Όταν κάποιος δεν είχε χρήματα, ο υπέροχος εκείνος άνθρωπος κι επιστήμονας τού έδινε και δωρεάν φάρμακα, από αυτά που του έπαιρναν για δείγματα οι φαρμακέμποροι

Συγκλονισμό προκάλεσε στην ψυχή κάθε Έλληνα της Κύπρου που τον είχε γνωρίσει, το δημοσίευμα ότι «βγήκε στο σφυρί η περιουσία του Δέρβη». Του ρέκτη Δημάρχου Λευκωσίας, κορυφαίου επιστήμονα, εθνικού αγωνιστή, πολιτικού και αρθρογράφου της Κύπρου. Του μεγάλου πατριώτη, που πρόσφερε όσα ελάχιστοι στον τόπο αυτό, για να πληρωθεί με το νόμισμα της αχαριστίας, της περιφρόνησης και της αγνωμοσύνης. Του ανθρώπου που δεν δίσταζε να λέγει χωρίς φόβο και αναστολές την αλήθεια, όσο πικρή κι αν ήταν, όποιους κι αν κόλλαγε στον τοίχο με τις δηλώσεις, τις δημόσιες ομιλίες και τα άρθρα του.

Είχα την τύχη να ζήσω κοντά του από 1961, που μπήκα στη δημοσιογραφία μέχρι το θάνατό του το 1968. Εργαζόμουν στην «Εθνική», εφημερίδα που αντιπολιτευόταν το Ζυριχικό καθεστώς, της οποίας ήταν εκδότης με άλλα στελέχη της Δημοκρατικής Ένωσης, όπως οι γιατροί Γιάννης Πολυδωρίδης, Γλαύκος Κασουλίδης, Κώστας Τσέλλος, οι δικηγόροι Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, Δημητράκης Λιβέρας, Γεώργιος Ι. Πελαγίας, ο έμπορος Γιάννης Μορφίτης, ο εισαγωγέας μηχανημάτων τυπογραφείου Κώστας Ποφαΐδης και άλλοι γνωστοί επιστημονικοί και οικονομικοί παράγοντες της Λευκωσίας. Στην «Εθνκή», εκτός από τον αείμνηστο Δέρβη, αρθρογραφούσαν, τότε, κορυφαίοι επιστήμονες και δημοσιογράφοι, όπως ο Πολύκαρπος Ιωαννίδης, ο Δημητρός Δημητριάδης-Ντόριαν, ο Πλουτής Σέρβας, ο Γιάννης Πολυδωρίδης, ο Γλαύκος Κασουλίδης, ο Κώστας Τσέλλος, ο Όμηρος Κ. Λοϊζίδης, ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης και πολλοί άλλοι.

Θυμάμαι πάρα πολλά στιγμιότυπα από τις καθημερινές του δραστηριότητες ως πολιτικού και ως ιατρού. Δεν ξεχνώ ποτέ κάποιες έντονες τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τον Μακάριο, τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Όταν τέλειωνε με το γνωστό του χαμόγελο, με ρωτούσε, «δεν έπρεπε να τους τα ψάλλω, νόμιζαν ότι θα σιωπούσα;». Μια φορά είχε αρρωστήσει και τον μεταφέραμε εσπευσμένα στην κλινική Μαραγκού. Ήμουν κοντά του και μ’ έστειλε να πάω στο τυπογραφείο «Πρόοδος», να φέρω το άρθρο του για να το διορθώσουμε.

Συνήθως διάβαζα εγώ και διόρθωνε εκείνος. Όταν γύρισα στην κλινική με το άρθρο, βρήκα αστυνομικούς στην πόρτα και δεν με άφηναν να μπω στην κλινική. Ο νοσοκόμος του Μαραγκού με ήξερε και τους εξήγησε ότι πρέπει να περάσω, γιατί με περίμενε ο Δέρβης.

Μπήκα στο δωμάτιο και βλέπω δίπλα στον Δέρβη να κάθεται ο Μακάριος. Τα έχασα... Αιφνιδιασμένος όπως ήμουν, δεν ήξερα πώς ν΄ αντιδράσω. Ο Δέρβης με έβγαλε από τη δύσκολη θέση λέγοντας; «Άτε ρε, βγαλ’ το άρθρο να το διορθώσουμε». Άνοιξα την πέτσινη τσάντα, έβγαλα το άρθρο και του το έδωσα κρατώντας τη διόρθωση, όπως ήταν καθισμένος στο κρεβάτι. «Κράτα το και διάβαζε», μου λέγει. «Καλύτερα να διαβάζεις εσύ» του είπα, γιατί γνώριζα ότι το άρθρο ήταν «φωτιά» κατά του Μακαρίου, διότι στο σύνθημα του Γεώργιου Παπανδρέου «Αυτοδιάθεση - Ένωση», ο Αρχιεπίσκοπος, διά του Γ.Γ. της ΠΑΣΥΔΥ Αλέξαντρου Τσαγγαρίδη, είχε αντιτάξει το σύνθημα «Αδέσμευτη Ανεξαρτησία- Αυτοδιάθεση Ένωση».

Ο Μακάριος τον διέκοψε λέγοντας, «γιατρέ, με αδικείς» κι ο Δέρβης απάντησε: «Ακόμα παρακάτω να ακούσεις τι σου γράφω και συνέχισε ακάθεκτος. Ο Μακάριος, έντονα θυμωμένος σηκώθηκε να φύγει, οπότε ο Δέρβης σε έντονο ύφος του είπε: «Γιατί ήρθες να με δεις; Για να μεταδίδει το ραδιόφωνο και να γράφουν οι εφημερίδες πόσο καλός είσαι αφού ήρθες να δεις και τον μεγάλο σου αντίπαλο;». Κι ο Μακάριος, χωρίς να πει λέξη, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε κλείνοντάς την με δύναμη. Κι ο Δέρβης, με μιαν αυταρέσκεια μού είπε, «ενόμιζε ότι θα σιωπούσα;».

Στο ιατρείο του οι ασθενείς εξετάζονταν με τη σειρά προσέλευσης. Έπαιρναν αριθμό και κάθονταν στον μεγάλο χώρο της υποδοχής, περιμένοντας, χωρίς να μπορεί κανένας να μπει στο εξεταστήριο, αν δεν ερχόταν η σειρά του. Κι όταν κάποιος δεν είχε χρήματα, ο υπέροχος εκείνος άνθρωπος κι επιστήμονας του έδινε και δωρεάν φάρμακα από αυτά που του έπαιρναν για δείγματα οι φαρμακέμποροι. Όταν πέθανε, στο κατάστιχό του ήταν γραμμένοι αρκετοί ασθενείς που του χρωστούσαν συνολικά δεκάδες χιλιάδες λίρες, που, όπως μου έλεγε μετά από χρόνια η αείμνηστη σύζυγός του Κάτια, ποτέ δεν τα πήρε αυτά τα χρήματα.

Καταλήγοντας θ’ αναφερθώ στους στίχους του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού που είναι χαραγμένοι στον τάφο του, μετά από πρόταση του στενού φίλου και συνεργάτη του Γλαύκου Κασουλίδη, δείγμα της αγάπης και του ενδιαφέροντος που έτρεφε ο αείμνηστος άντρας για τον κυπριακό Ελληνισμό:

Δυστυχισμένε μου λαέ
Καλέ κι αγαπημένε
Πάντοτ’ ευκολοπίστευτε
Και πάντ’ απατημένε…

Καλύτερο επιτύμβιο από τους στίχους αυτούς δεν θα μπορούσε να κοσμεί τον τάφο και ν’’ αποδίδει την προσωπικότητα του μεγάλου πατριώτη, πολιτικού, αρθρογράφου και επιστήμονα Θεμιστοκλή Νικολάου Δέρβη.