Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ

Ο Κώστας Χατζηκωστής τέμνει μια διαδρομή 60 και πλέον ετών μέσα από τη ζωηρή εικόνα και τη ζωντανή μνήμη του λόγου του, την Κύπρο και το Κυπριακό Πρόβλημα, κατά τρόπον ανάγλυφα δραματικό, διδακτικό και έντονα επίκαιρο

Η εισβολή της Τουρκίας το 1974 δεν έπληξε μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία, την κυριαρχία και εδαφική της ακεραιότητα, δεν υποχρέωσε μόνο με άσκηση πρωτοφανούς κρατικής βίας το 1/3 του πληθυσμού της Κύπρου να εκτοπιστεί στην ίδια του την πατρίδα, αλλά επέφερε βαρύτατο πλήγμα στη γεωστρατηγική παρουσία της Ελλάδος στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή


Σήμερα κορυφώνεται, κατά τρόπο δραματικό και απειλητικό για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, η παγκόσμια κρίση που έχει τις αφετηρίες της στο 1990-1991, οπότε με την πτώση του Σοβιετικού ιμπέριουμ κατέρρευσε η παγκόσμια ισορροπία. Η Ελλάδα, πατρίδα των Ελλήνων, κοιτίδα του ευρωπαϊκού και του δυτικού πολιτισμού, διέρχεται βαθιά και πολυδιάστατη κρίση, η οποία δείχνει να μην είναι σε θέση να ξεπεραστεί με τις τωρινές δυνάμεις που διαθέτει η ηγεσία της χώρας ως πολιτικό προσωπικό. Η εθνική αυτοματαίωση του Ελληνισμού, που εκπέμπει εικόνες ταπείνωσης και εθνικού διασυρμού διεθνώς, κινδυνεύει να καταστεί μια οικεία καθημερινότητα για τον καθένα μας.

Η Κύπρος, που αγωνίζεται από το 1950 επισήμως για την εθνική της αποκατάσταση και την ελευθερία του λαού της, δηλαδή την ενσωμάτωση της ελληνικής πατρίδας Κύπρου στον εθνικό κορμό, εξήντα χρόνια μετά την έναρξη του ηρωικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ βρίσκεται σε μια διαδικασία, κατά την οποία η ηγεσία της συζητεί όρους ταπεινωτικής παράδοσης της μεγαλονήσου στην Άγκυρα μέσα σε συνθήκες προϊούσας παρακμής του κυπριακού Ελληνισμού ως πολιτισμικής οντότητας, που άντεξε 3000 χρόνια όρθια, διατηρώντας την ελληνικότητα της μεγαλονήσου κάτω από όλες τις κατακτητικές ορδές που πέρασαν από το νησί. Η Κύπρος σήμερα κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο την ελευθερία της, αλλά και την ταυτότητά της.

Ο Κώστας Χατζηκωστής, τον οποίο σημειώνω πως τον βίωσα από τα παιδικά μου χρόνια ως νεαρό, ταλαντούχο και θετικά φιλόδοξο οραματιστή, δικηγόρο, δημοσιογράφο και πολιτικό αναλυτή, είχε την ευτυχία να παντρευτεί μια εκλεκτή συγχωριανή μου, τη φιλόλογο και καθηγήτρια της ελληνικής παιδείας στα γυμνάσια του Μόρφου, Τούλα Ζαχαριάδου - Χατζηκωστή. Κυρίως όμως τον γνώρισα μέσα από τη θωριά και αγάπη του συναγωνιστή του και φίλου του, αειμνήστου πατέρα μου, γυμνασιάρχη Κωνσταντίνου Γιαλλουρίδη, όπου αυτοί μαζί με χιλιάδες άλλους Κυπρίους ανήκουν στη γενιά ενός αδικαίωτου αγώνα για την ελευθερία της Κύπρου.

Ο Χατζηκωστής τέμνει μια διαδρομή 60 και πλέον ετών μέσα από τη ζωηρή εικόνα και τη ζωντανή μνήμη του λόγου του, την Κύπρο και το Κυπριακό Πρόβλημα, κατά τρόπον ανάγλυφα δραματικό, διδακτικό και έντονα επίκαιρο. Ο Κώστας προβάλλει το δικό του προσωπικό αγωνιστικό βίωμα του δημοσιογράφου και του πολιτικού, ένα σημαντικό και ουσιαστικό κομμάτι της ζωής του να ταυτίζεται με κρίσιμες στιγμές της πορείας της Κύπρου μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Έχουμε λοιπόν την καταγραφή και την αναλυτική προβολή των εξελίξεων για το Κυπριακό, που αντλείται από την εικόνα των έξι προέδρων της Κύπρου, εκτός του νυν, οι οποίοι πρόεδροι ταύτισαν την παρουσία τους με τις διάφορες κρίσιμες φάσεις του Κυπριακού Προβλήματος.

Η σημαντικότερη ήταν αυτή του προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με τον οποίο ήλθε σε επανειλημμένες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, όπου και υπήρξε τραγικά προφητικός, αφού προειδοποίησε τον Αρχιεπίσκοπο επανειλημμένως να σταματήσει τους ακροβατισμούς με την Αθήνα, με την οποία έπρεπε να βρει τρόπο συνεννόησης με ειλικρίνεια και καθαρότητα, ώστε να αποτραπούν εγκαίρως δεινά που ακολούθησαν και που σφράγισαν την περαιτέρω πορεία της Κύπρου μέχρι σήμερα.

Ο Κώστας Χατζηκωστής είχε γνώση του τουρκικού κινδύνου. Ίσως ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες, Ελλαδίτες και Κυπρίους, που μελέτησαν την τουρκική στρατηγική μέσα από το Σχέδιο Νιχάτ Ερίμ, το οποίο προέβλεπε την εφαρμογή του Σχεδίου Αττίλας, αξιοποιώντας τους όρους των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, δημιουργώντας μία ευκαιρία που θα τους επέτρεπε τη νομιμοποίηση της εισβολής και την κατάκτηση της βόρειας Κύπρου. Αυτά, την εποχή που η Ελλάς ήταν παντοδύναμη και ο Ελληνισμός κυριαρχούσε, και εμείς νομίζαμε πως δεν χρειαζόμασταν σχέδιο. Δεν είχαμε σχέδιο.

Ο Χατζηκωστής προειδοποιούσε τον Αρχιεπίσκοπο για τους κινδύνους από την εσωτερική σύγκρουση των Ελλήνων της Κύπρου, αλλά και από την ανώφελη και τελικώς εξαιρετικά επιζήμια στρατηγική της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων.

Η εισβολή και η κατοχή της Κύπρου εκδηλώθηκε εν είδει νομοτέλειας. Η τουρκική στρατηγική ήρθε να δέσει πάνω στα δικά μας εγκληματικά λάθη, τα οποία ήταν αναμενόμενα και προβλέψιμα. Τους ενός λάθους μύρια έπονται. Το 1974 δεν δίδαξε ούτε την Αθήνα, ούτε τη Λευκωσία. Ούτε η Λευκωσία ζήτησε από την Αθήνα στην πρώτη πενταετία μετά την εισβολή να κινηθεί με βάση τη στρατηγική της απελευθέρωσης και της αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας, ούτε και η Αθήνα μπόρεσε να καταλάβει πως η Κύπρος αποτελούσε ένα στίγμα στη διεθνή παρουσία και η εικόνα της κατεχόμενης Κύπρου έπληττε το κύρος της Ελλάδος διεθνώς.

Η εισβολή της Τουρκίας το 1974 δεν έπληξε μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία, την κυριαρχία και εδαφική της ακεραιότητα, δεν υποχρέωσε μόνο με άσκηση πρωτοφανούς κρατικής βίας το 1/3 του πληθυσμού της Κύπρου να εκτοπιστεί στην ίδια του την πατρίδα, αλλά επέφερε βαρύτατο πλήγμα στη γεωστρατηγική παρουσία της Ελλάδος στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, όπου η παρουσία του ελληνικού πληθυσμού ως κυρίαρχης οντότητας σε όλη την επικράτεια της νήσου και η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική του ισχύς, πληθυσμός που εκπροσωπούσε πρωταγωνιστικά τον Ελληνισμό και το ελληνικό κράτος στη γεωπολιτικά κρίσιμη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, αυτός ο ρόλος υπέστη μια σοβαρή απομείωση, ανετράπη ουσιαστικά η στρατηγική αναβαθμισμένη παρουσία της Ελλάδος στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, και ενισχύθηκε η τουρκική γεωπολιτική υπεραξία στην ευρύτερη περιοχή, ακριβώς γιατί η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει την επίτευξη των στόχων που θέτει ένα κράτος και την επίτευξη πολιτικών, και όχι τις μεθόδους που ακολουθούνται για την τελεσφόρησή τους.

Από το 1974 και εντεύθεν, η Τουρκία μετέφερε τη στρατηγική της στη διεκδίκηση διμερών ζητημάτων που έθεσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δη στο Αιγαίο, αφού θεώρησε ότι έκλεισε με την εισβολή και την κατοχή της βόρειας περιοχής της Κύπρου το Κυπριακό Ζήτημα υπέρ των δικών της συμφερόντων. Αυτή η πολιτική συνεχίστηκε, δηλαδή της ενδυνάμωσης και εδραίωσης της παρουσίας της στην Κύπρο όλες τις επόμενες τέσσερεις δεκαετίες, και τούτο το διεξήγαγε ανεξαρτήτως εσωτερικών αδυναμιών και μεγάλων προβλημάτων που εκδηλωνόντουσαν κατά καιρούς στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και την τουρκική οικονομία.

Μεγάλα προβλήματα, που έφταναν στα όρια της επιβίωσης του τουρκικού κράτους, η Τουρκία είχε ανά δεκαετία, μεταξύ 1977 και 1980, μεταξύ 1989 και 1994 και μεταξύ 1997-2002. Παρά ταύτα, το τουρκικό πολιτικό σύστημα δεν κλονίστηκε ως προς τον εξωτερικό πολιτικό προσανατολισμό και τη στρατηγική του. Κατάφερε να ξεπερνά τις εσωτερικές αδυναμίες, διατηρώντας ανεξάρτητη και αυτόνομη τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής.

Αντιθέτως η Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε με μεγάλη ισχύ ως προς την εσωτερική και διεθνή της νομιμοποίηση, ένα πρωτοφανές διεθνές κύρος και άνοδο όλων των δεικτών της οικονομίας της, με πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις, με ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η οποία αποτελούσε ένα θεσμικό, διεθνές πλεονέκτημα, επειδή ακριβώς δεν είχε στρατηγική έναντι της Τουρκίας, υποχρεωνόταν στην πορεία των πραγμάτων να συμβιβάζεται και να προσαρμόζεται στις τουρκικές θέσεις.

Γυμνή η κυπριακή πολιτική

Μετά δε το 2008, όταν στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης κατέρρευσε το μοντέλο ως οικονομική δομή, η ελληνική-κυπριακή πολιτική εμφανίστηκε γυμνή, ενώ η διεθνής κοινότητα, επειδή ακριβώς έπαψε να υπολήπτεται την Ελλάδα ως στρατηγική διεκδίκησης και επίτευξης στόχων, υποβάθμισε το ελληνικό κράτος και το ελληνικό πολιτικό σύστημα ως αξιοπιστία και ως εταίρο, στον οποίο μπορεί να βασίζεται κανείς.
Αρκεστήκαμε σε όλη αυτήν τη διαδρομή στον ανήμπορο ΟΗΕ. Οι μόνοι που διδάχθηκαν από τον Θουκυδίδη ήταν οι Τούρκοι.

Εμείς πήραμε τον Καντ και τον Woodrow Wilson παραμάσχαλα, και ακολουθήσαμε την πορεία που οδηγούσε μαθηματικά στη νομιμοποίηση των κατεχομένων και την απαξίωση της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Νότου. Εκάναμε σημαία μας τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, αντί τον αγώνα για απελευθέρωση και δεν έχουμε ακόμη καταλάβει πως η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία θα φέρει στην καλύτερη περίπτωση τη διχοτόμηση. Η πλέον όμως πιθανή περίπτωση, εάν υπάρξει αυτή η λύση, είναι η επιβεβαίωση της αγωνίας, που διακηρύσσει εδώ και πολλά χρόνια ο Βάσος Λυσσαρίδης, πως Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία σημαίνει τουρκική κυριαρχία στον Βορρά και τουρκική επικυριαρχία στον Νότο.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου