ΕΡΧΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΔΟΜΑΔΑ Ο ΟΑΣΕ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
«Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΑΛΗΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΝΙΓΕΙ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΑΠΟ ΤΟ 1963»... ΛΟΙΠΟΝ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΟΙ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥΣ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΟΝΟΝ ΟΙ ΙΣΟΣΘΕΝΕΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΓΚΥΡΩΘΟΥΝ, ΙΣΟΤΙΜΑ, ΩΣ «ΚΟΙΝΟΙ ΤΟΠΟΙ» ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ
«Πρέπει να έρθουν να υποδεχθούν με λουλούδια τον Πρόεδρο της μητέρας πατρίδας και εγγυήτριας χώρας Τουρκίας που έφερε την ειρήνη και τη γαλήνη στην Κύπρο που είχε πνιγεί στο αίμα μετά το 1963. Προσκαλούμε τους Ε/κ να πάμε μαζί, από κοινού στο αεροδρόμιο. Ας πάρουν λουλούδια στα χέρια και να έρθουν να τον προϋπαντήσουμε… Ο Μαυρογιάννης και η ε/κ ηγεσία πρέπει να πάρουν λουλούδια και να έρθουν στο Ερτζιάν. Εάν δεν ήταν η Τουρκία μας, ούτε οι Ε/κ θα ζούσαν σε ένα νησί με ειρήνη και γαλήνη. Εμείς οι Τ/κ είμαστε περήφανοι, ευτυχισμένοι. Ο Πρόεδρός μας Ερντογάν αγαπά τον τ/κ λαό από καρδιάς. Εάν δεν υπήρχε η Τουρκία, δεν θα υπήρχαμε ούτε εμείς»…
Σε ποιο γλωσσάριο «κοινής αποδοχής» και αμοιβαίας ευαρέσκειας θα πρέπει να αποδώσουμε τις πιο πάνω δηλώσεις του Χουσεΐν Οζγκιουργκιούν. Σε ποια… εσπεράντο συναδέλφωσης και αλληλοκατανόησης να… μεταγλωττίσουμε τα ιστορικά γεγονότα, όπως διαπράχθηκαν, με όλη την ωμότητα και τη βία τους. Προφανώς μάς τη δίνει, με την άφθαστη λεξιλογική του θρασύτητα, ο ηγέτης του μεγαλύτερου τ/κ κόμματος, μιλώντας για την «ειρήνη και τη γαλήνη» που έφερε στην Κύπρο η «μητέρα Τουρκία»
Εδώ και χρόνια, μερικοί, οι γνωστοί άγνωστοι προαγωγοί της υπόδουλης ειρήνης, επιχειρούν να… αναβαπτίσουν τα πράγματα στην επικράτεια των γκρίζων ζωνών.
Όπως οι άλλοτε πράσινες… γραμμές/ζώνες έγιναν νεκρές -πιο ακριβής υπομνηματισμός για την πραγματικότητα ενός νεκρού παρόντος δεν θα μπορούσε να υπάρξει- και τώρα… γκριζοποιούνται, βαναύσως, σε γη, ουρανό και θάλασσα, έτσι γίνονται, τώρα, οι λέξεις, οι έννοιες και τα νοήματα: γκριζόχρωμα, στο ενδιάμεσο των μεταμφιεσμένων αμφισημιών, για να σημαίνουν ό,τι ορίζει ο νεοπαγής κώδικας της συντεταγμένης ομοχειρίας μας και ό,τι προστάζουν, δαμόκλειες, οι αμφιλεξίες της βίας: Η Τουρκία έφερε την ειρήνη και τη γαλήνη στην Κύπρο, που είχε πνιγεί στο αίμα από το 1963. Λοιπόν, δεν υπάρχουν γεγονότα, ούτε καν οι εκδοχές τους.
Υπάρχουν μόνον οι ισοσθενείς εικόνες της Ιστορίας, οι οποίες πρέπει να εγκυρωθούν, ισότιμα, ως «κοινοί τόποι» της γλώσσας και της έκφρασης. Υπάρχει, μόνον, η αδηφαγία του διαχωρισμού με τα ωραιοποιημένα παράγωγά της.
Όπως πρέπει, ακριβώς, να μοιραστούν, ανίσως, η γη, η θάλασσα, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, οι εξουσίες και η Εξουσία, έτσι πρέπει να μοιραστεί και το νόημα της Ιστορίας, στο προαιρετικό γλωσσάρι της Επικαρπίας του Ισχυρού.
Αν δεν σέβονται, όμως, τα γεγονότα και τους ανθρώπους που τα βίωσαν, ας σεβαστούν, τουλάχιστον, τις ίδιες τις λέξεις που αποφάσισαν να επιστρατεύσουν σ’ αυτή την πρωτάκουστη επιχείρηση απονοηματοδότησης της Ιστορίας και αμνήστευσης των γεγονότων της.
Η απάντηση του ΔΣ της Ένωσης Συντακτών
Η πρόσφατη απαντητική ανακοίνωση του ΔΣ της Ένωσης Συντακτών στην επιστολή διαμαρτυρίας 170 δημοσιογράφων είναι σαφής και εύγλωττη μέσα στη διπλωματικότητά της: Εγκρίνει και αποδέχεται τη δημιουργία του γλωσσαρίου, παρότι, όπως υποστηρίζει, «δεν ενεπλάκη στο όλο ζήτημα πέραν της προκαταρκτικής συζήτησης, όπου και ξεκαθάρισε με σαφήνεια στους ιθύνοντες του ΟΑΣΕ ότι το όλο θέμα εκπίπτει των δικαιοδοσιών και της αποστολής της».
Εγκρίνει, ωστόσο, την ύπαρξή του, έστω κι αν δεν το έχει δει.
Αποδίδει, δε, στη «ρύμη του λόγου» την αναφορά του προέδρου της Ένωσης Συντακτών, στις 5 Μαΐου 2018 στην κατεχόμενη Λευκωσία, σε επεξεργασία «κοινού γλωσσαρίου», διευκρινίζοντας ότι «αφορούσε την ευρύτερη δικοινοτική συνεργασία των δημοσιογράφων και όχι ενέργειες που σχετίζονται με την κοινή δράση ειδικά της ΕΣΚ και του Τ/κ Συνδέσμου Δημοσιογράφων». Χωρίς να διασαφηνίζει, βεβαίως, τι είναι αυτή η επεξεργασία, σε τι ακριβώς αποσκοπεί, σε ποιο επίπεδο συντελείται και ποια είναι τα αποτελέσματά της. Πρόκειται για ένα άλλο γλωσσάριο, την ύπαρξη του οποίου δεν γνωρίζει κανένας, ή για από κοινού, υποστηρικτική ή διασαφηνιστική, ανακωδικοποίηση του υπό παρουσίαση γλωσσαρίου του ΟΑΣΕ; Κύριος οίδε…
Κατ’ αρχήν, για την ουσία του θέματος, το Συμβούλιο της Ένωσης Συντακτών, αφού προαναγγέλλει την έλευση του ΟΑΣΕ, αυτήν τη βδομάδα, για την παρουσίαση του γλωσσαρίου, νίπτει τας χείρας του, αναφέροντας ότι «η χρήση του Γλωσσαρίου είναι προαιρετική και ο κάθε συνάδελφος είναι ελεύθερος να αποφασίσει την προοπτική απόρριψης ή εθελούσιας, μερικής ή ολικής, υιοθέτησης του όποιου γλωσσαρίου εξατομικευμένα».
Προσθέτει, δε, ότι «το Γλωσσάρι θα το κρίνει η ίδια η ζωή και η καθημερινή δημοσιογραφική πρακτική. Η όποια επιτυχία ή αποτυχία του, η όποια υιοθέτηση ή απόρριψή του θα είναι αυταπόδεικτες σε σύντομο χρονικό διάστημα». Ούτως ειπείν, μην το κρίνετε εκ των προτέρων, αφήστε την ίδια τη ζωή, δηλαδή τη χρήση του, να το κρίνει. Προφανώς, για το ΔΣ της Ένωσης Συντακτών, δεν λαμβάνεται καθόλου υπ’ όψιν ότι ο τρόπος σκέψης και δουλειάς των δημοσιογράφων δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος μετά τη «θεσμοθέτηση» του Γλωσσαρίου και ότι οι όποιες αντιδράσεις εγείρονται, εγείρονται επί τη βάσει αρχής.
Προβαίνει, ταυτόχρονα, σε «έκκληση για συναίνεση και μετριοπάθεια» προς τους δημοσιογράφους που διαμαρτύρονται, επιβεβαιώνοντας, για άλλη μια φορά, την επίνευσή της για τη σύνταξη του Γλωσσαρίου, στην οποία, όμως, δεν είχε ουδεμία ανάμειξη.
Τι σημαίνει, όμως, αυτή η περιλάλητη «εθελούσια χρήση;». Μα τίποτε λιγότερο ή περισσότερο από την ίδια την ύπαρξη του Γλωσσαρίου, το οποίο αυτο-επιβάλλεται μέσα από τη μορφή της άτυπης κανονιστικότητάς του: Το Γλωσσάρι είναι εκεί, ως κανόνας, άτυπος μεν, αλλά κανόνας, στον οποίο μπορεί να προσφεύγει όποιος θέλει, οικειοθελώς και ελεύθερα. Και οι όποιες αμφιβολίες, ενδεχομένως, εγείρονται, θα προσκρούουν μπροστά στην εγκύρωση που του προσδίδουν οι θεσμοί που το παρήγαγαν ή και το στηρίζουν.
Όπως επισημάναμε ήδη, το επιχείρημα ότι το Γλωσσάριο θα είναι ένας προαιρετικός οδηγός για τους λειτουργούς των ΜΜΕ χωρίς δεσμευτική χροιά είναι και έωλο και ύπουλο, αφού περιοχοθετεί το πεδίο γλωσσικής αναφοράς με βάση το τι είναι θετικό και τι αρνητικό για το «καλό κλίμα» και την προαγωγή της «διακοινοτικής συνεννόησης», κατηγοριοποιώντας, ουσιαστικά, τους δημοσιογράφους σ' αυτούς που τα «υπηρετούν» και σε αυτούς που τα «υπονομεύουν».
Σε αυτούς, με άλλα λόγια, που θέλουν τη λύση, άρα την ειρήνη, και σ' αυτούς που την εχθρεύονται, ενσπείροντας φιλοπόλεμα ζιζάνια στην κοινή γνώμη, αλλά και το αντίθετο, αφού, ενδέχεται, για ένα κομμάτι αυτής της τελευταίας, οι δημοσιογράφοι που αποφασίσουν να μετέλθουν τις «προτροπές» του, να χαρακτηριστούν «δωσίλογοι» ή «συμβιβασμένοι με την κατοχή», και εκείνοι που θα το απορρίψουν, να εκληφθούν ως «πατριώτες» και «πολέμιοι της κατοχής». Θέτει υπό αίρεση, άλλως ειπείν, την αυτονομία και την ελευθερία των δημοσιογράφων, εγχαράσσοντας στην επιτέλεση της δουλειάς τους υποβολιμαίες και ένοχες προθετικότητες, στιγματίζοντάς τους άπαξ.
Και πού είδε… αλλοφροσύνη το ΔΣ της ΕΣ για να καλεί σε μετριοπάθεια; Υπήρξε μια αναμενόμενη, εύλογη και κόσμια αντίδραση, που εστίασε στην ουσία του ζητήματος, χωρίς υπερβολές και χαρακτηρισμούς. Θεωρεί, μήπως, ακραίους όσους διαφωνούν, επειδή διαφωνούν;
Η έκκληση, δε, για συναίνεση, η οποία, για… τρίτη φορά μαρτυρεί την εύνοια του ΔΣ στη δημιουργία του Γλωσσαρίου, υπονοεί ότι οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να… σιωπούν για ζωτικής σημασίας ζητήματα που αφορούν τη δουλειά τους. Αν δεν έχουν λόγο, όμως, για ένα τέτοιο, κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα, για τι θα έχουν.
«Η απώλεια της ιστορικής μνήμης»
Εν κατακλείδι… Σε απόσπασμα ομιλίας που εκφώνησε ο Ουμπέρτο Έκο στην έδρα του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη, στις 21 Οκτωβρίου 2013, με τίτλο «Η απώλεια της ιστορικής μνήμης», αναφέρει τα εξής:
«Το πρόβλημα που διακυβεύεται είναι το ότι κανένας πολιτισμός (με την ανθρωπολογική έννοια του όρου, νοούμενος ως σύστημα επιστημονικών και καλλιτεχνικών ιδεών, μύθων, θρησκειών, αξιών και καθημερινών συνηθειών) δεν μπορεί να υπάρχει και να επιβιώνει χωρίς συλλογική μνήμη. Οι κοινωνίες βασίζονταν πάντοτε στη μνήμη για να διατηρούν την ταυτότητά τους, ξεκινώντας από τον γέροντα, ο οποίος, καθισμένος κάτω από ένα δέντρο, αφηγούνταν ιστορίες για την εκμετάλλευση των προγόνων του και για τον ιδρυτικό μύθο της φυλής. Και όταν κάποια πράξη λογοκρισίας εξαλείφει ένα μέρος της μνήμης μιας κοινωνίας, αυτή η κοινωνία περνάει μια κρίση ταυτότητας».