Έκτακτες ειδήσεις
01.12.2024
Τίτος Χριστοδούλου
Aισθάνονται άβολα και το ονομάζουν αυτό ηθική. Η σκωπτική αυτή ρήση για την ηθική, λέγει πολλά, και σοφά, όπως συμβαίνει τόσο συχνά με τα έγκυρα αστεία. Η ηθική δεν είναι απλά μια σφαίρα της φιλοσοφικής θεωρίας, ούτε και ένας τρόπος αποτίμησης της ζωής - των πράξεων και φιλοδοξιών μας, που συνυπάρχει με τους υπόλοιπους τομείς των ασχολιών μας, διαθέσιμος για επίσκεψη, όταν αυτό βολεύει.
Είναι, αντίθετα, μια συνολική αξιολόγηση της πρακτικής μας ζωής, των πράξεών μας, μέτρο αξιολόγησης κάθε έκφανσης της πρακτικής μας ζωής, που είναι σκοπός της να μην βολεύει. Κι είναι άβολη, για δύο λόγους. Πρώτα, σαν ηθική, είναι επιτακτική, κανονιστική. Νόμος σιδηρούς, μετρά με ένα «δέον» που δεν ανήκει σε κανένα να αγνοήσει, ή ελεύθερα να παρακάμψει. Ένα «δέον», κανόνες που είναι, από την φύση τους καθολικοί, απαράβατοι κι αδιαπραγμάτευτοι. Δεύτερον, είναι ένα αυστηρό μέτρο. Ένας άκαμπτος κανόνας, που τείνει να θέσει υψηλά τον πήχυ, να ζητήσει κάτι περισσότερο, να βαθμολογεί, τόσο συχνά, κάτω από την βάση.
Είναι προφανές, από αυτά τα εισαγωγικά για την φύση της ηθικής, ότι δεν προσφέρεται για εύκολη συγκατοίκηση με την πολιτική. Περισσότερο από κάθε άλλον τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, το «άβολο» της ηθικής αφορά τον χώρο της πολιτικής. Γιατί η πολιτική αρένα, χώρος κατ' εξοχήν ανταγωνιστικός, με διακύβευμα και απώτατη διεκδίκηση την απόκτηση δύναμης κι εξουσίας, κι αποκλεισμό των αντιπάλων από αυτή, συνεπάγεται μια αμφιλεγόμενη σχέση με την ηθική. Είναι παροιμιακή η σύνδεση της δύναμης με την διαφθορά, ή, έστω, τον πειρασμό της διαφθοράς, ειδικά όπου υπολείπεται ο αποτελεσματικός δημοκρατικός έλεγχος. Ή, πολύ πιο κραυγαλέα, εκεί που αυτός λείπει εντελώς, όπως μαθαίνουμε ξανά και ξανά, μετά την πτώση των τυράννων, όπως, πρόσφατα, σε αραβικές χώρες.
Κι όμως, οι ίδιοι οι πολιτικοί, βάζουμε τον πήχυ για την ηθική μας αξιολόγηση τόσο ψηλά. Διεκδικούμε την εξουσία προβάλλοντας διανοητικές και ηθικές αρετές, στην υπηρεσία μάλιστα της διασφάλισης του κοινού αγαθού. Κυριώτατες από αυτές, αρετές πού είναι αδιανόητο να λείπουν από τον πολιτικό, είναι, πρώτον, η σωφροσύνη, η κατ' εξοχήν πολιτική αρετή της ικανότητας να επιλέγεται το πρακτέον. Ο σώφρων, ο φρόνιμος πολιτικός αναμένεται να μπορεί να ζυγίσει ποιά είναι η ενδεικνυόμενη, η λυσιτελέστερη στις περιστάσεις απόφαση για δράση. Ξεχωρίζει, ακόμα, ως απαραίτητη αρετή η ακεραιότητα. Η διασφάλιση ότι ο πολιτικός διαθέτει εκείνη την ηθική ποιότητα του χαρακτήρα ώστε να μην εκπέσει από την υπεσχημένη επιζήτηση του κοινού αγαθού, προκρίνοντας κάποιο ίδιο αγαθό, κάποιο ιδιοτελές συμφέρον.
Αλλ' όσο κι αν οι αρετές αυτές προβάλλονται από τον πολιτικό ότι τον καταξιώνουν ως ένα ξεχωριστά προικισμένο άτομο, ως έναν «άριστο», που ενδείκνυται από αυτές τις ξεχωριστές του αρετές να διεκδικήσει την εξουσία, δεν αποτελούν αυτές ένα πρόσθετο πλεονέκτημα, κάτι πρωτότυπο, που θα έπρεπε να εκπλήξει τους ψηφοφόρους ή κυβερνώμενους. Δεν είναι κατ' εξαίρεσιν «εξαίρετος» ο πολιτικός, αλλά κατ' απαίτησιν των κυβερνωμένων.
Διαθέτουν, σαν σύνολο οι κυβερνώμενοι, το «ηθικό αίσθημα» να αναζητούν στους πολιτικούς τις αρετές που τους προάγουν στην δημόσια σφαίρα ως τους αρίστους, τους πλέον ενδεικνυόμενους να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα, να τους εμπιστευτούν οι πολίτες τις τύχες τους. Εκείνους, μάλιστα, που η φρόνιμη διαγωγή τους στην εξουσία, η λαμπρή διακονία τους, το ηγετικό τους ανάστημα, θα παράσχουν πρότυπα, θα διδάξουν τις άξιες μιμήσεως αρετές, «ως αν ο φρόνιμος ορίσειεν». Ακόμη πιο ιδανικά, όπως το ώρισε ο Αριστοτέλης, εκείνους που θα αναδείξουν την πολιτική ως τρόπο κι ευκαιρία παιδείας. Την ενάσκηση με την πολιτική, για πολίτες και πολιτευομένους, την αγορά και την «πόλη», ένα χώρο αγωγής και ηθικής τελείωσης των ανθρώπων, που ανθούν σαν άνθρωποι. Επιτυγχάνουν έτσι μέσα στην εκπλήρωσή τους, σαν όντα πολιτικά το ανώτατο αγαθό, την ευδαιμονία.
Πώς, λοιπόν, στο φως όλων αυτών των θετικών κρίσεων και προσδοκιών από τον πολιτικό και την πολιτική, να κρίνει τόσο «σκωπτικά», τόσο σκεπτικιστικά, η κοινή αντίληψη την «άβολη» συμβίωση ηθικής και πολιτικής; Πώς προήλθε, και ποιός ευθύνεται για αυτήν την ογκούμενη διάσταση ανάμεσά τους; Γιατί αυτό το χαίνον χάσμα ανάμεσα στο «δέον» και το «πραγματικό», όταν οι επιλογές μας, σε ό,τι αφορά πολιτικούς και πολιτικές, προσβλέπουν στο πρώτο για να διορθώσει ή βελτιώσει το δεύτερο; Γιατί να θεωρείται δεδομένη η διάσταση θεωρίας και πραγματικότητας, όταν αντίθετα, η φιλοσοφική θεωρία, κι η ελληνική μάλιστα πολιτική φιλοσοφία, επιχειρηματολογεί για την αμοιβαία τους στήριξη και προαγωγή;