναγιωμένα, γιους, κόρες, εγγόνια... Το δασκαλίκι, εγώ, έπιασα να φιλοσοφώ το νόημα του ωραίου και την συμμετρία του λόγου, με την αισθητικό εγγονή... Ώσπου ήρθε, χαρά των ματιών, το δικό μου, Καραβιώτικο, αγκονάρι της προσφυγιάς.
Κι έφυγεν η ώρα.
Νύχτωσε βαθιά στην οικουμένη, σαν χαρταετός πετά η ψυχή, τραγουδά τα μάτια βουρκωμένα, η προσφυγοπούλα των πόνων της φυλής και του ανθρώπου. Κι η ζοφερή Νύχτα, ζητεί τους γερόντους της. Τσακίζει ο γέρων, αγωνία η ανάσα, τον πνίγουν τα πλεμόνια. Τρέχουν οι νοσοκόμοι να σώσουν την ζωή, οξυγόνα, ενέσεις, μετρήσεις. Όξω αχάει ακούω ο άνεμος, δυσοίωνα προμηνύοντας τον αγώνα της ζωής: 'Απου σ´ άνεμο βροχή, απού πρήσμα θάνατος'. Δακρυσμένες, έρχονται οι κόρες, τον κατεβάζουν στην εντατική.
Γέροντα, από τ' Ανεμούρι, ήσυχα μην πας σ' εκείνη την Μεγάλη Νύχτα.
Oh, do not go gently, into that big night... Πολέμησε, στα μαρμαρένια Αλώνια σου. Κι αν η χόρταση πια απ' την ζωή, ώριμο πια έφερε καιρό για θάνατο, satietas vitae tempus maturus mortis affert, κοιμήσου ήσυχα. Θα το σηκώσουμε εμείς, της πατρίδας τ' αγκονάρι, δεν θα σβήσει αυτή...
Καλή σου νύχτα, γέροντα. Πατρίδα, καληνύχτα...
(Γράφτηκε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας, μετά την εγχείρηση ανοικτής καρδίας, το 2013). Δημοσιεύθηκε στο Ημερολόγιο του Συλλόγου Μικρασιατών. Με συγκίνησε, όταν το βρήκα στα παλιά χαρτιά μου, το μοιράζομαι και πάλι, εδώ, στο κατώφλι της απώλειας μιας άλλης πατρίδας)