22.10.2024
Τίτος Χριστοδούλου
IN LIMBO
Στον πρόδομο της Κόλασης, in vestibulum, έξω από ζωή και θάνατο, κυνηγημένοι από σφήκες και το τσίμπημα της μύγας, αυτοί που ούτε μίσησαν και ούτε αγάπησαν... που δεν έζησαν ποτέ τους. 'Questi sciaurati, chemai non fur vivi, erano ignudi e stimolato molto da mosconi e da vespa dh' eran ivi" (Dante, Inferno, canto III, 64-66).
Σαν αμμοθύελλα, σαν τον «λίβα που καίει τα σπαρτά», ακουγόταν το σμάρι των ανώνυμων σκιών. Πρίν φτάσει, ωδηγημένος από τον Βιργίλιο, στον Αχέροντα ο Δάντης πέρασε από σκοτεινό πεδίο, όπου κάτω από έναν άναστρο ουρανό κτυπιούνται οι ψυχές που δεν αξιώθηκαν ποτέ τους όνομα. Που δεν τους αξίζει το όνομα. Είναι οι ανώνυμοι. Αυτοί που κρύφτηκαν στις μικρές δικές τους έννοιες, φεύγοντας να επιλέξουν, να πάρουν θέση, να σταθούν να μετρηθούν. Η σιωπηρή πλειοψηφία, οι άσχετοι, οι μετακινούμενοι ψηφοφόροι, η παθητική άγνοια, το ανθρώπινο κοπάδι, ανάλωμα στης κάθε ιδέας την κατανάλωση, χωρίς τον έπαινο μα ούτε και το κρίμα: «sanza ‘nfamia e sanza lodo».
Δεν είναι κακοί. Μα ούτε και καλοί. Είναι οι δειλοί. Αυτοί που σώπασαν, που κρύφτηκαν στην σιωπή τους. Δεν διάλεξαν, μα ούτε και διάλεξαν να μην διαλέξουν. Εδώ η αμαρτία τους. Βαστούνε μια σημαία, «σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη», που όμως δεν δόθηκε ποτέ. Πλαταγίζει πέρα δώθε. Όπου φυσά ο άνεμος, οι φυσανέμηδες. Για μια θεσούλα, να μην παίρνουν θέση. Ανεμοσκόρπιστοι, όπως πάντα η τοποθέτησή τους. Κάτω από έναν ουρανό δίχως άστρα. Ποιόν δρόμο να τους δείξουν, ποιά αστέρια; Άδρομοι και αδρανείς, άσφαλτοι νομίζουν θά ‘ναι δίχως πράξη. Κι εδώ το μέγα σφάλμα. Έκτοποι και άτοποι, ούτε καν ούτοποι. Για να κρατήσουν όσο μικρό έναν τόπο στην σκιά, στο μεγάλο γκρίζο. Χωρίς φως, χωρίς καν σκιά, αλαφροΐσκιωτοι. Αδιαφόρως, αδιαφοροποίητοι. Αμαρτία τους όχι η πράξη, αλλά η απραξία τους. Παραφωνία τους όχι η φωνή, αλλά η έμφοβη σιγή τους. Και παράταιροι όχι στο χρώμα αλλά στην άχρωμη γκριζάδα, οι «τα φαιά φορούντες».
‘Αγγελοι πεσμένοι που όμως δεν μπόρεσαν καν την ανταρσία. Απορριμμένοι κι από Κόλαση κι από Παράδεισο, έξω από την αρετή και την κακία, τιμωρία τους όμοια με την άπραγη ζωή τους. Δεν θέλησαν να ξέρουν, κι έτσι δεν ήξεραν ποτέ. Τώρα περιμένουν, χωρίς να ξέρουν τί. Στον φόβο αιώνια τώρα του άγνωστου. Χωρίς προμηνύματα για την Θέληση αυτών των Άλλων που το μέλλον τους ορίζουν, βασανίζονται στο αιώνιο προμάντεμα. Έχουν οι Άλλοι πάντα τα κλειδιά. Η κρίση, πάντα απ’ έξω. Δεν ήθελαν να ξέρουν το κακό και το καλό. Ώστε να ψάξουν την βολή στην αιώνια αναβολή. Αν αμαρτία σαν Χριστιανοί ήταν να θέλεις το κακό, αμαρτία των Ελλήνων να μην ξέρεις το καλό. Αιώνια τώρα βάσανος και καταδίκη, να μην ξέρουν το κακό. Έρχεται. Περιμένουν. Κάπως, κάπου, κάποτε. Κακό, σίγουρα κακό. Αλλά τί; Μια αιωνιότητα σχεδόν τώρα, ανάμεσα σε αυτόν και τον άλλο κόσμο. Ανάμεσα στα έθνη των ανθρώπων και πάλι απέξω. Εδώ, και πάλι πουθενά. Οι ζωντανοί νεκροί. Με αφήνουν, λένε, αυτά «αδιάφορο». Είναι αυτό, ρωτούν σαν πράγματι να ψάχνουν, «είναι αυτό η λύση»; Είναι αυτό, επιτιμούν, η απάντηση; Κι όμως, ποιά η ερώτηση; Την έχουνε ξεχάσει, έχουν γενικώς ξεχάσει. Κι έτσι, ξεχαστεί οι ίδιοι. Όταν ξεχνάς, ξεχνιέσαι.
Προσπέρνα τους, λέει ο Βεργίλιος στον Δάντη. Τιμή τους καν να τους σκεφτούμε. «Δόξα γι’ αυτούς ο κόσμος καμμιά δεν έχει». Είναι οι κούφιοι άνθρωποι, που «μήτε ο ουρανός δεν θέλει, παράφωνοι στο μεγαλείο του, αλλά ούτε και η Κόλαση ζητεί, «σε σύγκριση μην δοξαστούν οι αμαρτωλοί της»: “caccianli I ciel per non esser men belli / ne lo profondo inferno li riceve”.
Λύπηση και δίκαιο τους έχουνε περιφρονήσει… γι’ αυτούς να μην μιλούμε, μα κοίτα κι άστους πια να φύγουμε»: “misericordia e giustizia li sdegna / non ragionam di lor, ma guarda e passa”. Είναι οι κούφιοι άνθρωποι, που ζωντανούς παρακαλούν να τους λογιάζουν. Those who have crossed With direct eyes, to Death’s other Kingdom Remember us – if at all – not as lost Violent souls, but only As the hollow men The stuffed men.
T.S. Elliot, The Hollow Men