Οι διαδικασίες που ακολουθούνται σήμερα ως προς την αναζήτηση λύσης στο κυπριακό πρόβλημα ακολουθούν λανθασμένο δρόμο, εάν δεν βασίζονται πάνω στη διασφάλιση των δομών, των αρχών και των προσανατολισμών της οικοδόμησης ενός σύγχρονου, μοντέρνου κράτους
Η γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου αποτελεί μια σταθερή παράμετρο στη διεθνή πολιτική, διαχρονικά μεταβαλλόμενη όμως σε ανοδική ή καθοδική κλίμακα, αναλόγως των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στον κόσμο, στην περιοχή, στις ισορροπίες των ευρύτερων χώρων που γειτνιάζουν με την Κύπρο, αλλά και στις εσωτερικές μεταβολές που πολιτικά, στρατηγικά, οικονομικά και κοινωνικά επέρχονται στο ίδιο το νησί και στο κράτος. Το γεγονός ότι η Κύπρος έχει ένα καλό θεσμικό πλαίσιο δημόσιας διοίκησης, το οποίο είναι αποτελεσματικό και το γεγονός επίσης πως η ηγεσία της είναι συναινετική σε ό,τι αφορά μεγάλα θέματα της οικονομίας και της πολιτικής είναι ούτως ή άλλως πλεονέκτημα για την αποτελεσματικότητα του κράτους, και συμβάλλει στην περαιτέρω αναβάθμιση της γεωπολιτικής υπεραξίας της Κύπρου.
Η γεωπολιτική της υπεραξία είναι μια αντικειμενική διάσταση και η ανάδειξη της θέσης της αυξομειώνεται αναλόγως με το πόσο επιτυχές είναι το πάντρεμα γεωγραφίας και πολιτικής, και πόσο σοβαρές και σημαντικές είναι οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα γύρω και μακριά από την Κύπρο. Εναπόκειται στους ίδιους τους Κυπρίους να έχουν τη θεσμική και πολιτική δυνατότητα, θέληση ή αποφασιστικότητα, να αξιοποιούν προς ίδιον όφελος, δηλαδή του λαού τους, τη θέση τους.
Η γεωπολιτική έχει σημασία σε ό,τι αφορά την Κύπρο, εφόσον η Κύπρος είναι σε θέση να αξιοποιεί τη θέση της ασκώντας πολιτικές υπέρ των συμφερόντων της ιδίας και του λαού της. Η Κύπρος ιδρύθηκε ως κράτος από το 1960 και έπειτα, με δομές εξουσίας και αρμοδιοτήτων πρωτοφανούς παραδοξότητας στην ιστορία των κρατών, ως προς τη συγκυριαρχία τρίτων χωρών, τόσο στη γένεση και στη διαδικασία ίδρυσης, αλλά και στην πορεία του κράτους μέσα στον χρόνο, όπως και στην εσωτερική του συνταγματική τάξη, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το μοντέρνο κράτος της Ευρώπης και της Δύσης, όπου η δημοκρατική αρχή και το κράτος δικαίου κυριαρχούν.
Στην περίπτωση της Κύπρου, η δημοκρατία ασκείται από τις κοινότητες στο εσωτερικό τους πλαίσιο χωριστά, ενώ ο λαός δεν υφίσταται ως συνταγματικό γνώρισμα και θεσμός, και δεν ασκεί σε κανένα επίπεδο το σύνολο του λαού κυριαρχία. Εκείνοι που ασκούν την εξουσία είναι οι κοινότητες και η εκπροσώπηση των κοινοτήτων, σε μια μορφή κρατικής εσωτερικής οργάνωσης, που δεν ταιριάζει καθόλου στο μοντέρνο ευρωπαϊκό κράτος, αφού οι εκπροσωπήσεις των κοινοτήτων ασκούνται ισότιμα, ανεξαρτήτως σχεδόν της πληθυσμιακής τους σύνθεσης, σε διάφορα επίπεδα δόμησης του κράτους.
Σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές του 1960, αφενός μεν ο κυρίαρχος λαός δεν υφίσταται στις διάφορες εκφάνσεις και εκφράσεις της πολιτικής της χώρας, ο πρόεδρος εκλέγεται αναγκαστικά από τους Έλληνες και ο αντιπρόεδρος από τους Τούρκους, το υπουργικό συμβούλιο συντίθεται από Έλληνες και Τούρκους, οι οποίοι διορίζονται αντιστοίχως από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο, και ενώ ο πρόεδρος έχει την αρμοδιότητα εκπροσώπησης του κράτους, ο αντιπρόεδρος μπορεί να ασκεί βέτο σε διάφορες πρωτοβουλίες και πολιτικές που αναπτύσσει διεθνώς.
Πρόκειται για πρωτοφανείς διαιρετικές τομές, που εφευρέθηκαν μόνο για την περίπτωση της Κύπρου. Ταυτόχρονα η Κυπριακή Βουλή, που αποτελείται πλειοψηφικά από Έλληνες βουλευτές, μπορεί να μπλοκαριστεί από την τουρκική μειοψηφία, εφόσον διαφωνήσει σε μεγάλης σπουδαιότητας νομοσχέδια, όπως ο προϋπολογισμός. Σε κάθε περίπτωση το ρατσιστικό στοιχείο που εκδηλώνεται εν προκειμένω είναι ότι δεν έχουμε πολιτικό λαό στην Κύπρο, που σημαίνει ότι δεν έχουμε κοινωνία πολιτών, η οποία να αποτελείται από πολίτες που υπερασπίζονται το κράτος τους και τα συμφέροντα του συνόλου, και οι οποίοι δεν διακρίνονται από θρησκεία ή την εθνική τους καταγωγή.
Οι φραγμοί που ετέθησαν στις εκλογικές διαδικασίες και η ανάδειξη του κοινοτικού στοιχείου ως θεσμού άσκησης δημοκρατικής λειτουργίας του λαού, εμπόδισε και εμποδίζει την κοινωνική και πολιτική ενσωμάτωση του συνόλου σε ένα λαϊκό σχήμα, που να υπερβαίνει τις κοινότητες και να αναπτύσσει την έννοια του κυπριακού λαού ως πολιτικού λαού.
Η γεωπολιτική εν προκειμένω συνίσταται στο γεγονός της ικανότητας της Κύπρου να αναδείξει τη γεωπολιτική της υπεραξία υπέρ του κράτους και του λαού της, και εξαρτάται από το πόσο σύγχρονη και αποτελεσματική θα είναι η δομή του κράτους, που οικοδομείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, αλλά και μετά την επίτευξη συμφωνίας. Αυτό, διότι, ακριβώς σήμερα, η Κύπρος είναι κατεχόμενη ως προς το βόρειο τμήμα της και ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία υφίσταται ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, τελεί υπό οιονεί ομηρία από τον τουρκικό παράγοντα. Δεν έχει τα εχέγγυα της ασφάλειας του μέλλοντος, παρά τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, γιατί ακριβώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σε θέση ακόμη με τη σημερινή της μορφή να διασφαλίσει για κανένα κράτος-μέλος της κυριαρχία και ανεξαρτησία, και, ως εκ τούτου, να προσδώσει δομές και πολιτικές ασφάλειας.
Οι διαδικασίες που ακολουθούνται σήμερα ως προς την αναζήτηση λύσης στο κυπριακό πρόβλημα ακολουθούν λανθασμένο δρόμο, εάν δεν βασίζονται πάνω στη διασφάλιση των δομών, των αρχών και των προσανατολισμών της οικοδόμησης ενός σύγχρονου, μοντέρνου κράτους, δυτικού, όπως συνηθίζουμε να λέμε, τύπου. Αυτό το κράτος μπορεί να είναι ενιαίο ή και ομοσπονδιακό. Πρέπει, όμως, να βασίζεται στην αρχή της κυριαρχίας του λαού ως συνόλου, της δημοκρατικής αρχής που την ασκεί ο λαός ως σύνολο, τη δημιουργία κρατικών θεσμών λαϊκής κυριαρχίας σε διάφορα επίπεδα εκπροσώπησης και νομοθετικής εξουσίας, την οικοδόμηση του κράτους δικαίου, που σημαίνει δικαστική εξουσία, που να σέβεται τα ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών, την πολιτική εξουσία, η οποία να εκπροσωπεί το σύνολο του λαού.
Εάν το κράτος οδηγείται υποχρεωτικά στην ομοσπονδοποίηση, όπως φαίνεται να το δρομολογούν εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες στην Κύπρο, τότε οι κρατικές δομές δεν πρέπει να μην είναι συναφείς προς τα διεθνή υποδείγματα ομοσπονδιών που επικρατούν παντού και δεν μπορεί αυτό το κράτος να μη σέβεται βασικές αρχές του δυτικού πολιτικού πολιτισμού, όπως είναι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου, όπου η ομοσπονδιακή λειτουργία του κράτους στηρίζεται εξ ορισμού στην αρχή του ενός λαού, ο οποίος ψηφίζει για την κυβέρνησή του ως ένας άνθρωπος - μία ψήφος. Οι εθνότητες προστατεύονται στα επιμέρους κρατίδια, τα οποία δεν επιτρέπεται να λειτουργούν ρατσιστικά, δηλαδή οι αρχές του ευρωπαϊκού συστήματος δικαίου για ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση και οικονομική δράση θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ για ένα σύγχρονο κράτος, ομοσπονδιακό ή μη.
Επομένως, η κατακλείδα αυτής της σημερινής κραυγής αγωνίας για το μέλλον της Κύπρου συνίσταται στην αναγκαιότητα η ηγεσία του τόπου, όταν συζητά για τη λύση του Κυπριακού, να σκέφτεται σε ιστορικά μεγέθη, διότι η ιστορία καθορίζει και το μέλλον, που σημαίνει πως δεν υπάρχουμε ως λογιστικές μονάδες, αλλά ως πολιτισμός, ως διαχρονική παρουσία σε έναν κόσμο, ο οποίος δεν τελειώνει μ' εμάς, αλλά συνεχίζεται με τους επιγόνους μας. Σε ιστορικά μεγέθη σκέφτονται και οι άλλοι, αυτοί οι οποίοι διεκδικούν τον αφανισμό μας.
Ο Νιχάτ Ερίμ, εμπνευστής του Σχεδίου Αττίλας το 1956, αποκαλύπτει ήδη από τότε τις διαχρονικά επίκαιρες προθέσεις της Άγκυρας σε σχέση με το μέλλον της Κύπρου και αναφερόμενος στη θέση των Ελλήνων Κυπρίων στον τουρκικό χώρο εξηγεί πως «Μέσα στη ροή της Ιστορίας, εάν ο ένας πληθυσμός σε σύγκριση με τον άλλο έχει υπερτερήσει κατά εκατόν ή διακόσιες χιλιάδες, δεν είναι επαρκής λόγος για να καθορίσει την αιώνια τύχη μιας μεγαλονήσου, όπως η Κύπρος».
Το πιο πάνω απόσπασμα από την έκθεσή του τού 1956, προς την τότε κυβέρνηση Μεντερές, υπογραμμίζει πως η Τουρκία αποφάσιζε ήδη από τη δεκαετία του 1950 πως η Κύπρος υπάγεται στον δικό της χώρο και πως το νησί αποτελεί προέκταση του υφάλου της Ανατολίας και ως τέτοιο οι τετρακόσιες περίπου χιλιάδες Έλληνες, που ήσαν τη δεκαετία του 1950 στην Κύπρο, δεν θα έπρεπε να συγκρίνονται με τις εκατό χιλιάδες Τουρκοκυπρίων, αλλά αποτελούσαν, σύμφωνα με την τουρκική λογική, μιαν απλή μειοψηφία στα σαράντα εκατομμύρια των Τούρκων που ζούσαν στην ηπειρωτική Τουρκία και, επομένως, οι Έλληνες εδικαιούντο στην καλύτερη περίπτωση της σχετικής μειονοτικής προστασίας που απολαμβάνουν οι μειονότητες του τουρκικού κράτους!
Η ηγεσία του τόπου οφείλει να αντιληφθεί πως η διαπραγμάτευση που διεξάγει είναι απολύτως άνιση και επικίνδυνη, και ωθείται από διάφορους υποπαράγοντες του διεθνούς παράγοντα, οι οποίοι έχουν την προσωπική τους ατζέντα και συμφέροντα σε σχέση με την Κύπρο, και δεν ενδιαφέρονται για μια πραγματικά βιώσιμη λύση, αλλά για μια οποιαδήποτε λύση. Το ίδιο έκαναν και στη Βοσνία και στο Κοσσυφοπέδιο, στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη, αλλά και παντού, όπου εμφανίστηκαν διέλυσαν κράτη, άφησαν πίσω τους δυστυχία, εξαθλίωση και ταπείνωση. Πρέπει να φτιάξουμε το δικό μας στρατηγικό πλάνο, χωρίς την πίεση της στιγμής, που να αφορά στο μέλλον τούτου του τόπου, με κύριο άξονα σκέψης τον πολιτισμό, την ιστορία, την ταυτότητά μας και τις δομές σύγχρονου δημοκρατικού κράτους.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού, Πάντειο Πανεπιστήμιο