ΤΟ ΜΥΘΕΥΜΑ ΤΗΣ «ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΦΙΛΙΑΣ» ΚΑΙ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ, ΒΕΒΑΙΩΣ, ΠΟΥ ΑΝΑΚΥΠΤΕΙ, ΕΙΝΑΙ ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ, ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΑ ΕΛΕΓΞΕΙ ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΘΟΔΕΥΜΕΝΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΜΕΣΑΙΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΕΝΤΑΣΕΩΝ, ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΘΕΡΜΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΙΚΗΣ Ή ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΣΥΡΡΑΞΗΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ, ΙΔΙΑ ΟΤΑΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΑΙΡΟ ΕΠΙΔΕΙΚΝΥΕΙ ΜΙΑΝ ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΗ «ΝΕΥΡΙΚΟΤΗΤΑ» ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ
Σημείο τομής για την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας υπήρξε το αποτυχόν πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, το οποίο σηματοδότησε τη γεωστρατηγική στροφή της Άγκυρας σ’ έναν αμφίπλευρο προσανατολισμό «λελογισμένης» απομάκρυνσης από τη Δύση και προσέγγισης με τη Ρωσία (και το Ιράν, δευτερευόντως)
Πόσο σοβαρή είναι η τουρκική απειλή για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, και ειδικότερα για την Ελλάδα και την Κύπρο; Και για ποιους λόγους η τουρκική επιθετικότητα εκδιπλώνεται, με τέτοια σφοδρότητα, τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, από τη Συρία και το Ιράκ, μέχρι την κυπριακή ΑΟΖ, το Αιγαίο και τον Έβρο;
Μήπως ο Ελληνισμός, λόγω και των ευρύτερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει (χαίνουσα οικονομική κρίση, κυρίως στην Ελλάδα, παραγωγική αποστέωση, δημογραφική υποχώρηση, κλυδωνισμός, στα όρια κατάρρευσης, του πολιτικού συστήματος, εξασθένηση αμυντικής ικανότητας, σχεδόν παντελής έλλειψη οράματος για το μέλλον), βρίσκεται υπό το κράτος μιας σοβαρότερης απειλής περαιτέρω ιστορικής συρρίκνωσης;
Η περιλάλητη «ελληνοτουρκική φιλία», ιδεολογικό κατασκεύασμα των δεκαετιών του ’90 και του 2000, δεν υπήρξε τίποτε άλλο από το απαύγασμα της πολιτικής του εξευμενισμού της τουρκικής προκλητικότητας, που η Ελλάδα ακολουθούσε, σαν μονολιθικό τυφλοσούρτη, στο πλαίσιο της στρατηγικής του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Άγκυρας και της εκδημοκρατικοποίησης των πολιτικών δομών και θεσμών της.
Οι κυρίαρχες, τότε, ελληνικές ελίτ, παρασυρμένες από τη μέθη του εγχώριου καταναλωτικού ευδαιμονισμού και τη «ζωτική πλάνη» ότι, στο ευαγές και υπήνεμο γίγνεσθαι της εν δυνάμει ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κρίσιμης σημασίας θέματα, όπως η εθνική ασφάλεια και η άμυνα, δεν αποτελούν εθνικές προτεραιότητες, αγνόησαν ή υποτίμησαν τις τουρκικές επιδιώξεις όπως αρθρώνονταν στον, αργά, αλλά σταθερά, αναβιούμενο τουρκικό επεκτατισμό, ο οποίος εκδηλωνόταν αποφασιστικός και αυταπόδεικτος είτε με το ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο του κεμαλισμού είτε με το πρόσημο της ανερχόμενης ισλαμιστικής ιδεολογίας, παραδίδοντάς τες βορά στον Μολώχ μιας διεφθαρμένης, καιροσκοπικής και εθνικά καταστροφικής διαχείρισης.
Αποτέλεσμα ήταν, πρώτον, να αγνοηθεί στο βάθος και στο εύρος της η τουρκική απειλή, και, δεύτερον, προϊούσας της απώλειας κρίσιμου χρόνου, να απισχνανθούν δραματικά τα μέσα και οι δυνατότητες αντιμετώπισής της.
Η παραλυτική, των παραγωγικών εθνικών δυνάμεων, οικονομική υποδούλωση στην οποία ευρίσκεται τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα, με το μέλλον και τις προοπτικές ανάτασής της να συνθλίβονται, «κυριολεκτικά», στις ηλάγρες του μνημονιακού αποστακτήρα, προσέφεραν ένα ανέλπιστο, πλην, όμως, προσφορότατο έδαφος στην τουρκική επεκτατικότητα, να εκδιπλωθεί με περίσσεια σφοδρότητα και θράσος.
Η σημερινή συμπεριφορά της Τουρκίας δεν είναι καθόλου άσχετη με αυτό το γεγονός, που έχει συμβάλει σημαντικά στην αύξηση της ανισοσκέλειας ισχύος ανάμεσα στις δύο χώρες, με την ψαλίδα, τα τελευταία χρόνια, ιδία στον στρατιωτικό και στον οικονομικό τομέα, να ανοίγει ολοένα.
Στα μάτια του Ρ. Τ. Ερντογάν και των λοιπών οραματιστών της ανασύστασης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό τις παρούσες συνθήκες η Ελλάδα φαντάζει ένας περιδεής και εύθρυπτος αντίπαλος, ανίκανος να αναμετρηθεί με την υπέρτερη τουρκική ισχύ, μη έχων ουσιαστικές εναλλακτικές επιλογές έναντι της νεο-οθωμανικής υπεροχής: είτε να διακινδυνεύσει ένα συντριπτικό πολεμικό πλήγμα, το οποίο θα την οδηγήσει σε μιαν άνευ όρων παράδοση, είτε να μετατραπεί σε περιορισμένης κυριαρχίας υποτελές κράτος, στο πλαίσιο της νέας οθωμανικής ηγεμονίας.
Το πραξικόπημα του 2016
Σημείο τομής, ωστόσο, για την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας υπήρξε, όπως επισημαίνει ο στρατηγικός αναλυτής, Σάββας Καλεντερίδης, το αποτυχόν πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, το οποίο σηματοδότησε τη γεωστρατηγική στροφή της Άγκυρας σ’ έναν αμφίπλευρο προσανατολισμό «λελογισμένης» απομάκρυνσης από τη Δύση και προσέγγισης με τη Ρωσία (και το Ιράν, δευτερευόντως), με επίκεντρο την κρίση στη Συρία και, ειδικότερα, τη διαχείριση του Κουρδικού, που δεν αποτελεί για την Τουρκία ένα οιοδήποτε πρόβλημα, αλλά υπαρκτικής σημασίας ζήτημα που άπτεται της ίδιας της κρατικής της υπόστασης και της συνέχειάς της ως κράτους.
Ο Ρ. Τ. Ερντογάν, αισθανόμενος ότι βάλλεται από τους δυτικούς συμμάχους του (Κουρδικό, Γκιουλέν, απόπειρα ανατροπής του), αποπειράται τον στρατηγικό εναγκαλισμό με τη Μόσχα, επιδιώκοντας να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ανάληψης τακτικών πρωτοβουλιών στην περιοχή, προκειμένου να προκαταλάβει διαφαινόμενες δυσμενείς εξελίξεις.
Αυτός είναι και ο πρώτος από μια σειρά λόγους εκδήλωσης της τουρκικής επιθετικότητας στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία. Η αποτροπή, δηλαδή, ανατρεπτικών ή διαλυτικών κινήσεων στο εσωτερικό, διά της επιθετικής εκδίπλωσης στο εξωτερικό. Έτσι, η Τουρκία, με την άδεια της Μόσχας, εισβάλλει και καταλαμβάνει το Αφρίν, όπου σήμερα διαμορφώνει συνθήκες προσάρτησης, υπό την μορφήν μιας νέας Αλεξανδρέττας, ενώ επιχειρεί να επεκτείνει την παρουσία της τόσο στα βορειοανατολικά της Συρίας όσο και στο Ιράκ.
Ταυτόχρονα, ο Ρ. Τ. Ερντογάν, γνωρίζοντας ότι στη γεωπολιτική σκακιέρα τού Συριακού/Κουρδικού οι κινήσεις των Αμερικανών δεν μπορούν να αλλάξουν, καθώς αυτό θα σήμαινε ολοσχερή ήττα της πολιτικής τους στην περιοχή, επιχειρεί να εμβαθύνει έτι περαιτέρω τις σχέσεις με τη Ρωσία, αξιοποιώντας τις αντιπαραθέσεις των δύο υπερδυνάμεων.
Δεν είναι τυχαίο πως η Άγκυρα, ήδη από τα μέσα του 2017 ακολουθεί την πολιτική του «εκκρεμούς» ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα, επιδιώκοντας να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά οφέλη. Ωστόσο, η στάση της αυτή δεν παύει να προκαλεί πονοκέφαλο στις δυτικές πρωτεύουσες, που βλέπουν έναν παραδοσιακό τους σύμμαχο στο ΝΑΤΟ να φλερτάρει επικίνδυνα με το εξ Ανατολών αντίπαλον δέος, αλλά και με το Ιράν, που επιδιώκει να εδραιωθεί ως ένας ισχυρός περιφερειακός παίκτης στην περιοχή και στο ευρύτερο ενεργειακό παίγνιο.
Η εξαγγελία, δε, πριν από δύο περίπου μήνες, των Αμερικανών για δημιουργία συριακού στρατού από 30 χιλιάδες μαχητές, στην πλειοψηφία τους Κούρδους, για διαφύλαξη των συνόρων της Τουρκίας με το Ιράν, σήμανε ακόμη ένα επιπρόσθετο καμπανάκι κινδύνου για τον Ερντογάν, ο οποίος σπεύδει να επιβάλει τα δικά του τετελεσμένα στην περιοχή, προτού τον προλάβουν άλλοι.
Κλιμάκωση σε Αιγαίο, Αν. Μεσόγειο
Την ίδια περίοδο, η Άγκυρα κλιμακώνει την προκλητικότητά της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, προβαίνοντας σε παράνομες επιθετικές ενέργειες εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Αφορμώμενη από την επίγνωση ότι υπολείπεται ή και αποκλείεται των ενεργειακών σχεδιασμών στην περιοχή, σπεύδει, διά της στρατιωτικής της παρουσίας και της πρόκλησης εντάσεων, να παρακωλύσει την υλοποίησή των.
Έτσι, η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο οικόπεδο 6 της κυπριακής ΑΟΖ, σε συνδυασμό με την περαιτέρω προώθηση και εμβάθυνση των τριμερών συνεργασιών στην περιοχή μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας, Ισραήλ, Αιγύπτου, Ιορδανίας, αναγκάζουν την Τουρκία να επέμβει στο οικόπεδο 3, παρεμποδίζοντας το γεωτρύπανο της ΕΝΙ να προβεί σε στόχευση στον κυπριακό υποθαλάσσιο χώρο.
Τρίτη εστία έντασης, «που πυροδοτεί την τουρκική επιθετικότητα», σύμφωνα με τον Σάββα Καλεντερίδη, «είναι η καταχώριση οικοπέδων στις εταιρείες EXXON, TOTAL και Ελληνικά Πετρέλαια νοτιοδυτικώς της Κρήτης», όπου πιθανολογείται η ύπαρξη γιγαντιαίων κοιτασμάτων.
Όλες αυτές οι εξελίξεις εμβάλλουν την Τουρκία σ’ έναν αγώνα δρόμου «να προλάβει τα χρονοδιαγράμματα των ενεργειακών σχεδιασμών στην Ανατολική Μεσόγειο, προκειμένου να αποτρέψει τη γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ, και, ταυτόχρονα, να εξυπηρετήσει τις δικές της ηγεμονικές επιδιώξεις, οι οποίες, αναπόδραστα, διέρχονται διαμέσου του ελέγχου των ενεργειακών πηγών και διαδρόμων στην περιοχή».
Με άλλα λόγια, η Τουρκία, έμπρακτα, με τη χρήση της ωμής στρατιωτικής ισχύος, και εκμεταλλευόμενη την ή και αντιδρώντας στην μεταψυχροπολεμική γεωπολιτική αστάθεια, σ' ένα ρευστό, πολυπολικό και βίαιο διεθνές περιβάλλον, με συνεχείς αλλαγές και μετατοπίσεις στους συσχετισμούς ισχύος, εκδιπλώνει τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της σε όλα τα γεωπολιτικά υποσυστήματα της περιοχής, επιχειρώντας να ενισχύσει αλλά και να «επιβάλει» δικούς του συντελεστές κυριαρχίας.
Και προσδοκά να το επιτύχει αυτό, «αλλάζοντας τους όρους του παιχνιδιού - που διεξαγόταν και διεξάγεται ώς τώρα με βάση το διεθνές δίκαιο και τις συμφωνίες ανάμεσα στα κράτη και τις εταιρείες - εισάγοντας τον όρο της ισχύος» (Σ. Καλεντερίδης), δηλαδή την άσκηση και την απειλή άσκησης στρατιωτικής δύναμης.
Το ερώτημα, βεβαίως, που ανακύπτει, είναι μέχρι πού μπορεί να φτάσει η Τουρκία, στην προσπάθειά της να ελέγξει το ενεργειακό παιγνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο δρόμος από τη μεθοδευμένη διενέργεια μεσαίας κλίμακας εντάσεων, στην πρόκληση θερμού επεισοδίου και στη δημιουργία μερικής ή γενικευμένης σύρραξης, δεν είναι μακρύς, ιδία όταν πρόκειται για μια χώρα η οποία εδώ και καιρό επιδεικνύει μια απεγνωσμένη «νευρικότητα» στη διεθνή συμπεριφορά της, έχοντας στο ενεργητικό της ουκ ευάριθμες επιθετικές ενέργειες εναντίον των γειτόνων της.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ πιθανόν, στο μέτρο που οι ανακαλύψεις υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο δύνανται να διαφοροποιήσουν άρδην τον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη, το θέμα της ενέργειας να παροξύνει, σε ανέλεγκτα επίπεδα, την τουρκική επιθετικότητα. Άλλωστε, οι πρόσφατες διακηρύξεις του Αρχηγού του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, Χουλουσί Ακάρ, περί ικανότητας των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων να διεξάγουν ταυτόχρονα δυόμισι πολέμους - στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρος) και στη Συρία (Κούρδοι) -, δηλούν απερίφραστα την τουρκική αποφασιστικότητα, η οποία ερείδεται πάνω σε υπαρκτά, στρατηγικά και επιχειρησιακά, δεδομένα ισχύος.
Δομικό στοιχείο η επεκτατικότητα
Πέραν όλων αυτών των επισημάνσεων, ωστόσο, δεν θα ήταν εκτός πραγματικότητας να υποστηρίξει κανείς ότι ο τουρκικός επεκτατισμός/αναθεωρητισμός και οι επικαιρικές ή κατά καιρούς μεταλλάξεις του αποτελούν, στην ουσία, μια διαχεόμενη και συγχρονιζόμενη με το ιστορικό γίγνεσθαι τροποποίηση της επεκτατικής πλαστικότητας του «πρωτογενούς» κατακτητικού νομαδισμού, είτε με το οσμανικό αυτοκρατορικό ένδυμα, είτε με το κεμαλικό «μοντέρνο» κρατικό.
Και ότι συνιστούν δομικό στοιχείο ύπαρξης του τουρκικού κράτους, το οποίο συγκροτήθηκε, εν τη γενέσει του, πάνω στην πολιτική των βίαιων εκτοπισμών, τις γενοκτονίες και τις τεχνικές της δημογραφικής αλλοίωσης. Η προϊούσα, δε, αυταρχικοποίησή του, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από εκδήλωση και ανάπτυξη εδραίων δομικών χαρακτηριστικών, η εκρίζωση των οποίων, στο πλαίσιο μιας ριζικής διαδικασίας εκδημοκρατισμού, θα το οδηγούσε σε κατάρρευση, ως τέτοιο. Και αυτή η τελευταία δεν μπορεί να υπάρξει, όπως σημειώνει ο συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς, όσο παραμένει ανοικτή η «πληγή» του κουρδικού προβλήματος.
«Γι’ αυτόν τον λόγο», επισημαίνει, «η σχέση του Ελληνισμού με την Τουρκία, μοιραία θα συνεχίσει να στηρίζεται στην ισχύ. Αποτελεί φενάκη του ελληνικού πολιτικού συστήματος η αλλαγή αυτής της σχέσης με τα υπάρχοντα δεδομένα. Γιατί, το τουρκικό κράτος είναι δομημένο με απολυταρχικά χαρακτηριστικά στο εσωτερικό και επεκτατικά στο εξωτερικό».
Για να προσθέσει: «Είκοσι εκατομμύρια Κούρδοι στην Τουρκία διεκδικούν την αυτοδιάθεσή τους, η οποία, αν επιτευχθεί, θα τινάξει στον αέρα τα ίδια τα θεμέλια του τουρκικού κράτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αυταρχικός και επιθετικός χαρακτήρας, καθίσταται όρος και προϋπόθεση της ύπαρξης του συγκεκριμένου κρατικού μορφώματος».