Ι. Θ. ΜΑΖΗΣ: ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ ΕΥΘΕΩΣ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ ΤΟΥ 1913
ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ; ΝΑΙ, ΑΠΑΝΤΑ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ι. Θ. ΜΑΖΗΣ, ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΣΘΕΝΑΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Καταπατάται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, εφόσον Ελλάδα και Σερβία δεν έχουν εισέτι καταγγείλει ή αποκηρύξει i) το Πρωτόκολλο των Αθηνών και ii) την Ελληνο-σερβική Συνθήκη Φιλίας και Αμυντικής Συμφωνίας, η οποία προβλέπει ρητώς κοινά σύνορα, όπως και το συνοδό Πρακτικό Υπογραφής των συγκεκριμένων κοινών συνόρων
Η συμφωνία των Πρεσπών, παρά την επικύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων, είναι δυνατόν να ακυρωθεί, επισημαίνει στη «Σημερινή» της Κυριακής ο Καθηγητής Ι. Θ. Μάζης (Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας, Πρόεδρος Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών, Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών), αφού αντίκειται ευθέως στη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου του 1913, διευκρινίζοντας πως, προς τούτο, απαιτείται
σθεναρή πολιτική απόφαση από την επόμενη ελληνική Κυβέρνηση (δυνητικώς της ΝΔ σε συνεργασία με το ΚΙΝΑΛ), ενεργός και σύντονη διπλωματική δράση, πίστη στη στόχευση και αξιοποίηση κάποιων σημαντικών παραλείψεων και σφαλμάτων που εντοπίσθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαπραγμάτευσης - υπογραφής, αλλά και στα στάδια της κύρωσης και επικύρωσής της.
Ο Ι. Θ. Μάζης προτάσσει κάποια σημαντικά ιστορικο-διπλωματικά σημεία ακυρότητας της Συμφωνίας των Πρεσπών, σημειώνοντας ότι ο βασικότερος λόγος νομικής ακυρότητας, ab initio (εξ αρχής), της Συμφωνίας των Πρεσπών, συνίσταται στο ότι οι προβλέψεις της αντίκεινται ευθέως στη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου του 1913 μεταξύ των Βασιλείων της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου, αφενός, και της Βουλγαρίας αφετέρου, η οποία τελεί ακόμη εν ισχύι, και των Συμφωνητικών που την συνοδεύουν.
Ήτοι, οι παραβιάσεις που έχουν γίνει με τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι οι εξής:
Πρώτον, καταπατάται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, εφόσον Ελλάδα και Σερβία δεν έχουν εισέτι καταγγείλει ή αποκηρύξει i) το Πρωτόκολλο των Αθηνών και ii) την Ελληνο-σερβική Συνθήκη Φιλίας και Αμυντικής Συμφωνίας, η οποία προβλέπει ρητώς κοινά σύνορα, όπως και το συνοδό Πρακτικό Υπογραφής των συγκεκριμένων κοινών συνόρων.
Ως εκ τούτου, όπως σημειώνει, «σιωπηρώς, έχει καταπατηθεί από τρίτους η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, διά της δημιουργίας ενδιαμέσου κράτους (της ΠΓΔΜ).
Δεύτερον, τα σύνορα του παρεμβληθέντος κράτους της ΠΓΔΜ δεν δύνανται να θεωρηθούν έγκυρα άνευ αναγνωρίσεως και προσυπογραφής των από την αρμόδια Διμερή Ελληνο-Σερβική Επιτροπή. Για να πραγματοποιηθεί, όμως, αυτή η πράξη, τα Σκόπια οφείλουν να αποκηρύξουν την ονομασία «Μακεδονία», διότι τοιαύτη επαρχία ή περιοχή δεν υφίστατο προ της υπογραφής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη γεωγραφική εδαφική περιοχή όπου ευρίσκονται οι σημερινές βαλκανικές χώρες. Καθότι, «οι μόνες διοικητικές ενότητες, οι οποίες υφίσταντο στην περιοχή επί οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήσαν: 1) το βιλαέτι του Κοσσόβου και Μετοχίων, 2) το βιλαέτι του Μοναστηρίου, και 3) το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης.
Τρίτον, βάσει των πέντε Πρωτοκόλλων και Συμφωνιών, Ελλάδα και Σερβία (άρθρα 4, 5 και του υπ. αριθμ. 9 Πρωτοκόλλου της 25ης Ιουλίου/7 Αυγούστου 1913 Συνδιασκέψεως του Βουκουρεστίου), έχουν έννομο συμφέρον να καθορίσουν το όνομα και τα σύνορα του ενδιαμέσου κράτους, εάν αποφασίσουν, τελικώς, για την ύπαρξή του. «Αυτό», εξηγεί, «έγινε παρεμβατικώς από τη Σερβία, και γίνεται τώρα με την Συμφωνία των Πρεσπών από την Ελλάδα, αλλά ως προσύμφωνο.
Η Σερβία και η Ελλάδα, όμως, έχουν έννομο συμφέρον να απαιτήσουν i) όχι μόνον να γίνει ουδέτερη μία βλαπτική προς αυτές ονομασία (π.χ. μια ονομασία που θα περιλαμβάνει όρους όπως Σερβία ή Μακεδονία), αλλά και: ii) τροποποίηση των συνόρων, iii) τροποποίηση του Συντάγματος, iv) ελεύθερη διέλευση/Διάδρομο-Ζώνη Ελλάδος-Σερβίας, v) μέτρα προστασίας δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, όπως και αντιστοίχως της σερβικής μειονότητας, που διαβιούν στο έδαφος του νέου αυτού κράτους, και vi) ρύθμιση των εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Τέταρτον, τα Σκόπια δεν έχουν νόμιμη ονομασία, ούτε νόμιμα σύνορα, εφόσον αυτά είναι αποτέλεσμα κεκτημένου των στρατευμάτων της Ελλάδας και της Σερβίας, το 1913 (βάσει των άρθρων 1, 2, 3 της Συνθήκης του Βουκουρεστίου 1913).
Πέμπτον, υπάρχει θέμα προστασίας της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, όπως και προστασίας της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στα Σκόπια, όπου, μετά την απόσυρση των σερβικών στρατευμάτων, η Ελλάδα παραμένει διαθέτουσα ισχυρά συμβατικά δικαιώματα επί των περιοχών της Αχρίδος, Μοναστηρίου, επί των περιχώρων Κιτσέβου, Κρουσόβου, Πριλάπου (Περλεπές), Καβάρτατσι, Στρώμνιτσας, Γευγελής».
Συνεπώς, τονίζει, η δημιουργία του κρατιδιακού τεχνήματος των Σκοπίων είναι αντίθετη προς: i) το Πρωτόκολλον των Αθηνών της 5-5-1913, ii) την Ελληνο-Σερβικήν Συμφωνία της 1-6-1913, iii) το Οριοθετικόν Πρακτικό της 21-7-1913 και την Συνθήκην του Βουκουρεστίου της 28-7-1913.
Εξόχως ενδιαφέρον, δε, είναι ότι τα εν λόγω κείμενα, από διεθνοδικαϊκής πλευράς, ισχύουν μέχρι σήμερα, καθώς ουδέποτε κατηγγέλθησαν από την ελληνική ή/και τη σερβική πλευρά. Και όπως σημειώνει ο κ. Μάζης, «η ΝΑΤΟϊκή διάλυση της Γουγκοσλαβίας και η βίαιη απότοκος δημιουργία της FYROM δεν αναιρούν, ούτε κατ' ελάχιστον, την ισχύ των ανωτέρω συμφωνιών». Ως εκ τούτου, «η ανυπαρξία καταγγελίας από τα υπογράψαντα αυτές μέρη, καθιστά τις συμφωνίες εισέτι ισχυρές».
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά: «1. Η δημιουργία των Σκοπίων παραβιάζει το Πρωτόκολλον των Αθηνών, την Ελληνο-Σερβικήν Συμφωνία και το Οριοθετικόν Πρακτικόν Βενιζέλου - Πάσιτς του 1913.
2. Η ύπαρξη και δημιουργία των Σκοπίων κινείται εις απολύτως αντίθετη τροχιά από τα οριζόμενα από τη Συνθήκη Βουκουρεστίου 1913.
3. Τα σύνορα των Σκοπίων με την Ελλάδα δεν έχουν την δέουσα νομική κατοχύρωση.
4. Η Ελλάδα έχει ιστορικά, εδαφικά και μειονοτικά δικαιώματα επί του Νοτίου Τμήματος των κρατογενετικού τεχνήματος Σκοπίων, το οποίο αποτελεί την αλύτρωτη, ελληνική, Βόρεια Μακεδονία.
5. Η οιαδήποτε νομιμοποίηση ή αναγνώριση ή ονομασία όπως και τα όρια των συνόρων του εκ τεχνηματικής κρατογενέσεως προκύψαντος αυτού κρατιδίου πρέπει να καθορισθούν μέσω Βαλκανικού Συμφώνου, με την υπογραφή Σερβίας και Ελλάδας και την προσυπογραφή του από τα Σκόπια. Άλλωστε, η Βουλγαρία έσπευσε ήδη να υπογράψει Συνθήκη Φιλίας με το κρατίδιο, επιλύοντας προς όφελός της διμερή θέματα, όπως το θέμα της Μακεδονικής Εθνικότητας, την οποίαν δεν αναγνωρίζει ως πραγματικώς υφισταμένην.
6. Οιαδήποτε πιθανή νέα διαπραγμάτευση, θα πρέπει να λάβει σοβαρώς υπ’ όψιν τα ανωτέρω και να τα τοποθετήσει εις την τράπεζα των διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια. Μόνον έτσι θα υπάρξει κοινώς αποδεκτή λύση για τους λαούς των δύο πλευρών, αλλά κυρίως για τον ελληνικό λαό, ο οποίος μέχρι στιγμής ουδέποτε ρωτήθηκε».
Εξαπατήθηκε ο ελληνικός λαός
Επιπρόσθετα, ο Ι. Θ. Μάζης χαρακτηρίζει την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών εξόχως προβληματική και για τον λόγον ότι δεν έτυχε της εγκρίσεως του ελληνικού λαού, ο οποίος εκλήθη να επωμιστεί ένα άκρως αρνητικό, εθνικώς, τετελεσμένο χωρίς την επικύρωση της λαϊκής ψήφου, και γι’ αυτό, δικαίως «αισθάνεται εξαπατημένος», στην πλειονότητά του τουλάχιστον.
Ο Καθηγητής αποδομεί, ταυτόχρονα, την καταστροφολογική ρητορική από πλευράς ελληνικής Κυβέρνησης και υποστηρικτών της Συμφωνίας, υπενθυμίζοντας την αντίστοιχη καταστροφολογία για την Κυπριακή Δημοκρατία, όταν ο κυπριακός λαός εκλήθη να ψηφίσει υπέρ ή εναντίον του Σχεδίου Ανάν. «Τότε, όπως ενθυμείστε, ακούστηκαν τα πλέον φρικτά και απαίσια δεινά, τα οποία θα επέπιπτον επί της κεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας, εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριπτε το Σχέδιο Ανάν. Τίποτε, όμως, τέτοιο δεν συνέβη.
Απεναντίας, έκτοτε η Κυπριακή Δημοκρατία 1) έγινε πλήρες μέλος της ΕΕ, 2) οριοθέτησε ΑΟΖ, 3) απέκτησε ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς συμμάχους (Ισραήλ, Αίγυπτος) και αναβάθμισε τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, 4) ξεχώρισε βυθοτεμάχια της ΑΟΖ της προς εκμετάλλευσιν σε ενεργειακούς κολοσσούς, οι οποίοι μέχρι σήμερα λειτουργούν και ως στρατηγική της ασπίδα εναντίον των τουρκικών προκλήσεων, όπως απέδειξε και η τελευταία τριμερής συνάντηση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ υπό την παρουσία του Αμερικανού ΥΠΕΞ Μ. Πομπέο, η οποία δήλωσε σημειολογικώς, διπλωματικώς αλλά και expressis verbis (ρητώς) την προστασία των ΗΠΑ και του Ισραήλ στα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της εκμεταλλεύσεως των κοιτασμάτων της ΑΟΖ της».
Αντίθετη σε διατάξεις δημοσίου διεθνούς δικαίου
Εξάλλου, ο Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ, Γ. Κασιμάτης, επισημαίνει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι άκυρη, ως αντίθετη σε διατάξεις δημοσίου διεθνούς δικαίου, καθώς και σε συνταγματικές διατάξεις. Όπως αναφέρει, η συμφωνία είναι άκυρη, επειδή δεν πληροί τους όρους της διαφάνειας, της αλήθειας και της ακρίβειας του δημοσίου διεθνούς δικαίου, «αλλά και διότι δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη συμφωνία, με την οποία να αναγνωρίζονται εθνότητα και γλώσσα, που δεν έχουν αναγνωριστεί διεθνώς».
Επισημαίνει, ταυτόχρονα, ότι, «ανεξαρτήτως των λοιπών νομικών κωλυμάτων, δεν μπορεί να ισχύσει οποιαδήποτε συμφωνία που αναγνωρίζει μη υφιστάμενη εθνότητα, στηριζόμενη σε αποδεδειγμένα ιστορικά ψεύδη και αντεπιστημονική απόπειρα σφετερισμού της ιστορικής κληρονομίας άλλου κράτους, καθώς και ότι η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά ένα βήμα επιβολής των σχεδίων των ΗΠΑ για τα Βαλκάνια, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο ακόμα και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας».