Αποτελεί γενική παραδοχή η διαπίστωση πως η κρίση της Μέσης Ανατολής, ακόμη και αν οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις εκεί τερματισθούν, όπερ δεν προβλέπεται στο προσεχές μέλλον, είναι μια κατάσταση της οποίας τις συνέπειες αναγκαστικά θα υφίσταται, όχι μόνο η ευρύτερη περιοχή, αλλά και η Ελλάδα ως γειτνιάζουσα προς την Τουρκία χώρα. Εμείς, δε, είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι, παρά το γεγονός ότι δεν είχαμε την ευθύνη της δημιουργίας της κρίσης και των πολεμικών καταστροφικών αναμετρήσεων, να διαχειριστούμε το μείζον θέμα της προσφυγικής κρίσης, που συνεπάγεται εν πολλοίς συνεχή και αυξανόμενη ροή προσφύγων, η οποία φτάνει στην Τουρκία και από εκεί στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο ευρύτερα.

Οι πρόσφυγες και όλες οι μορφές των κατατρεγμένων ανθρώπων από τη Μέση Ανατολή δεν προσβλέπουν στην Ελλάδα, αλλά στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, περιοχή που αποτελεί τον στρατηγικό τους χώρο. Η Ελλάδα αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο για τους πρόσφυγες, οι οποίοι προς το παρόν και μέχρι νεωτέρας, παραμένουν εγκλωβισμένοι, διατρέχοντας παράλληλα τον κίνδυνο της αναγκαστικής επαναπροώθησής τους. Εάν δεν γίνει το τελευταίο, δηλαδή η επαναπροώθηση, δεδομένου του κλεισίματος των συνόρων προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη από τις βαλκανικές χώρες, η παραμονή των ανθρώπων αυτών στην Ελλάδα κινδυνεύει να καταστεί αναγκαστική συνθήκη.

Το ερώτημα που τίθεται δεν είναι, δεδομένου του φιλόξενου πολιτισμού που αποτυπώνει η ελληνική παράδοση, εάν θα παραμείνουν στην Ελλάδα ή όχι, αλλά πολύ περισσότερο πώς αντιμετωπίζεται η προσφυγική κρίση στη ρίζα της. Το πρώτο ζήτημα που τίθεται δεν αφορά τόσο στις διαδικασίες ενσωμάτωσης του πληθυσμού αυτού στην ελληνική κοινωνία, που εφόσον είναι αναγκαίο, μπορεί να συμβεί, αλλά η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να απορροφά συνεχώς προσφυγικά ρεύματα που δημιουργούνται από πολεμικές συγκρούσεις, οι οποίες προκλήθηκαν από τον διεθνή παράγοντα και την Άγκυρα και οδηγούν ολόκληρες χώρες σε κατάρρευση και τη Μέση Ανατολή σε διαρκή κρίση. Αντίθετα, αποτελεί υποχρέωση των κρατών της περιοχής, κυρίως όμως των μεγάλων δυνάμεων της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής, που είναι οι ΗΠΑ και η Ρωσία, να παρέμβουν, έτσι ώστε να συμβάλουν καθοριστικά στον τερματισμό των πολεμικών αναμετρήσεων.

Εάν δεν συμβεί αυτό και δη τάχιστα, δεν κινδυνεύουν μόνο οι γειτνιάζουσες προς τη Μέση Ανατολή περιοχές και εν προκειμένω η Τουρκία, η Ελλάδα και τα Βαλκάνια να μετατραπούν σε μόνιμα πεδία αφίξεως μεταναστών και προσφύγων, αλλά η έκρυθμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή μπορεί να προκαλέσει αφενός μια ευρύτερη ανάφλεξη, η οποία να απειλήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Αφετέρου, αυτό τούτο το φαινόμενο του πολέμου, που δεν εκδηλώθηκε ως μια προσωρινή συγκρουσιακή κατάσταση, αλλά απέκτησε χαρακτηριστικά διαρκούς και ατέρμονος πολεμικής σύρραξης, απειλεί να μετεξελιχθεί σε μόνιμη παθογένεια της περιοχής. Δεδομένης της γεωπολιτικής υπεραξίας της Μέσης Ανατολής, κάτι τέτοιο θα σήμαινε την ακόμη μεγαλύτερη ποιοτικά και ποσοτικά εμπλοκή εξωγενών παραγόντων, των οποίων τα συμφέροντα θα διακυβεύονται, πράγμα που θα επέφερε τη διεθνοποίηση μιας σύγκρουσης που θα μπορούσε να διευθετηθεί εν τη γενέσει της.

Με αφετηρία τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, χρήσιμο και σημαντικό θα ήταν η Αθήνα να αναλάβει πρωτοβουλία, τόσο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όσο και στο πλαίσιο της Ε.Ε., ώστε να γεφυρωθούν κατά το δυνατόν τα χάσματα ή το χάσμα που χωρίζει τα αντιμαχόμενα μέρη στη Συρία και τους συμμάχους τους. Μια τέτοια πρωτοβουλία, αν και δύσκολο να επιτύχει, θα ήταν προς όφελος του χειμαζόμενου συριακού λαού, της αποκατάστασης των περιφερειακών ισορροπιών και προς όφελος της ίδιας της Ελλάδας, που θα αποδείκνυε για μια ακόμη φορά πως είναι παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.

Όμως, τα γενεσιουργά αίτια της σύγχρονης μεσανατολικής, δηλαδή συριακής κρίσης, δεν είναι τόσο ενδογενή, όσο παράγονται από το εξωτερικό περιβάλλον και δη την τουρκική στρατηγική στη Μέση Ανατολή, η οποία στοχεύει, μέσα από την εμφύλια σύρραξη ή αντίστοιχες συγκρούσεις και αποσταθεροποιητικές ανακατατάξεις, στην εμπέδωση ενός ηγεμονικού, παρεμβατικού της ρόλου, ώστε να εμφανίζεται ως ο κύριος παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχής της Νοτιοανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου.

Αυτό το γεγονός πρέπει να προβληματίσει όλως ιδιαιτέρως και την ελλαδική και κυπριακή πλευρά σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, γιατί, όπως είχαμε την ευκαιρία να τονίσουμε και στο παρελθόν, η Τουρκία ουδόλως ενδιαφέρεται για τους Τουρκοκύπριους, αλλά για τον ηγεμονικό στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Αυτό οφείλουμε να το έχουμε κατά νουν όταν διαπραγματευόμαστε στο δικοινοτικό πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού και να γνωρίζουμε πως για την τουρκική πλευρά αυτό είναι ένα θεατρικό σχήμα, που δεν απεικονίζει την πραγματικότητα, διότι πίσω από τον εκάστοτε Ακιντζί και τις τακτικές που ακολουθούνται, βρίσκεται η στρατηγική της Άγκυρας. Οφείλουμε να έχουμε εμπεδώσει στη σκέψη μας τη στρατηγική της άλλης πλευράς, έτσι ώστε να κάνουμε τη σωστή τακτική διαπραγμάτευσης για τα κυπριακά συμφέροντα και να αποφύγουμε την παγίδα της Τουρκίας, που μπορεί να οδηγήσει την Κύπρο σε διαδρομές που να μην έχουν επιστροφή.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία
Παντείου Πανεπιστημίου