Sigmalive

Το σιωπηλό ποτάμι


 Μνήμες των ξεχασμένων ανθρώπων της κυπριακής παροικίας του Λονδίνου - γραμμένο το 2011, τις τελευταίες ημέρες μου κοντά τους. Συζήτηση σήμερα για τις ανθρώπινες ιστορίες των σβησμένων ανθρώπων τα έφερε στον νου. Κι ένα δειλό βρέξιμο, στην άκρη του ματιού...


Σώζει, το ανθρώπινο. Μπορεί να βγάλει κανείς ομορφιά κι αξία, ανοίγοντας το κυτίο με τους σκώληκες; Μπορεί κανείς να την βγάλει «καθαρός», αγγίζοντας τους «αθίγγανους», ψαρεύοντας την κρυμμένη αλήθεια, σκεπασμένη τώρα, χαιρέκακα κάτω από την ιλύ μιας θάλασσας λερής, ερμητικά σφαλισμένης πάνω από την αιδήμονα σιωπή των θυμάτων της; Ανθρώπινα ξεφτίσματα, απομεινάρια περασμένης χρήσης, που αργοπεθαίνουν στην σκιά...


Την μαύρη σκιά, πίσω απ' το κορδωμένο ύψος των θυτών τους...
Πώς ραγισμένη βάρβιτος να βγάλει αρμονίαν, και πώς ψυχή βαρυαλγής να είπη μελωδίαν; Βορβορυγμοί βορβόρου, τί άλλο, τούτο το πνιχτό πλατάγισμα πάνω από τα λείψανα των ανομιών, τούτης της άλλης θάλασσας, σαν την παχύρρευστη την μαρμελάδα της Ναυτίας του Σαρτρ, μια παχειά αποθάρρυνση. Πόσο καθαρός, πόσο εξαγνισμένος, μπορεί να αισθάνεται, όποιος αποτολμά την αλήθεια τούτης της βρωμιάς; Ξεπλένει ο χρόνος, μα την αμαρτία, το έγκλημα, πώς να εξαγνίσει;


Σώζει, το ανθρώπινο. Κάποιοι άνθρωποι κλαίνε στα σιωπηλά. Το τραγούδι τους, ποιός θα πει; Θυμούνται τότε που ήσανε... χρήσιμοι, προς χρήσιν, είν' η αλήθεια, των πλέον ξύπνιων. Τολμούν, όξινες τώρα λεμονόκουπες, να απαιτούν μιαν αξιοπρέπεια, όσον ραγισμένη, στην καφετερία του Μόρισσον, στην τηλεόραση ή το τάβλι του Κοινοτικού, το μηχανουργείο του Ρούσκι, τις ελληνικές εφημερίδες της Βιβλιοθήκης του Wood Green, στο βόρειο Λονδίνο.


Στην «καρδιά της παροικίας, πόσον, αλίμονο, πιο άκαρδης στο γέρμα τους, τώρα… Γερασμένοι, γδαρμένοι, στιμμένοι, να ζητούν το δικαίωμα σε έναν ήλιο για όλους, το φώς που δίνεται χωρίς να ερωτά, τα ανθρώπινα τούτα απολειφάδια, «human detritus», πώς μας τους είπε σκυθρωπά, βρετανός κοινωνικός λειτουργός, «πεταξιμιοί» μιας κοινότητας που τους ξέβρασε στην μέριμνα της αγγλικής κυβέρνησης και της πρόνοιας των τοπικών δημαρχείων της. Εκεί, σημαίνει ακόμη κάτι η αξιοπρέπεια των ανθρώπων, μαζεύοντας τα κοινωνικά κουφάρια που τους πέταξε η απανθρωπιά των ιδικών τους.


Δικών τους! Πούν' τους; Ρωτούσε, πια, μισοτρελλαμένος, τυφλός από τον διαβήτη, ο Γιάγκος, στο Northumberland Park, στο φτωχικό Tottenham, κοινωνικός κάλαθος απορριμμάτων, για όσους αρπάζονται από ένα πιάτο, κι ένα κρεββάτι και 30 λίρες την εβδομάδα, για τα τσιγάρα. Πούν' τους;
Ποιός θα πει το θλιβερό τραγούδι τους; Κακόηχη η βάρβιτος, μα ανθρώπινος ο τόνος. Σώζει το ανθρώπινο. «Αναντρανίστηκα σε τούτο το ποτάμι, θολό και βουρκωμένο».


Τους το χρωστά, κανείς. Ποιός θα πει την ιστορία σας, φτωχή Βαυκίδα και Φιλήμονα, αγαπημένο ζευγαράκι, εξήντα χρόνια μαζί, στο Ίσλιγκτον, σβήνοντας μαζί στο ταπεινό σας γέρμα, στο μονάρι σας, ψηλαφώντας τις «ανάγκες» σας, απλές για το ελάχιστο της ανθρώπινης ζωής, με τον Έλληνα διερμηνέα για το δημαρχείο, στην «συνέντευξη αξιολόγησης αναγκών». Οι φωτογραφίες, στον τοίχο, μιλούσαν για μιαν άλλη ιστορία δουλειάς, δράσης και προσφοράς, ελπίδας τότε, μα χωρίς ανταπόδοση από την ζωή, χωρίς καν σύνταξη. «Ο γέρος, δεν μπορεί», η επωδός της, πιστής μηχανικούς, στην συνέντευξη. Πρέπει, τώρα, από το λίγο της να βγάλει διπλή δύναμη και φροντίδα αυτή, για τον γέρο της, το προτινό της, το δείχνουν οι φωτογραφίες, κυπαρίσσι.. Αυτο-αποσύρθηκαν, σε ό,τι τους έμενε από αξιοπρέπεια, στην σιγή μιας ντροπής που δεν ομολογεί τον εαυτό της. Τους χαρίζεται, ακόμη ο βόρειος, λιγοστός ήλιος, και τούτο για λίγο, πια, δε το μετράνε.


Και, ω, η Αποκάλυψη! Κρυμμένος κι από τον ήλιο, σκιά κρυμμένη στις σκιές της, ο εκατονταετής σχεδόν γέροντας, στο μοναράκι του κι αυτός, στο Tufnell Park. Τριάντα χρόνια άπλυτο το φλατάκι, τρίτο του αιώνα χωρίς σκούπισμα, να έχει το κάθε τι αλλάξει πια χρώμα - στο χρώμα του χώματος, σιγά - σιγά να ρουφά τον ζωντανο-νεκρό του. «Σκόνη την σκόνη γέμισεν ο τόπος, και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς». Λιωμένο στο αυτί το ακουστικό, δεκαετίες τώρα, μακράν των ανθρώπων, παίρνοντας και δίνοντας σιωπή, λιώνοντας στην σκόνη του. Τον νομίσαμε πεθαμένο, με τις κοινωνικές λειτουργούς, από την αποφορά, πήγαμε να πάρουμε άδεια να σπάσουμε την πόρτα. Ζούσε. Ζούσε; Ήταν, κι αυτός, κάποτε χρήσιμος, πιο πολύ στους άλλους, λιγότερο στον εαυτό του. Πόσον μακρός, ο θάνατος ετούτος...


Κι η Ελένη, η πόρνη. Άλλο το όνομά της, βέβαια, άλλη η μοίρα της, λιγότερη η δόξα. Τριανταπέντε χρόνια στο κουρμπέτι, «ούλλα με ούλλους», και δεν της έμεινε τίποτε, «ούτε γρόσσι». Βρήκε, φυλαγμένα κάτω από το πάτωμα, τα σκληρά δουλεμένα λεφτά της, τις αποταμιεύσεις από την σκληρή της καθημερινή εκταμίευση, και τα πήρε η αστυνομία. «Προΐόν παρανόμου δραστηριότητας». Ασύντακτη, ζούσε, άνευ συντάξεως, τώρα, μισάνθρωπη, μισότρελλη, να μην εμπιστεύεται το χέρι του δημαρχείου που της πρόσφερε μια ελάχιστη στέγαση, πήρα και συγχαρητήριο γράμμα απο την κοινωνική λειτουργό που κατώρθωσα και την έπεισα να μπει επιτέλους σε σπίτι, να μην την δέρνουν οι ληστές στα πεζοδρόμια που κοιμόταν. Αλλά ήρθε και επιστολή επίπληξης από την μανατζέρισά μου, για τις αντιπαραγωγικές δεκάδες ώρες που έδωσα, για να την καταφέρω. Do not confuse sympathy with empathy!


Αλλά, πού σταματά ή πώς επιμερίζεται η ανθρώπινη ευθύνη, των δημοσίων υπηρεσιών γι' αυτούς, τα θύματα της άνισης μοιρασιάς, των παρανόμων που τους εκμεταλεύθηκαν, των δικών τους, ελεύθερων επιλογών; Πόσοι οι δικοί μας νταβατζήδες, πίσω από τα Κυπριακά ξενοδοχεία του Seven Sisters, μαζί με τους Μαλτέζους, τότε, στις ηρωικές αρχές της ευημερίας της κοινότητας; Ποιός ευθύνεται, για την «προσωπική» αποτυχία των επιλογών της κάθε Ελένης;


Σώζει το ανθρώπινο. Κάποιος να πει ετούτη την άλλη ιστορία, σκύβοντας, με ό,τι από άνθρωπο μέσα του, πάνω από τις απλές, μαύρες τούτες των ανθρώπων ιστορίες. Κι όπου υπάρχουν, κι υπάρχουν, για τις ευθύνες των άνισων ανταλλαγών.


Ελεύθερων, θα πείτε. Ναι, αλλά πόσο «ελεύθερων»; Πόσο «ίσων»; Και πόσο απαλλάσσει η «ελευθερία» αυτή, τον εκμεταλευτή; Πόσο εξαγοράζει την σιωπή, ή την ευθύνη, ή και απλά, το γεγονός ετούτων των λειψάνων της Κοινότητας, που επιπλέουν στους δρόμους του βορείου Λονδίνου, αφημένοι στη μέριμνα των δημαρχείων του.


Έκλεινε κάποια ώρα, στς 6, η Βιβλιοθήκη, έκλεινε, στις 8, κι η καφετερία του Μόρρισον. Ήδη, μια ασήκωτη θλίψη, μια καταχνιά απλωνόταν στα μάτια, όσων έκρυβαν στο φως της ημέρας, «να λησμονεί την σκέψη εκείνη», την άφευκτη γνώση, ότι μια άχαρη μοναξιά, η αδυσώπητη αλήθεια, τους περίμενε πίσω στο μοναχικό μονάρι ή δωματιάκι τους. Η αλήθεια ολόδικη, με κάθε έννοια «κατάδική» τους, που πια δεν μπορούσε να κρυφτεί, στο φως των άλλων.


Αυτός, είναι ένας κόσμος που πεθαίνει. Κάποιος, τους οφείλει το κύκνειο άσμα των. Σώζει, το ανθρώπινο.

Τα ακίνητα της εβδομάδας

Altamira doValue Group
Youtube logo

SigmaLive App

Κατεβάστε την εφαρμογή στο κινητό σας για άμεση και γρήγορη ενημέρωση.

AppStore App LinkGoogle PlayStore App Link

Ακολουθήστε μας

Παρακολουθήστε τις εξελίξεις μέσω των social media του SigmaLive


Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter και μείνετε πάντα ενήμεροι!

Εγγραφή στο Newsletter