Η διεθνής πολιτική συνεχίζει να εμφανίζει, θα λέγαμε, αυξητικά απειλητικά φαινόμενα σύγκρουσης, αντιπαράθεσης, αποσταθεροποίησης σε διάφορες περιοχές της υδρογείου με έμφαση πάντοτε στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Μεσογείου και των Βαλκανίων, ιδιαιτέρως μάλιστα το φαινόμενο των τζιχαντιστών απειλεί εσχάτως σοβαρά πλέον τη διάλυση και την εν τέλει κατάκτηση δύο μεγάλων κρατικών οντοτήτων, όπως ήταν η Συρία και το Ιράκ, με απρόβλεπτες πλέον τις συνέπειες για τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή.

Οι επιπτώσεις από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή θα επηρεάσουν σαφώς την Κύπρο και την Ελλάδα, όχι μόνο σε επίπεδο εισροής προσφύγων και παρανόμων μεταναστών, αλλά και σε σχέση με τις αλλαγές συνόρων και επιθετικής επεκτατικής συμπεριφοράς του κράτους των ISIS στην ευρύτερη περιοχή και όχι μόνο.

Αυτό σημαίνει πως η Κύπρος και η Ελλάδα πρέπει ταχύτατα ν' αρχίσουν να συμπεριφέρονται ως σοβαρά κράτη, να ενδυναμώσουν την ασφάλειά τους, να αποκαταστήσουν την εσωτερική τους συνοχή και ευρωστία και να εμπεδώσουν συνεργασίες και συμμαχίες που θα επιτρέψουν και στις δύο χώρες του Ελληνισμού να σταθούν όρθιες στη λαίλαπα που είναι εν εξελίξει και το επόμενο χρονικό διάστημα προβλέπεται να ενταθεί, καθιστάμενη ακόμη πιο επικίνδυνη.

Κι ενώ η Λευκωσία διέρχεται την ιδεοληπτική ψευδαίσθηση της επίτευξης λύσης στο Κυπριακό via Μουσταφά Ακιντζί, όπου ο τελευταίος θα καταφέρει να ξεπεράσει την ιστορικά δοκιμασμένη επεκτατική πολιτική της Άγκυρας έναντι της Κύπρου, στην Αθήνα κορυφώνεται η εσωτερική κρίση με όλες τις διεθνείς επιπτώσεις, που συντρέχουν ένα φαινόμενο, που βρίσκεται στα όρια της απόλυτης παρακμής.

Όλα δείχνουν πως ο κλοιός σφίγγει την χώρα πανταχόθεν σε σχέση με το εξωτερικό διεθνές περιβάλλον, που αφορά τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση και την κλιμάκωση των πιέσεων που ασκούνται στην ελληνική Κυβέρνηση, όσο και σε σχέση με τη διαγραφόμενη αποσταθεροποίηση του βαλκανικού περίγυρου της Ελλάδος με εστίαση στην πρόσφατη επίθεση των αλβανόφωνων Ουτσεκάδων της αλβανικής μειονότητας του κράτους των Σκοπίων. Οι τελευταίοι είναι προφανώς υποκινούμενοι από την Αλβανία και το Κόσοβο.

Η περίπτωση αυτή δημιουργεί μείζον πρόβλημα για την Ελλάδα, στον βαθμό που η εσωτερική κρίση της χώρας επηρεάζει την αμυντική της ικανότητα, ελπίζουμε όχι ακόμα σε σημαντικό βαθμό, άπτεται όμως κατά μείζονα λόγο της διεθνούς αξιοπιστίας των Αθηνών και κυρίως της πανθομολογούμενης πλέον κρίσης εμπιστοσύνης μεταξύ Αθηνών και των ηγετικών κλιμακίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών της Ευρωζώνης.

Εμφανίζει, λοιπόν, η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή ένα πρόβλημα, το οποίο κάθε χώρα θα ήθελε πάση θυσία να αποφύγει, το οποίο συνίσταται στην εσωτερική κρίση, που είναι όχι μόνο οικονομική, αλλά και ευρύτατα κοινωνική, όπως είναι η κρίση προσδοκιών και αισιοδοξίας, ενώ ταυτόχρονα το διεθνές περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων και των εταίρων της χώρας, αντιμετωπίζουν τη χώρα με επιφυλακτικότητα και με περιορισμένη εμπιστοσύνη και πίστη στο μέλλον της.

Εμείς δεν θα σταθούμε τόσο στο οικονομικό κομμάτι, το οποίο χειρίζεται διαπραγματευτικά η ελληνική Κυβέρνηση και όπου ελπίζουμε να οδηγηθεί σύντομα σε αίσιο τέλος αυτό το ελληνικό δράμα, αλλά θα υπογραμμίσουμε ορισμένες παραμέτρους, που είναι αθέατες και σε κάθε περίπτωση δεν είναι τόσο εμφανείς διά γυμνού οφθαλμού. Περισσότερο θέλουμε να αναφερθούμε σε αυτό που συνηθίζουμε να λέμε, οι προσδοκίες για την αυριανή μέρα.

Ένας λαός αισιόδοξος και με δημιουργική φαντασία, με χαρά για το σήμερα και όνειρα για το αύριο, έχασε τη χαρά της ζωής, την αισιόδοξη σκέψη και περιέπεσε σε έναν συλλογικό μαρασμό στα όρια της κατάθλιψης, με αποτέλεσμα να προσπαθεί ν' αντεπεξέλθει στην καθημερινότητα με κίνδυνο να μην ελπίζει σε τίποτα, παρά μόνο στην εξεύρεση των αναγκαίων πόρων που μπορούν να συνεισφέρουν στην καθημερινή επιβίωση. Αυτό είναι ένα πρόβλημα, που το συναντά ο λαός της Ελλάδας για πρώτη φορά στην ιστορία του, αφού πάντοτε και στις ώρες της ξένης κατοχής, τις ώρες του εμφυλίου και της πολεμικής αναμέτρησης με άλλες χώρες, η αισιοδοξία για το μέλλον ήταν παρούσα και ο αγώνας για ένα καλύτερο αύριο αιμοδοτούσε τη συλλογική θέληση για πρόοδο και εθνική επιβίωση.

Πέραν τούτων σκεφτόμαστε με θλίψη και αγωνία ότι το πρόβλημα ενός αδιέξοδου μέλλοντος και των ανύπαρκτων προσδοκιών αγγίζει δυστυχώς τη νεολαία, δηλαδή το μέλλον της χώρας, αφού μερικές εκατοντάδες χιλιάδες έχουν φύγει για το εξωτερικό, αναζητώντας την ελπίδα του μέλλοντός τους σε χώρες και κράτη, που καταφέρνουν να στέκουν όρθια και να δίνουν προοπτική στους πληθυσμούς τους. Εγκαταλείπουν με αυτόν τον τρόπο τη χώρα τα καλύτερα μυαλά, άριστα εκπαιδευμένοι πτυχιούχοι των ελληνικών πανεπιστημίων, των οποίων τη μόρφωση και την κατάρτιση πλήρωσε ο ελληνικός λαός όλα αυτά τα χρόνια από το υστέρημά του, γονείς και κράτος.

Όμως παράλληλα όσοι νέοι μένουν, παιδιά, έφηβοι και νέοι τριαντάρηδες, παραμένουν άπραγοι, όχι μόνο άνεργοι και περιέρχονται σε μια κατάσταση μαρασμού και αδυναμίας παραγωγής γνώσης, ιδεών και προοπτικής για τον εαυτό τους και τη χώρα ως συλλογικό υποκείμενο. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην πατρίδα μας, γιατί ακριβώς οι χώρες υπάρχουν διότι έχουν σχεδιάσει και έχουν προβλέψει το μέλλον. Τέλος, η Ελλάδα, όπως κάθε χώρα ζει σε ένα επιθετικά ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, το οποίο δεν είναι και το φιλικότερο, αφού αντιμετωπίζει και την επιβουλή στην ίδια την επικράτεια και την κυριαρχία της.

Εάν δεν ανακάμψει και δεν επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις του έθνους, που υπάρχουν εντός και εκτός Ελλάδος, δεν δημιουργήσει την αναγκαία εθνική συναίνεση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας στην κατεύθυνση της στρατηγικής της ανάκαμψης, της εθνικής σωτηρίας και της προόδου, τότε κινδυνεύει με εθνική συρρίκνωση, που περιλαμβάνει κάθε επίπεδο συρρίκνωσης, της εδαφικής μη αποκλειομένης. Ο κίνδυνος για την Ελλάδα να μετατραπεί σε προτεκτοράτο, εάν δεν υπάρξουν όροι εθνικής συνεννόησης, είναι ορατός.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου