«Ο Ρίτσος βίωνε πολύ έντονα το δράμα της Κύπρου. Το καλοκαίρι του 1974 ήταν σαν πεθαμένος», θυμάται η κόρη του ποιητή, Έρη Ρίτσου, η οποία αποκαλύπτει ότι ο πατέρας της, για πρώτη φορά προσπάθησε να έλθει στην Κύπρο το 1960, αλλά η τότε κυβέρνηση της Ελλάδος δεν του έδωσε διαβατήριο. Τελικά ο Ρίτσος έκανε το πρώτο ταξίδι του στην Κύπρο τον Μάιο του 1979. Επισκέφθηκε το νησί μετά από δέκα χρόνια και ο τότε Κύπριος πρόεδρος Γιώργος Βασιλείου του απένειμε τον μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’.
Η λογοτέχνης Έρη Ρίτσου ήταν πρόσφατα στη Λευκωσία και μίλησε σε εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή, την οποία οργάνωσαν το Υπουργείο Παιδείας, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Φιλολόγων.
Στη συνομιλία, που είχαμε, μας μίλησε από καρδιάς για τον πατέρα, τον άνθρωπο , τον ποιητή, το ζωγράφο Γιάννη Ρίτσο.
ΕΡ: Σε λίγες μέρες συμπληρώνεται το έτος «Γιάννη Ρίτσου» με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του. Πως νιώθετε;
ΑΠ: Ήταν μια μεγάλη έκπληξη για μένα. Δεν περίμενα τόσες πολλές ποιοτικές εκδηλώσεις και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον από το κοινό στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα πέρα από τις εκδηλώσεις, που οργάνωσε η Πολιτεία, έγιναν πάρα πολλές εκδηλώσεις από άλλους (σχολεία, δήμους, βιβλιοθήκες , συλλόγους κλπ) φορείς.
ΕΡ: Δηλαδή, οι εκδηλώσεις αυτές συνέβαλαν στην ουσιαστική επικοινωνία του κοινού με το έργο του;
ΑΠ: Νομίζω ναι. Στα σχολικά βιβλία, ο τρόπος παρουσίασης του Ρίτσου είναι τουλάχιστον λειψός και αποσπασματικός. Ειδικά οι εκδηλώσεις, που έγιναν στα σχολεία, συνέβαλαν να διαβάσουν τα παιδιά πολύ και απέκτησαν πληρέστερη εικόνα για την ποίηση του Ρίτσου. Επίσης είναι σημαντικό ότι το έργο του παρουσιάζεται στην ολότητα του και στο σύνολο του, ενώ μέχρι τώρα η τάση ήταν να στεκόμαστε κυρίως στα «Επικαιρικά» του ποιήματα και δευτερευόντως στους δραματικούς μονολόγους. Είναι κέρδος ότι παρουσιάστηκαν άγνωστες ή λίγο γνωστές μέχρι τώρα πτυχές του έργου του.
ΕΡ: Κατά τη γνώμη σας πως θα πρέπει να διδάσκεται ο Ρίτσος στα σχολεία;
ΑΠ: Ίσως θα πρέπει να γίνει ένας σωστότερος καταμερισμός, λαμβάνοντας υπόψη τις ηλικίες των μαθητών. Δηλαδή, «Το πρωινό άστρο» είναι ένα ποίημα πολύ τρυφερό, το οποίο μπορεί να το προσεγγίσουν μικρά παιδιά. Αλλά δεν μπορείς να βάλεις τρεις στίχους και να τελειώσεις. Χρειάζεται ένα απόσπασμα, που θα δώσει στο δάσκαλο τη δυνατότητα να μιλήσει παραπάνω.
ΕΡ: Στην Κύπρο έγιναν αρκετές εκδηλώσεις. Πως είδατε αυτή του περασμένου Σαββάτου, στην οποία παραβρεθήκατε;
ΑΠ: Είχε πολύ ενδιαφέρον και από τις εισηγήσεις και από την μεγάλη συμμετοχή. Ίσως χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για συζήτηση μετά τις εισηγήσεις. Υπήρξε μια εξισορρόπηση ανάμεσα στις ακαδημαϊκές εισηγήσεις και στις περισσότερο βιωματικές, όπως της κυρίας Έλλης Παιονίδου.
ΕΡ: Σε πόσες γλώσσες έχει μεταφραστεί ο Γιάννης Ρίτσος;
ΑΠ: Σε πάνω από πενήντα και συνεχώς γίνονται νέες μεταφράσεις. Πρόσφατα. πήρα πέντε ή έξι καινούργια βιβλία μεταφράσεων από την Ισπανία, την Ιταλία, την Κούβα, από την Αίγυπτο, όπου για πρώτη φορά έγινε μετάφραση στα αραβικά από το πρωτότυπο.
ΕΡ: Υπάρχουν αδημοσίευτα έργα;
ΑΠ: Υπάρχουν ορισμένα. Κάποια στιγμή θα δημοσιευτούν και αυτά.
ΕΡ: Το αρχείο του πατέρα σας είναι στο Μουσείο Μπενάκη;
ΑΠ: Μάλιστα Αυτό για μένα ήταν μεγάλη ευτυχία και ανακούφιση γιατί το αρχείο πλέον φιλοξενείται από έναν καταξιωμένο φορέα και παύει να διατρέχει τον οποιονδήποτε κίνδυνο καταστροφής. Συγκεκριμένα το αρχείο με τα χειρόγραφα του φυλάσσεται στο Τμήμα των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη στην Κηφισιά, στο σπίτι του Στέφανου και της Πηνελόπης Δέλτα. Τα ζωγραφικά του έργα είναι στο Μουσείο Μπενάκη στο κέντρο της Αθήνας.
Ο ΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ
ΕΡ: Μια και μιλάμε για τα χειρόγραφά του θέλω να σας ρωτήσω για τον γραφικό του χαρακτήρα, ο οποίος παραπέμπει σε μια βυζαντινή γραφή. Έγραφε πάντα έτσι;
ΑΠ: Αυτός ήταν πάντα ο γραφικός του χαρακτήρας ακόμη και όταν έγραφε τη λίστα για τα ψώνια. Κάποτε τον είχα ρωτήσει. Μου είχε απαντήσει ότι η δουλειά του ήταν να γράφει και να περνά όλη τη μέρα του μπροστά σε μια κόλλα χαρτί. «Δεν θα μπορούσα να το κάνω έχοντας ένα τσαπατσούλικο χειρόγραφο. Θέλω αυτό που βλέπω να είναι ωραίο στο μάτι», μου είχε πει. Δούλευε πάρα πολύ τα ποιήματα του. Αν και πολυγραφότατος, δεν ήταν προχειρογράφος. Όταν έφτανε στην τελική γραφή του ποιήματος, το καθαρόγραφε σε βιβλιαράκι με διακοσμημένο το πρώτο γράμμα και στο τέλος με κάποιο σχέδιο.
Φαντάζομαι ότι, επειδή η βυζαντινή γραφή είναι μέσα στις παραστάσεις όλων, ιδιαίτερα των παλαιότερων, είναι κάτι που εμπνέει.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ
ΕΡ: Πώς ήταν ως πατέρας ο Γ. Ρίτσος;
ΑΠ: Με τον πατέρα μου δεν ζήσαμε πολύ καιρό μαζί, στα παιδικά μου χρόνια τον έβλεπα κυρίως στις διακοπές - Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι. Το παράδοξο είναι ότι μας έφερε πιο κοντά η... δικτατορία, διότι τότε τον έστειλαν σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο, όπου ζούσα με τη μητέρα μου. Εκείνο ήταν και το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που ζήσαμε μαζί σε συνέχεια. Έχω μόνο καλές αναμνήσεις - ίσως και το γεγονός ότι δεν ζούσαμε μαζί βοήθησε σ' αυτό, ακριβώς γιατί δεν προλάβαινε να υπάρξει φθορά στις σχέσεις μας. Τότε πηγαίναμε βόλτες στην παραλία. Σε αυτούς τους μοναχικούς μας περιπάτους δεν ήμασταν εντελώς μόνοι. Υπήρχε πάντα το “όργανον της τάξεως”, ασθμαίνον, πάνω στο ποδήλατό του, να παρακολουθεί τις “ύποπτες” κινήσεις μας». Ήταν πολύ τρυφερός άνθρωπος, δεν κρατούσε αποστάσεις. Έτσι ήταν με όλους. Ακόμη και στις πιο μαύρες του, στις πιο δύσκολες στιγμές, είχε πάντα μια μεγάλη αισιοδοξία μέσα του. Ακόμη και στα πιο σκοτεινά έργα του υπάρχει κάπου μία χαραμάδα φωτός. Από την εφηβεία και μετά ήταν ο άνθρωπος, που μου άνοιξε ορίζοντες. Συζητούσαμε για πάρα πολλά. Μόνο για πολιτική δεν μου μιλούσε μαζί μου.
ΕΡ: Γιατί αυτό;
ΑΠ: Πιστεύω ότι ήταν η θέση του αυτή. Πίστευε πως ό,τι είναι να ανακαλύψει ένα παιδί, θα το ανακαλύψει μόνο του. Δεν ήθελε επ' ουδενί να επηρεαστώ από την πορεία τη δική του και της μητέρας μου. Φρονούσε ότι ο καλύτερος τρόπος για να διαπαιδαγωγήσεις το παιδί σου είναι με την πράξη σου και με το συγκεκριμένο παράδειγμα της ζωής σου, δεν του λες τίποτε. Το παιδί θα αποφασίσει μόνο του τι θέλει να κάνει.
ΕΡ: Σε ποια ηλικία καταλάβατε την αξία του;
ΑΠ: Σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, αφότου δηλαδή τελείωσα το σχολείο και πήγα στο πανεπιστήμιο. Ζούσα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου οι άνθρωποι, και μάλιστα τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, δεν είχαν ιδέα τι είναι ο Ρίτσος. Κι εγώ λοιπόν τότε δεν είχα την αίσθηση ότι ήταν κάτι εξαιρετικό. Αυτό το συνειδητοποίησα μόνο, όταν πήγα στη Γαλλία και γνώρισα ανθρώπους που ήξεραν το έργο του, το μελετούσαν και το θαύμαζαν.
Δεν είχα ποτέ κόμπλεξ ότι ζω κάτω από τη σκιά του. Ήμουν λοιπόν η κόρη της Γαρουφαλίτσας της γιατρού και ήμουν ευτυχής γι' αυτό.
ΕΡ: Ποια ανάμνηση κρατάτε πιο έντονη από τον πατέρα σας;
ΑΠ: Μια βαρκούλα, με την οποία με έπαιρνε στη θάλασσα. Επίσης με μάθαινε τους νέους χορούς και να ζωγραφίζω. Θυμάμαι ακόμη τα όμορφα αστεία του.
ΕΡ: Τι δώρα σας έκανε, όταν είσαστε παιδί;
ΑΠ: Ο πατέρας μου είχε πολύ καλό γούστο. Στη Σάμο μου έφερνε από την Αθήνα πολύ όμορφα φορεματάκια. Ήταν η μεγάλη μου χαρά να ανοίγω την βαλίτσα του για να δω τα δώρα, που έφερνε.
ΕΡ: Ο Ρίτσος ασχολήθηκε και με τις εικαστικές τέχνες. Ποια ήταν ακριβώς η σχέση του με αυτές;
ΑΠ: Νομίζω ότι η πρώτη του αγάπη ήταν η ζωγραφική. Ο ίδιος έλεγε ότι η μητέρα του είχε ένα αδελφό στο Λονδίνο, στον οποίο έγραψε να του στείλει χρώματα. Έτσι περίπου γύρω στα 1915 ο θείος Λεωνίδας του έστειλε μπογιές, που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Είχε κάνει μεγάλες χαρές και από τότε ζωγράφιζε συνέχεια. Είχε καταπληκτική αίσθηση των χρωμάτων. Η εικαστική του ματιά φαίνεται πολύ στη ποίηση του. Ο ίδιος βέβαια θεωρούσε τη ζωγραφική ως πάρεργο και γι’ αυτό ποτέ δεν υπέγραφε τα έργα του. Μόνο σε κάποιες ακουαρέλες έχει τα αρχικά του και το μέρος όπου φτιάχτηκαν. Ο Ρίτσος ήταν πολυτάλαντος. Εκτός από ποιητής ήταν χορευτής, ηθοποιός, πιανίστας και ζωγράφος. Κάποτε τον είχα ρωτήσει, γιατί τελικά τον κέρδισε η ποίηση και μού απάντησε ότι συνέβη για πρακτικούς λόγους. Με τόσες διώξεις που είχε υποστεί το μόνο εύκολο ήταν να έχει δίπλα του ένα μολύβι και ένα κομμάτι χαρτί, ώστε να καταγράφει τις σκέψεις του. Η ζωή, λοιπόν, αποφάσισε γι' αυτόν.
ΕΡ: Σε ποια ηλικία διαβάσατε το πρώτο ποίημα του;
ΑΠ: Ήμουν πολύ μικρή. Με είχε βάλει η μητέρα μου να μάθω απέξω το «Πρωινό Άστρο», το οποίο είχε γράψει για τη γέννηση μου. Αργότερα ο ίδιος , όταν ήταν σε κατ' οίκον περιορισμό στη Σάμο, κατά την δικτατορία των συνταγματαρχών, μου διάβαζε ποιήματα του, χωρίς όμως να επιμείνει.
ΕΡ: Από όλα τα ποιήματα του πατέρα σας ποιο αγγίζει περισσότερο τη δική σας ψυχή;
ΑΠ: Το αγαπημένο μου ποίημα είναι η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», ίσως επειδή το διάβασα στα 18 μου χρόνια σε περίοδο υπαρξιακών αναζητήσεων. Επίσης, με ελκύουν οι δραματικοί μονόλογοι.
ΕΡ: Πόσο επηρέασε το λογοτεχνικό σας έργο η ποίηση του πατέρα σας;
ΑΠ: Δεν ξέρω να σας πω. Ο επηρεασμός είναι εντελώς υποσυνείδητος.
ΕΡ: Είχατε μιλήσει για τη σημειολογία της ποίησης του;
ΑΠ: Δεν πρόλαβα να το κάνω. Όμως είμαι χαρούμενη, γιατί του είχα πει πόσο πολύ τον αγαπώ και τι σήμαινε για μένα, όπως το είπα και στη μάνα μου.
ΕΡ: Θα το μοιραστείτε μαζί μας;
ΑΠ: Ήταν ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος, που τον θαύμαζα. Ο Ρίτσος δεν ήταν καλός γενικά και αόριστα. Ήταν κομμουνιστής, αγαπούσε τον άνθρωπο και πάλευε για το καλό του. Την αγάπη του την αποδείκνυε έμπρακτα. Έβλεπα την ανθρωπιά του να εκδηλώνεται στην καθημερινή του ζωή.
ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
ΕΡ: Αυτή είναι μια χριστιανική αντίληψη της αγάπης. Ποιά ήταν η σχέση του πατέρα σας με το Θεό, με τη θρησκεία;
ΑΠ: Δεν υπάρχει, ή τουλάχιστον δεν υπήρχε Έλληνας στις γενιές μας, ο οποίος να μην έχει βαθιά μέσα του τη χριστιανική διδασκαλία, είναι βίωμα μας. Μεγαλώσαμε με την Εκκλησία, με τα πανηγύρια προς τιμή των Αγίων, με τα τροπάρια, με τα τραγούδια, που παρέπεμπαν σε αυτή την πίστη.
Εξάλλου, η κομμουνιστική ιδεολογία προσεγγίζει απόλυτα στο σημείο αυτό τη χριστιανική. Δηλαδή, ο στόχος και των δύο είναι η μορφοποίηση ενός ανθρωπίνου όντος, που από τη μια να προσεγγίζει το θείο και από την άλλη να προσεγγίζει τον ιδανικό άνθρωπο, που δεν εκμεταλλεύεται τον συνάνθρωπό του και συμπάσχει με αυτόν με τελικό στόχο τη δημιουργία μιας ιδανικής κοινωνίας.
Έτσι, το θρησκευτικό αίσθημα που ο Ρίτσος είχε βιώσει παιδί και η ιδεολογική του τοποθέτηση αργότερα, νομίζω ότι αποτελούν ένα συνδυασμό πραγμάτων, που εκφράζεται σε όλη την ποίηση του. Ο ίδιος βέβαια ήταν άθεος
ΕΡ: Ή δήλωνε άθεος
ΑΠ: Ναι. Για παράδειγμα ο «Επιτάφιος», αν δεν είχε ως βάση τον Επιτάφιο Θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής, όλες τις θαυμάσιες βυζαντινές εικόνες στις εκκλησίες της Μονεμβασιάς και του Μυστρά, τα μοιρολόγια , δεν θα μπορούσε να είχε γραφεί. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης ο Ρίτσος κατέφευγε στον δεκαπεντασύλλαβο, αυτό συμβαίνει και στον «Ύμνο και Θρήνο για την Κύπρο».
ΕΡ: Από τα ποιήματα του Ο Ρίτσος αγαπούσε περισσότερο τα «Επικαιρικά»;
ΑΠ: Τα «Επικαιρικά» γράφτηκαν για να εξυπηρετήσουν μια συγκεκριμένη ανάγκη σε δοσμένη χρονική στιγμή. Είναι αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως η κοινωνική του προσφορά στον αγώνα του κόμματος, του κοινωνικού κινήματος και του ελληνικού λαού. Ο ίδιος αγαπούσε περισσότερο την «Τέταρτη Διάσταση» και το «Γίγνεσθαι». Σε αυτά θεωρούσε ότι βρίσκεται το «corpus» της ποιητικής του.
ΕΡ: Η ταφή του Ρίτσου στη γενέτειρα του την Μονεμβασιά ήταν δική του επιθυμία;
ΑΠ: Ήταν επιλογή της μητέρας μου και δική μου. Ο ίδιος επειδή αγαπούσε πολύ τη ζωή δεν ήθελε καν να σκεφθεί την πιθανότητα του θανάτου. Γι' αυτό δεν είχε εκφράσει καμία επιθυμία.
Ο ΡΙΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΠΡΟΣ
ΕΡ: Ο Γιάννης Ρίτσος ήρθε πρώτη φορά στην Κύπρο τον Μάιο του 1979 και μετά το 1989. Τι σας έλεγε για την Κύπρο;
ΑΠ: Ο Ρίτσος είχε μεγάλη αγάπη στην Κύπρο. Βίωσε έντονα το δράμα της. Παρακολουθούσε πολύ τις πολιτικές και λογοτεχνικές εξελίξεις στο νησί. Το καλοκαίρι του 1974 ήταν σαν πεθαμένος. Για πρώτη φορά προσπάθησε να έλθει στην Κύπρο το 1960, αλλά η τότε κυβέρνηση της Ελλάδος δεν του έδωσε διαβατήριο. Αυτό τον είχε απογοητεύσει πάρα πολύ.
Μετά το ταξίδι του 1989 στην Κύπρο η κατάσταση της υγείας του άρχισε να χειροτερεύει. Από την επιστροφή του στην Ελλάδα δεν έκανε άλλο ταξίδι , ούτε εμφανίστηκε σε άλλη εκδήλωση. Το καλοκαίρι του 1989 άρχισε να αποχαιρετά τον κόσμο με τα τελευταία του ποιήματα. Λίγο μετά έπαψε να παρακολουθεί τα πράγματα. Δεν διάβαζε εφημερίδα, δεν παρακολουθούσε τηλεόραση, ήταν πολύ καταπονημένος.
ΕΡ: Ποια ήταν η σχέση του με Σεφέρη και Ελύτη;
ΑΠ: Δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις. Όμως τους παρακολουθούσε, διάβαζε το έργο τους και τους εκτιμούσε πάρα πολύ. Αν και έγραφε συνέχεια, διάβαζε πολύ ποίηση. Οι ποιητές στην τέχνη τους είναι μια μεγάλη αδελφότητα. Δεν έχει σημασία το ιδεολογικό ή το πολιτικό τους πιστεύω. O πατέρας μου θαύμαζε τον Έσδρα Πάουντ και τον Τόμας Έλιοτ.
Είχε πολλούς νεαρούς ποιητές φίλους, με τους οποίους λειτουργούσε κατά κάποιον τρόπο ως μέντορας, ως πνευματικός πατέρας. Τους έδινε συμβουλές, τους εμψύχωνε, προσπαθούσε να τους ανεβάζει το ηθικό, ακόμη και να βοηθά στα προσωπικά τους προβλήματα, ακριβώς για να μπορούν να αφιερώσουν τον καιρό τους και τις δυνάμεις τους στην ποίηση. «Κανείς δεν γεννιέται ποιητής, γίνεται σιγά-σιγά», έλεγε. Η συμβουλή του σε όλους ήταν: “αν θέλετε να γίνετε καλοί ποιητές, διαβάζετε πάρα πολλή ποίηση, διαβάζετε θεωρία, μάθετε να χειρίζεστε το όργανο αυτό με το οποίο καλείστε να εκφραστείτε, μάθετε τα μέτρα, τι είναι ίαμβος, τι είναι ανάπαιστος...».
ΕΡ: Πότε συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Θεοδωράκη;
ΑΠ: Δεν γνωρίζω να σας πω ακριβώς. Το βέβαιο είναι ότι γνώριζε τη μουσική του Μίκη και έτσι του έστειλε τον «Επιτάφιο», όταν ο Μίκης σπούδαζε στο Παρίσι. Ο ίδιος ο Μίκης έχει πει ότι μόλις πήρε το βιβλίο άρχισε να γράφει τη μουσική δίπλα στους στίχους. Το συγκεκριμένο βιβλίο το δάνεισε κάπου και δυστυχώς χάθηκε.-