Περιμένουν να τους το ζητήσει η νέα κυβέρνηση που τοποθετούν στην Τρίπολη οι Δυτικοί και ο ΟΗΕ
Την πρόθεση αυτή αποκάλυψε ο στρατηγός των Πεζοναυτών Τζόζεφ Ντάνφορντ, Πρόεδρος του Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ, στους δημοσιογράφους επιστρέφοντας με αεροπλάνο, ύστερα από διάσκεψη με διοικητές του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες

Πέντε χρόνια από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και το ΝΑΤΟ κατέστρεψαν τη Λιβύη, η Ουάσινγκτον ετοιμάζεται να στείλει στρατεύματα στην πλούσια σε πετρέλαιο χώρα της βόρειας Αφρικής, με αποστολή «μακράς διαρκείας». Την πρόθεση αυτή αποκάλυψε ο στρατηγός των Πεζοναυτών Τζόζεφ Ντάνφορντ, Πρόεδρος του Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ, στους δημοσιογράφους επιστρέφοντας με αεροπλάνο, ύστερα από διάσκεψη με διοικητές του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.

Ο Τζόζεφ Ντάνφορντ τόνισε πως η νέα στρατιωτική επιχείρηση, στην οποία θα μετάσχουν χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες, θα μπορούσε να αρχίσει ανά πάσα στιγμή. Αυτό που λείπει είναι το «πράσινο φως» από τη νέα κυβέρνηση της Λιβύης, που οι δυτικές δυνάμεις και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρούν να εγκαταστήσουν στην Τρίπολη. Θα είναι μια κυβέρνηση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των Δυτικών.

Έντονος διάλογος
Ο Αμερικανός στρατηγός είπε στους δημοσιογράφους πω υπήρξε «έντονος διάλογος» και σχεδιασμός των ενεργειών που θα οδηγήσουν στην επέμβαση στη Λιβύη. Ήταν μια προφανής αναφορά στις προσπάθειες του πρέσβη των ΗΠΑ στη Λιβύη Πίτερ Μπόντι και του ειδικού απεσταλμένου του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών στη Λιβύη Τζόναθαν Ουίνερ, να εκμαιεύσουν επίσημη αίτηση για στρατιωτική επέμβαση από τον Φαγιέζ αλ Σαράζ, μη εκλελεγμένο επικεφαλής του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης, το οποίο υποστηρίζεται από τους Δυτικούς.

Κάτω από τις εντολές του ΟΗΕ και των ΗΠΑ, ο Σαράζ και οι σύμμαχοί του δημιούργησαν αυτό το Συμβούλιο στην εξορία στην Τυνησία, ενώ επέστρεψαν στην Τρίπολη, πρωτεύουσα της Λιβύης, τον περασμένο Μάρτιο. Όπως επισημαίνουν στρατιωτικοί και διπλωματικοί αναλυτές, είναι πασιφανές πως αυτό το καθεστώς δημιουργήθηκε με μοναδικό σκοπό να παράσχει ένα είδος νομιμότητας για νέα στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην ήδη κατεστραμμένη αραβική χώρα.

Ίσως να μην νομιμοποιείται
Εντούτοις επισημαίνεται πως δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσον ο Σαράζ νομιμοποιείται να απευθύνει τέτοια πρόσκληση για στρατιωτική επέμβαση. Γιατί στη Λιβύη αναμετρώνται για επικράτηση τρία καθεστώτα. Το δικό του, το Ισλαμικό Γενικό Εθνικό Κογκρέσο (GNC) με έδρα επίσης την Τρίπολη και η Βουλή των Αντιπροσώπων (HoR), που έχει την έδρα της στο Τομπρούκ, στα ανατολικά της χώρας. Παλιά αυτή η «Βουλή» αναγνωριζόταν από τη Δύση ως η νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως ούτε το GNC αλλά ούτε και το HoR έχουν αναγνωρίσει την εξουσία του εγκάθετου Προεδρικού Συμβουλίου. Ούτε είναι ξεκάθαρο πάνω σε ποια στρατιωτική δύναμη θα στηριχθεί ο Σαράζ, που θα εκπαιδεύσουν και θα εξοπλίσουν οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους.

Στην αρχή του τρέχοντος μηνός είχε αποκαλυφθεί πως αμερικανικές στρατιωτικές μονάδες «ειδικών επιχειρήσεων» ήδη βρίσκονται στο έδαφος της Λιβύης, από τον περασμένο χρόνο, προσπαθώντας να έρθουν σε επαφή και να συνεργαστούν με διάφορες ντόπιες ανταρτικές ομάδες και οργανώσεις. Θέλουν να δουν με ποια από αυτές θα μπορέσουν να συνεργαστούν και ποια από αυτές θα είναι αξιόπιστος εταίρος για την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων στη Λιβύη.

Επίσημα οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους επεμβαίνουν για να ανακόψουν την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (ISIS) μέσα στη Λιβύη. Περίπου 5.000 φανατικοί τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους ελέγχουν στενή λωρίδα των ακτών της μεσογειακής Λιβύης. Κέντρο αυτής της περιοχής είναι η πόλη της Σύρτης, γενέτειρα του ανατραπέντος και δολοφονημένου Λίβυου ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι.

Η πόλη μεταβλήθηκε σε ερείπια από τις επιθέσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, στις ημέρες του Οκτωβρίου 2011. Τότε ήταν που ο Καντάφι, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες του, ανακαλύφθηκε σε αγωγό αποβλήτων, βασανίστηκε και εκτελέστηκε εν ψυχρώ από ισλαμιστές ενόπλους που υποστηρίζονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία.

Οι δικαιολογίες
Όπως συνέβη και με τις περιπτώσεις του Ιράκ και της Συρίας, η Ουάσινγκτον προσπαθεί να δικαιολογήσει την πρόθεσή της για να στρατιωτική επέμβαση, λέγοντας πως πρέπει να εμποδίσει την περαιτέρω γιγάντωση του Ισλαμικού Κράτους, που σε μεγάλο βαθμό αυτή η ίδια δημιούργησε με τις άνομες πράξεις της στη Μέση Ανατολή - στην οποία περιλαμβάνεται και το Αφγανιστάν.

Οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους της Λιβύης, υποδεικνύουν οι αναλυτές, προέρχονται από τις τάξεις των ισλαμιστών ενόπλων που η CIA και οι άλλες δυτικές υπηρεσίες αντικατασκοπίας υποστήριξαν και εξόπλισαν, προσπαθώντας να ανατρέψουν τον Καντάφι το 2011. Πολλοί από αυτούς στάλθηκαν στη συνέχεια στη Συρία μαζί με τεράστιες ποσότητες λιβυκών πολεμοφοδίων στο πλαίσιο επιχείρησης που διευθυνόταν από μυστικό κλιμάκιο της CIA, με έδρα τη Βεγγάζη.

Αυτό το κλιμάκιο και το αμερικανικό προξενείο καταλήφθηκαν από Λίβυους ισλαμιστές ενόπλους τον Σεπτέμβριο του 2011, με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών Κρίστοφερ Στίβενς και τρεις άλλοι Αμερικανοί. Αυτό το επεισόδιο κυνηγά ως εφιάλτης τη Χίλαρι Κλίντον, Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ εκείνη την εποχή, η οποία σήμερα διεκδικεί το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου.

Ο Ρεπουμπλικανός αντίπαλός της, Ντόναλντ Τραμπ, το χρησιμοποιεί κατηγορώντας την για ανικανότητα και έλλειψη ηγετικών προσόντων. Το FBI μάλιστα δεν έχει κρύψει την πρόθεσή του να ανακρίνει την κυρία Κλίντον γι' αυτό το επεισόδιο, πολύ περισσότερο, επειδή όπως φαίνεται εντελώς παράνομα η πρώην Υπουργός Εξωτερικών χρησιμοποίησε τον προσωπικό της ηλεκτρονικό υπολογιστή για να στείλει «ευαίσθητα» μηνύματα.

Οι συζητήσεις που γίνονται
Συζητήσεις για την επερχόμενη επέμβαση στη Λιβύη έγιναν στη διάρκεια συνάντησης των Υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ, της ΕΕ και χωρών της Μέσης Ανατολής την περασμένη βδομάδα στη Βιένη. Ανάμεσα στα όσα εξετάσθηκαν ήταν η άρση απαγόρευσης εξοπλισμού που επιβλήθηκε από τον ΟΗΕ μετά την πτώση του Καντάφι, ώστε να καταστεί δυνατή η αποστολή όπλων στις δυνάμεις -όποιες και αν είναι αυτές- που είναι πιστές στον εγκάθετο Σαράζ. Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι τόνισε επίσης πως πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, ούτως ώστε αυτά τα όπλα να μην πέσουν στα χέρια της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, που υποτίθεται ότι η Ουάσινγκτον μάχεται εναντίον τους.

Ο στόχος
Όπως ισχυρίζονται αναλυτές, ο πραγματικός στόχος για τη Λιβύη σήμερα, όμοιος με αυτόν το 2011, είναι η επιβολή της ηγεμονίας της Δύσης σε μια χώρα με τεράστια αποθέματα πετρελαίου, τα μεγαλύτερα στην αφρικανική ήπειρο. Έχοντας μετατρέψει τη Λιβύη σε μοντέλο αυτού που αποκαλούν «failed state» μετά την πρώτη επέμβασή της, η Ουάσινγκτον δείχνει να επιδιώκει να επιβάλει ένα είδος νεοαποικιοκρατικού καθεστώτος με την επικείμενη δεύτερη επέμβασή της.

Το ότι το πετρέλαιο είναι ο βασικός στόχος αποδεικνύεται από τις επιχειρήσεις δύο από των σημαντικότερων ομάδων ενόπλων, με τις οποίες η Δύση σχεδιάζει να συνεργαστεί, προκειμένου να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της. Η πρώτη είναι ο αυτοαποκαλούμενος Εθνικός Στρατός της Λιβύης που ιδρύθηκε από τον Χαλίφα Χαφτάρ, έναν πρώην αξιωματικό του στρατού της Λιβύης, ο οποίος εντάχθηκε στην υπηρεσία της CIA στη δεκαετία του 1980, έμεινε αρκετό καιρό στην έδρα της στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνια και στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τους Αμερικανούς πίσω στη Βεγγάζη στη διάρκεια του πολέμου του 2011 για την αλλαγή του καθεστώτος στη Λιβύη.

Οι δυνάμεις του Χαφτάρ κινούνται αργά δυτικά της Βεγγάζης προς την έδρα του Ισλαμικού Κράτους στη Σύρτη, δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στην κατάληψη περισσότερων από 14 πετρελαιοπηγών κατά μήκος της διαδρομής. Οι πετρελαιοπηγές αυτές αποκτήθηκαν από τους Φρουρούς Πετρελαϊκών Εγκαταστάσεων (PFG), που ο διοικητής τους Ιμπραχίμ Τζαντράν έχει ορκιστεί πίστη στο καθεστώς του Σαράζ, αφού πρώτα επεδίωξε την αυτονομία της ανατολικής Λιβύης και την πώληση πετρελαίου ανεξάρτητα από την κυβέρνηση της Τρίπολης.

Προχωρά η αντίπαλη ομάδα ενόπλων
Εν τω μεταξύ, όμως, αντίπαλη ομάδα ενόπλων που έχουν την έδρα τους στην πόλη Μιζουράτα της βορειοανατολικής Λιβύης, πλησιάζουν στη Σύρτη, από την αντίθετη μεριά, αλλά με τις ίδιες προθέσεις. Όπως πιστεύουν αρκετοί, αυτές οι δύο αντίπαλες ομάδες ενόπλων, πάνω στις οποίες θα βασιστούν οι Αμερικανοί για να στηρίξουν το καθεστώς της Τρίπολης, στο τέλος θα συγκρουστούν μεταξύ τους, αντί να πολεμήσουν ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος.

Παρόλο που ο στρατηγός Ντάνφορντ προέβλεψε ότι επίκειται η επέμβαση των Δυτικών, δεν έδωσε πολλές λεπτομέρειες για τη σύνθεση της στρατιωτικής δύναμης. Στην αρχή εικαζόταν πως η Ιταλία, που στα χρόνια του Μουσολίνι ήταν η αποικιοκρατική δύναμη κάτω από τον ζυγό της οποίας στέναζε η Λιβύη, θα ήταν επικεφαλής της δύναμης του ΝΑΤΟ με πέντε χιλιάδες (5.000) στρατιώτες.

Ανάμεσα στους στόχους της Ρώμης ήταν να εξασφαλίσει τον έλεγχο των ακτών της Λιβύης, ώστε να αποτρέψει νέο κύμα μεταναστών, τώρα που έχει κλείσει η αποκαλούμενη βαλκανική οδός. Αλλά στην αρχή της βδομάδας ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι ανακοίνωσε πως η χώρα του δεν θα στείλει στρατό στη Λιβύη. Από τη μεριά της η Γερμανία επίσης απέκλεισε το ενδεχόμενο αποστολής στρατιωτών της στη Λιβύη, λέγοντας πως θα συμβάλει μονάχα στην εκπαίδευση λιβυκών δυνάμεων στη γειτονική Τυνησία.

Η φανερή διαμάχη μέσα στους κόλπους του ΝΑΤΟ είναι μια απόδειξη των διαφορετικών αντιλήψεων ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τους συμμάχους τους για το πώς πρέπει να ενεργήσουν στην Αφρική, γενικότερα.