Στο Νταβός φάνηκε καθαρά ότι οι ΗΠΑ, ή τουλάχιστον ορισμένοι κύκλοι της Ουάσιγκτον, ενδιαφέρονται όλως ιδιαιτέρως για την επίλυση του Κυπριακού τώρα προβάλλοντας το επιχείρημα της αξιοποίησης αυτού που λέγεται μομέντουμ….

Η διεθνής κοινότητα δείχνει να εντάσσει στο γεωπολιτικό παιχνίδι του μοιράσματος της τράπουλας για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και την Κύπρο, με την έννοια της επίλυσης του κυπριακού προβλήματος σε αναφορά με τις τουρκικές διεκδικήσεις στη Μέση Ανατολή, ώστε να εμφανίζεται σήμερα η Κύπρος και το κυπριακό πρόβλημα ενόψει τελικής φάσης διαδικασιών επίλυσης του προβλήματος που ταλανίζει τη διεθνή κοινότητα και τον Ελληνισμό τα τελευταία εξήντα χρόνια ως διεθνές πρόβλημα αυτοδιάθεσης και τα τελευταία σαράντα και πλέον χρόνια ως υπόθεση τουρκικής εισβολής και κατοχής της βόρειας περιοχής της Κύπρου.

Στο Νταβός φάνηκε καθαρά ότι οι ΗΠΑ, ή τουλάχιστον ορισμένοι κύκλοι της Ουάσιγκτον, ενδιαφέρονται όλως ιδιαιτέρως για την επίλυση του Κυπριακού τώρα προβάλλοντας το επιχείρημα της αξιοποίησης αυτού που λέγεται μομέντουμ. Τι θα μπορούσε να σημαίνει το μομέντουμ, ότι δηλαδή ο χρόνος και οι διεθνείς κυρίως συγκυρίες έχουν αυτήν την στιγμή «συνωμοτήσει» για να συμβάλουν στη λύση του Κυπριακού ως ενός από τα ζητήματα που θα μπορούσαν να μεταφέρουν μια παράσταση απαρχής επίλυσης διεθνών προβλημάτων και ιδιαιτέρως ζητημάτων που απασχολούν τη Μέση Ανατολή, ανοίγοντας διαδρόμους που θα οδηγούσαν στη διευθέτηση μικροτέρων και μεγαλυτέρων προβλημάτων της περιοχής.

Αυτή η παράσταση που μεταφέρεται πως η Κύπρος θα συνέβαλλε στην αισιόδοξη αλλαγή του σκηνικού στην περιοχή δεν είναι σωστή, γιατί το κυπριακό πρόβλημα δεν έχει καμία σχέση με τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής, κυρίως τη Συρία, το Ιράκ, την Υεμένη, τον Λίβανο, τη Λιβύη ή τις δυνάμεις σύγκρουσης στην Αίγυπτο ή ακόμη και το Παλαιστινιακό, αλλά η Κύπρος αφορά σε μια τουρκική διεκδίκηση που έλκει την καταγωγή της στη δεκαετία του 1950 και που αφορά στη στρατηγική της Τουρκίας για τον γεωστρατηγικό έλεγχο του χώρου της Κύπρου.

Το κυπριακό πρόβλημα, που τα τελευταία δέκα χρόνια δεν απασχολεί καθόλου πλέον τη διεθνή κοινότητα, ενδιαφέρει, όπως είπαμε πιο πάνω, ορισμένους κύκλους της Ουάσιγκτον, οι οποίοι επιθυμούν να ικανοποιήσουν την Άγκυρα, η οποία απομονώνεται από τη Μέση Ανατολή λόγω, κυρίως, της σύγκρουσής της με τη Ρωσία και ορισμένους γραφειοκρατικούς κύκλους των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία σημασία για τους συσχετισμούς ισχύος της διεθνούς πολιτικής.

Γιατί το μομέντουμ, δηλαδή η επιλογή του χρόνου δεν συμφέρει ούτε την Κύπρο, ούτε την Ελλάδα σήμερα για να επιλυθεί το κυπριακό πρόβλημα και μάλιστα μεσούσης της ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή; Ακριβώς γιατί η Ελλάδα και η Κύπρος εξαιτίας των εξελίξεων στην οικονομία και τις αντίστοιχες επιπτώσεις τους στην πολιτική είναι αποδυναμωμένες και δεν επιτρέπεται από θέση αδυναμίας να προχωρήσουν σε συμφωνίες επίλυσης ενός δεκαετιών χρονίζοντος προβλήματος με ένα διεθνή παράγοντα, όπως η Τουρκία, η οποία εμφανίζεται τούτη την περίοδο, δηλαδή τα τελευταία οκτώ χρόνια να ενδυναμώνεται σε όλα τα επίπεδα και τις διαστάσεις ισχύος.

Το πρόβλημα που αναφύεται με το ενδεχόμενο επίλυσης του Κυπριακού βιαστικά και υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα δεν είναι το ίδιο το κυπριακό πρόβλημα ως υπόθεση Ελληνοκυπρίων - Τουρκοκυπρίων, αλλά η εγγενής γεωστρατηγική ικανότητα της Τουρκίας να ελέγχει τον χώρο της Κύπρου μετά τη λύση και να επιβάλει στο όποιο πολιτικό και πολιτειακό σύστημα οικοδομηθεί στο πλαίσιο της λύσης, μια εν τοις πράγμασι προτεκτοροποίηση της Κύπρου, που θα μετέτρεπε την Κύπρο σε τουρκική φινλανδοποιημένη ζώνη.

Η λειτουργία της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, κυρίως σε ό,τι αφορά την ομοσπονδιακή δομή, δηλαδή το κεντρικό κράτος, επειδή ακριβώς όλες οι κρίσιμες αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα, θα υποχρεώνει την ομοσπονδιακή δομή να προσαρμόζεται στη βούληση της Άγκυρας. Θα πρόκειται για πραγματικότητες που θα οικοδομηθούν ανεξαρτήτως της συνταγματικής και λοιπής πολιτειακής δομής της «νέου κράτους», που λέει και ο Τούρκος Πρωθυπουργός, που θα γεννηθεί μετά τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η ελληνική θέση και δη του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος περί μη εφαρμογής πλέον των Συνθηκών Εγγυήσεως, που είναι αναχρονιστικές και αποτυχημένες, απολύτως απειλητικές για την υπόσταση του κράτους, είναι ένα καλό βήμα για να αισθανθεί η Κύπρος μετά τη λύση, όποτε και αν αυτό συμβεί, απαλλαγμένη του φόβου του ελέγχου του κράτους της από την Τουρκία. Ουδείς όμως πιστεύει πραγματικά πως η Τουρκία θα εγκατέλειπε το παλαιό όραμά της, που από το 1974 γίνεται πραγματικότητα, να ελέγχει γεωστρατηγικά την Κύπρο, της οποίας η γεωπολιτική υπεραξία είναι ιστορικά και σύγχρονα αδιαμφισβήτητα ανεκτίμητη.

Επομένως εκείνο που μας ενδιαφέρει σήμερα είναι η διαφύλαξη της οντότητας του κυπριακού κράτους ως Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία προσφέρει ασφάλεια και πρόοδο στους πολίτες της, δίνει συνέχεια στον Ελληνισμό και δη στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδίου Αθηνών και Λευκωσίας, ώστε μέσα από τις συμμαχίες που οικοδομούνται ήδη στην περιοχή και από την αξιοποίηση θετικών εξελίξεων που μπορεί να έρθουν στο μέλλον σε σχέση και με τον τουρκικό παράγοντα, να απομονωθεί η Τουρκία από το Κυπριακό και την Κύπρο, ώστε να μπορέσει η Κύπρος ως κρατική οντότητα και ως Ελληνισμός να μεθοδεύσει μια λύση για την Κύπρο, που να συνάδει προς την ιστορία, τον πολιτισμό, τη δημοκρατική αρχή, το κράτος δικαίου και να αγκαλιάζει όλο της τον λαό χωρίς τον φόβο της υπαγωγής της νήσου στον έλεγχο του τουρκικού παράγοντα. Αυτό σημαίνει υπομονή, στρατηγική, μεθόδευση και αξιοποίηση των λαθών της άλλης πλευράς. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να θυσιάσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία τώρα που φλέγεται η Μέση Ανατολή και να ρισκάρουμε την ασφάλεια και την υπόσταση του Ελληνισμού της Κύπρου.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου