ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΖΗΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΥΣ ΝΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ
Τι σημαίνει η κοινή Επιτροπή 50%-50% που παραπέμπει στο σχέδιο Ανάν, ο συναισθηματικός δεσμός του «χρήστη», οι ευθύνες και το στοιχείο του δόλου
1. Η ανακοίνωση του Έιντε και η αποδοχή των τετελεσμένων και των επιπτώσεων της εισβολής
2. Τι είπε ο Ερντογάν στον πρέσβη των ΗΠΑ στην Άγκυρα και γιατί θα έπρεπε να ζητήσει η Κυβέρνηση αποζημιώσεις από την Τουρκία
3. Γιατί και πώς οι Τουρκοκύπριοι πρέπει να πληρώσουν τους πρόσφυγες από το μέρισμα που θα τους αναλογεί στα κέρδη από το φυσικό αέριο
Ο Έσπεν Μπαρθ Έιντε ανακοίνωσε ότι οι δύο ηγέτες κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνάντησής τους αναγνώρισαν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και ότι θα συσταθεί Επιτροπή αποτελούμενη από 50% Ελληνοκύπριους και 50% Τουρκοκύπριους, για να αποφασίζει για την κάθε περίπτωση χωριστά επί τη βάσει κριτηρίων, που θα καθοριστούν εν ευθέτω χρόνω. Με βάση δε το ανακοινωθέν, ο ιδιοκτήτης θα έχει διάφορες επιλογές, που θα αφορούν την ανάκτηση, την αποζημίωση και την ανταλλαγή της περιουσίας.
Εκείνο που αποφεύγεται επιμελώς να αναφέρεται είναι το εξής: Στην ουσία δεν είναι το δικαίωμα του ιδιοκτήτη που αναγνωρίστηκε. Αυτό είναι ήδη αναγνωρισμένο με βάση την Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή καθώς και την απόφαση της Τιτίνας Λοϊζίδου, το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ακόμη ισχύει, καθώς και τις αρχές και αξίες της ΕΕ. Εκείνο που αναγνωρίστηκε είναι το «δικαίωμα» του παράνομου χρήστη, δηλαδή του σφετεριστή, ο οποίος «νομιμοποιείται» και ο οποίος, στο όνομα των πρακτικών δυσκολιών και των ανθρωπιστικών προβλημάτων, καθίσταται κατ΄ ελάχιστον οιονεί συγκύριος και συνιδιοκτήτης.
Η όλη φιλοσοφία της διαδικασίας παραπέμπει στην αποδοχή ότι θα ισχύσουν οι πραγματικότητες και οι επιπτώσεις των τετελεσμένων της εισβολής επί τη βάσει διαφόρων μορφών θεραπείας, με σωρεία προβλημάτων στην πρακτική εφαρμογή.
Αποδοχή πραγματικοτήτων και χωριστές αυτοδιαθέσεις. Η λογική αυτή, δηλαδή του τρόπου ρύθμισης του περιουσιακού, είναι συναφής με όσα θα ισχύσουν και σε συνταγματικό και πολιτειακό επίπεδο, όπως αυτά καθορίζονται στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, που νομιμοποιεί τον πληθυσμιακό, γεωγραφικό και διοικητικό διαχωρισμό της Κύπρου, όπως αυτός επιβλήθηκε από την εισβολή του 1974.
Πρόκειται στην ουσία για την αναγνώριση του υφιστάμενου παράνομου ψευδοκράτους, που θα μετατραπεί σε ισότιμο συνιστών τουρκοκυπριακό κράτος. Και η εξουσία, όπως αναφέρεται στην συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου, θα πηγάζει εξίσου από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Και εφόσον δεν υπάρχει ρητή αναφορά σε ένα και ενιαίο λαό, οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι η εξουσία είναι διπλή.
Άρα η μία και ενιαία κυριαρχία διαιρείται σε δύο! Και εάν συνδυαστεί με την τουρκική θέση του κ. Ακιντζί περί πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή παρθενογένεσης, δεν θα έχουμε τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά τη διάλυσή της και την αντικατάστασή της από δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη. Το ένα εκ των οποίων θα είναι το ψευδοκράτος, που θα ενταχθεί, όπως υποστηρίζει ο κ. Ακιντζί, στο διεθνές δίκαιο και στην ΕΕ! Το γεγονός ότι δεν θα πρόκειται για τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά για τη διάλυσή της και για κάτι νέο, «τη νέα τάξη πραγμάτων», όπως αναφερόταν στο σχέδιο Ανάν, προκύπτει και από τα εξής: Το Σύνταγμα της Ζυρίχης εξαφανίζεται και θα αντικατασταθεί από τρία συντάγματα.
Ένα για κάθε συνιστών κράτος και ένα ομοσπονδιακό, τα οποία θα είναι ισοϋψή από πλευράς τυπικής ισχύος μεταξύ τους. Δηλαδή το ένα δεν θα μπορεί να υπερισχύει του άλλου! Οι Τούρκοι μάλιστα, με βάση τα έγραφα που έχουν καταθέσει στην ΕΕ το 2014 και το 2015 στο πλαίσιο των εργασιών του Συμβουλίου Σύνδεσης Τουρκίας - ΕΕ, ισχυρίζονται ότι: Το κράτος της Ζυρίχης προέκυψε από χωριστές αυτοδιαθέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Όταν, δε, γίνονταν τα δημοψηφίσματα για το σχέδιο Ανάν διατύπωσαν γραπτώς τη θέση αυτή και στον ΟΗΕ. Και στην παρούσα φάση το ίδιο πράττουν, επικαλούμενοι τη συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου περί του ότι η εξουσία προέρχεται εξίσου από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους και όχι από έναν και μόνο λαό.
Και το πράττουν αυτό, προκειμένου να μπορούν νομικά και πολιτικά να τεκμηριώνουν τη λογική των δύο συνιστώντων κρατών ως συνιδρυτικών. Στη δική τους μάλιστα γλώσσα δεν υπάρχουν δύο αλλά μια ταυτόσημη λέξη. Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει πρόοδος, γιατί γίνεται λόγος για συνιστώντα αντί για συνιδρυτικά, δεν ισχύει. Άλλωστε, στην απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου μεταξύ Αναστασιάδη - Έρογλου γίνεται αναφορά σε συνιστώντα κράτη. Δεν πρόκειται για κάτι νέο. Για όσους έχουν ιστορική συνείδηση η ομοσπονδία είναι τουρκικός και βρετανικός στρατηγικός στόχος από το 1956. Επί τούτου, συνεπώς, συνομιλούμε και όχι περί απελευθέρωσης. Δεν είναι θέμα πατριωτισμού ή μη. Δεν υπάρχουν λιγότερο ή περισσότερο πατριώτες. Είναι θέμα προσέγγισης, ανάλυσης και ειλικρίνειας.
Η λογική της αποαναγνώρισης και οι κανόνες βιωσιμότητας
Το θέμα δεν είναι μόνο ο διχοτομικός χαρακτήρας της λύσης, αλλά και τα πρακτικά ζητήματα, όπως είναι της λειτουργικότητας, που αρχίζουν από τους κεντρικούς θεσμούς και φτάνουν ώς τα νομικά και ηθικά ζητήματα της ρύθμισης των περιουσιών. Όταν η Ζυρίχη ήταν δυσλειτουργική πώς θα είναι λειτουργικό ένα πολιτειακό σύστημα με τρία κράτη, τρεις δημόσιες υπηρεσίες και τέσσερεις βουλές -μια για κάθε συνιστών κράτος, μία Γερουσία, όπου οποία η εκπροσώπηση θα είναι 50%-50% και μια κοινή Βουλή, όπου θα τηρηθούν μεν πληθυσμιακές αναλογίες αλλά και πάλιν δυσανάλογα και προς όφελος των Τούρκων, αφού θα είναι της τάξης του 60%-40% αντί του 82%-18%;
Εφόσον, όπως λέγεται, η λύση θα είναι συμβατή με τις αρχές και τις αξίες της ΕΕ, καθώς και με τις αποφάσεις της, και εφόσον, όπως τονίζεται, θα συνιστά συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί η βάση των συνομιλιών είναι η 11η Φεβρουαρίου και δεν είναι οι αποφάσεις της ΕΕ που συνιστούν τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου, καθώς και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας 541 και 550; Τι λένε αυτές οι πολιτικές και νομικές αποφάσεις και ψηφίσματα;
Υποστηρίζουν ότι το ψευδοκράτος δεν υφίσταται και ότι η Τουρκία, για να προχωρήσει στην ΕΕ, θα πρέπει να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία, όπως καθορίζει το πρωτόκολλο 10, εντάχθηκε ολόκληρη στην ΕΕ με το βόρειο τμήμα της υπό κατοχή. Εξού και η εκεί αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί κατόπιν ομόφωνης απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Αντί λοιπόν να αναγκαστεί η Τουρκία να εναρμονιστεί με την ευρωπαϊκή και λοιπή διεθνή έννομη τάξη, ώστε να αποκατασταθεί η παρανομία που αποτυπώνεται επί του ψευδοκράτους, με την υιοθέτηση της υφιστάμενης διαδικασίας λύσης, γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Αποαναγνωρίζεται η Κυπριακή Δημοκρατία και αναγνωρίζεται το ψευδοκράτος ως ισότιμο συνιστών κράτος. Και έτσι, αρχικά, μπαίνουν στο ράφι και εν συνεχεία ανατρέπονται και ακυρώνονται τόσο η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου όσο και τα ψηφίσματα 541 και 550.
Αντί της ακύρωσής τους, ορθότερο και ρεαλιστικότερο δεν θα ήταν να χρησιμοποιηθεί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ σε συνδυασμό με την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, κατά τρόπον ώστε να συμβεί αυτό το οποίο ο Πρόεδρος είπε ότι θα πρέπει να συμβεί, αλλά με τη διαδικασία που ακολουθείται δεν πρόκειται να συμβεί.
Ότι δηλαδή η λύση θα πρέπει να βελτιώνει τα κακώς έχοντα του κράτους της Ζυρίχης. Και δεν θα συμβεί αυτό διότι, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, το νέο πολιτειακό σύστημα θα είναι πολύ πιο δαιδαλώδες και πολύ πιο εύθραυστο από τη Ζυρίχη, γεγονός που θα βοηθά την Τουρκία, η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιεί την τουρκοκυπριακή πλευρά και όσους εκ των εποίκων θα νομιμοποιηθούν, για να εκβιάζει στην εξής βάση: εάν δεν συμμορφωθούν οι αποφάσεις σας με τα δικά μου συμφέροντα, το σύστημα θα απειληθεί με κατάρρευση.
Και υπό αυτές τις συνθήκες η ομοσπονδία θα λαθροβιεί και θα συνιστά, μέσα από τις δυσλειτουργικές συνταγματικές της δομές και την ισχύ της Άγκυρας, τουρκικό προτεκτοράτο. Δηλαδή η βιωσιμότητα της λύσης δεν θα περνά μόνο από τη σταδιακή αλλαγή της ελληνικής εθνικής μας ταυτότητας, η οποία ήδη θεωρείται ως πηγή εθνικιστικών δήθεν κινδύνων, αλλά και μέσα από τη συμμόρφωση των πολιτειακών μας αποφάσεων με τα συμφέροντα της Άγκυρας. Θα πρόκειται για τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της κατοχής και την πολιτική και πολιτειακή φιλανδοποίηση της Κύπρου. Ερώτημα: Τι σχέση έχει ένα τέτοιο πολιτειακό σύστημα με ό,τι επιβάλλουν οι αρχές και αξίες ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους;
Ανθρωπιστικοί κανόνες και οι χρήστες
Τι σχέση έχει η νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής μέσω ομοσπονδίας με την αποκατάσταση της παραβιασθείσας από την Τουρκία εννόμου τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας; Και τι σχέση έχει η υπό συζήτηση λύση με την αποκατάσταση της συνεχούς παραβίασης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ως θεμελιώδους αρχής της ΕΕ και του αστικού κράτους; Υπάρχει, μάλιστα, και ο ισχυρισμός περί συναισθηματικού δεσμού που υπάρχει μεταξύ του παράνομου χρήστη και των απογόνων του, που εμφανίζεται πιο ισχυρός επί της περιουσίας, την οποία, όμως, παρανόμως κατέχει ή και νέμεται, από ό,τι οι απόγονοι ενός εκτοπισμένου πρόσφυγα.
Σε αυτό προστίθεται ακόμη ένας ισχυρισμός: Ότι δεν μπορεί να αποχωρήσει «βίαια», δηλαδή με απόφαση προφανώς δικαστηρίου και εκτέλεση εντάλματος να υποχρεωθεί ο σφετεριστής να εγκαταλείψει την περιουσία που παράνομα κατέχει, διότι θα πρέπει να τηρηθούν οι ανθρωπιστικοί κανόνες. Οι θέσεις αυτές οδηγούν εν ολίγοις στα εξής: Η παρανομία συνυπάρχει και υπερισχύσει του νόμιμου δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Και έτσι ο χρήστης, δηλαδή ο σφετεριστής, μετατρέπεται σε οιονεί συνιδιοκτήτη, ο οποίος στην ουσία θα προστατεύεται εξίσου με τον νόμιμο ιδιοκτήτη, αν όχι και περισσότερο, αναλόγως της περιπτώσεως.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι ο παράνομος χρήστης είχε και έχει πλήρη επίγνωση, και αυτός και οι απόγονοί του, ως προς το εξής σημαντικό θέμα: Η περιουσία την οποία κατέχουν ή και νέμονται και απολαμβάνουν δεν ανήκει στη δική τους κυριότητα. Είναι κλοπιμαία και γνωρίζουν ότι ο πραγματικός ιδιοκτήτης έχει εκδιωχθεί με τη βία των όπλων του τουρκικού στρατού. Άρα έχουν το στοιχείο του δόλου και υπέχουν ευθύνη για την παράνομη πράξη τους επί τη βάσει της νομοθεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και του διεθνούς δικαίου.
Οι αποζημιώσεις και οι τουρκικές ευθύνες
Βεβαίως, πέραν των νόμων και του δικαίου, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι θα πρέπει να εξευρεθούν πρακτικοί τρόποι επίλυσης του προβλήματος. Ορθόν, αλλά χωρίς οι διαδικασίες να είναι προκλητικές και χωρίς να οδηγούν στη νομιμοποίηση των παράνομων τετελεσμένων και επιπτώσεων της εισβολής. Συναφές, δε, είναι και το ερώτημα πού θα βρεθούν τα χρήματα για τις όποιες αποζημιώσεις; Πρόσφατα, ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, σε συνομιλία του με τον Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα για το κόστος της λύσης, διευκρίνισε ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να πληρώσει ούτε ένα δολάριο, ενώ τόσο ο κ. Ακιντζί όσο και η λοιπή τουρκοκυπριακή ηγεσία υποστήριξαν ότι τα χρήματα αυτά θα μπορούν να δοθούν από εκείνα που θα εισπραχθούν από το φυσικό αέριο.
Δηλαδή, θέλουν να αποζημιώσουμε τους εαυτούς μας, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε η Κυβέρνηση να θέσει την εξής διπλή θέση στις συνομιλίες: Εφόσον τα προβλήματα στο περιουσιακό έχουν προκληθεί από την εισβολή και την κατοχή, και εφόσον ο χρήσης έχει πλήρη επίγνωση της παρανομίας του, η οποία γίνεται συνειδητά, έχει ο ίδιος την ευθύνη, καθώς και η Τουρκία ομού μετά των λεγόμενων «τουρκοκυπριακών Αρχών», οι οποίες, όμως, είναι με βάση την Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή υποτελείς στην Άγκυρα. Άρα αυτή φέρει την τελική ευθύνη.
Η ουσία είναι η ακόλουθη: Η τουρκική πλευρά οφείλει να επωμιστεί το κόστος. Και όχι να μετατραπούν τα θύματα σε θύτες. Η Άγκυρα, λοιπόν, θα πρέπει να πληρώσει λόγω της κατοχής και της πρόκλησης του προβλήματος και οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να πληρώσουν από το μερίδιο που τους αναλογεί από το φυσικό αέριο ό,τι θα αρνηθεί να πληρώσει η Τουρκία. Αλλιώς, διά της υπογραφής μας, αφενός θα νομιμοποιήσουμε τις πραγματικότητες της εισβολής και αφετέρου θα πληρώσουμε εμείς οι ίδιοι τις αποζημιώσεις μας και τα σπασμένα της κατοχής. Αυτό δεν είναι όραμα επανένωσης και συμβιβασμού, αλλά θα πρέπει όλοι να συμφωνούμε ότι συνιστά, κατ’ ελάχιστον, κοροϊδία. Φέσωμα. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει…