ΔΗΣΥ: Ανάμεσα στον «κοσμοπολιτισμό» και τον εξασθενημένο εθνοκεντρισμό

Την ώρα που ο Αβ. Νεοφύτου προβαίνει σε αναφορές για εσωκομματικούς πυρήνες που δεν «ελέγχει», η «Σ» παραθέτει μιαν κοινωνικο-ιστορική ανάλυση του ιδεολογικοπολιτικού αμαλγάματος του κυβερνώντος κόμματος

ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ της σύνθετης ιδεολογικοπολιτικής αρχιτεκτονικής του ΔΗΣΥ θα συγκροτηθεί από τη συνύφανση ετερόκλητων και εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενων ιδεολογικών στοιχείων


Ο ΔΗΣΥ συγκροτήθηκε ως πολιτικός οργανισμός στο πλαίσιο της ανασύνταξης της κυπριακής πολιτικής ζωής μετά τα γεγονότα του 1974. Όπως και η ίδρυση του ΔΗΚΟ, αποτέλεσε απόρροια αλλά και συντελεστή της επαναπολιτικοποίησης της κυπριακής κοινωνίας, μέσα από θεσμισμένες μορφές πολιτικής οργάνωσης, οι οποίες ανταποκρίνονταν στην ανάγκη έκφρασης ευρέων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, κυρίως στον χώρο της κεντροδεξιάς, μετά την κατάλυση των προπολεμικών πολιτικών σχηματισμών, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που επέφερε η τουρκική κατοχή.

Εξέφραζε, κατ’ αρχήν, ένα σύνθεμα ετερόκλητων κοινωνικών δυνάμεων, το οποίο υποστήλωνε, από τη μια, το γενικό περίγραμμα της δεξιάς ιδεολογίας στις πιο παραδοσιακές εκδοχές της, και στο οποίο εκπροσωπούνταν, κατά κύριο λόγο, ευρέα μικροαστικά και αγροτικά στρώματα, και, από την άλλη, μια σπερματικά εκσυγχρονιστική ιδεολογία, επικεντρωμένη στον οικονομικό φιλελευθερισμό και, πολιτικά, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία αντιπροσώπευε, κατά κύριο λόγο, μεσοαστικά και μεγαλοαστικά κοινωνικά στρώματα. Ιδεολογικές συνιστώσες που συμφύρονταν ταυτόχρονα στην εθνική ιδεολογία των εύπορων αστικών στρωμάτων.

Καθοριστικό ενοποιητικό στοιχείο, ωστόσο, ήταν η ηγετική φυσιογνωμία του ιδρυτή και προέδρου του, Γλαύκου Κληρίδη, γύρω από την εμβληματική μορφή του οποίου συσπειρώνονταν ανόμοιες και, τινί βαθμώ, αντιπαρατιθέμενες πολιτικές δυνάμεις, από την «εκτός νόμου», αντιμακαριακή άκρα δεξιά έως τις παρυφές του κέντρου και την παραδοσιακή μακαριακή παράταξη.

Πολιτική «αμνήστευση»

Ίσως, η σημαντικότερη πολιτική «επινόηση» του Γλαύκου Κληρίδη και «συνεισφορά» του στην πολιτική ζωή είναι ακριβώς η πολιτική νομιμοποίηση δυνάμεων που ενεργούσαν στις μεθορίους του πολιτικού και εκτός των πλαισίων της συντεταγμένης πολιτικής ζωής, παρά τις όποιες ανεπάρκειες, στρεβλώσεις και παθογένειες αυτής της τελευταίας. Ο απογαλακτισμός τους, δηλαδή, από μη πολιτικές μορφές δράσης και η ένταξή τους στη σύννομη πολιτική διαδικασία.

Επιδίωξη που αποτυπώνεται και στην ιδρυτική διακήρυξη αρχών της 4ης Ιουλίου 1976, με την αποκήρυξη κάθε μορφής βίας ως μέσου άσκησης πολιτικής και την καταδίκη του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974, αλλά και την «αμνήστευση» της έκνομης δράσης του παρελθόντος.

Όπως αναφέρεται συγκεκριμένα στην ιδρυτική διακήρυξη:

«Ο Δημοκρατικός Συναγερμός απεχθάνεται και αποδοκιμάζει τη βία. Πιστεύει ότι σαν μέθοδος πολιτικών και κοινωνικών επιδιώξεων είναι πηγή συμφορών και πρέπει να εξοστρακισθεί από την πολιτική ζωή... Απαλλαγμένος από στείρες προκαταλήψεις και πολιτικά πάθη, αγνοεί και παραμερίζει τις διενέξεις και τους διχασμούς του παρελθόντος, που τόσα δεινά επεσώρευσαν στον τόπο μας και προσανατολίζεται προς τα ευρύτερα εφικτά σχήματα εθνικής ενότητας και πολιτικής συναδελφώσεως.

Για την πραγματοποίηση των σκοπών του, την πολιτική του δράση και τη λαϊκή επικράτησή του, ο Δημοκρατικός Συναγερμός χρησιμοποιεί αποκλειστικά δημοκρατικές μεθόδους και μέσα. Η παρουσία του Δημοκρατικού Συναγερμού στην πολιτική ζωή της Κύπρου υπαγορεύεται από την προσήλωση των οπαδών του στη Δημοκρατία…». Παράλληλα, ενώ «καταδικάζει το Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, ως άφρον, παρανοϊκόν και εγκληματικόν», διακηρύσσει ότι «προορίζει τη συγγνώμη και τη λήθη για το παρελθόν, τον θετικό ρεαλισμό για το παρόν και τους ευγενέστερους οραματισμούς για το μέλλον».

Ιδεολογική αρχιτεκτονική

Το οικοδόμημα αυτής της σύνθετης ιδεολογικοπολιτικής αρχιτεκτονικής θα συγκροτηθεί από τη συνύφανση ετερόκλητων και εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενων ιδεολογικών στοιχείων, με προεξάρχουσες μια βερμπαλιστική ελληνοκεντρική προσήλωση, εμβαπτισμένη στα νάματα του κυπριακού εθνικού αλυτρωτισμού, όπως εκφράστηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ’55-’59, και μια «κοσμοπολιτικού» χαρακτήρα εκσυγχρονιστική ιδεολογία, ευρωκεντρικής κατεύθυνσης, με κύριους άξονες τον οικονομικό και πολιτικό φιλελευθερισμό, η οποία σήμερα, με την επάνοδο του κόμματος στη διακυβέρνηση της χώρας και υπό την ηγεσία του Αβ. Νεοφύτου, προβάλλει αδιαμφισβητήτως ως κυρίαρχη.

Δεν είναι τυχαίο που η σφόδρα εθνοκεντρική ρητορική του ΔΗΣΥ κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, επαρκής για να ικανοποιήσει, σε επίπεδο ψυχολογικής εκπλήρωσης, το αλυτρωτικό αίσθημα των στρατευμένων στο ιδεώδες τού υπέρ της ενώσεως αγώνα κοινωνικών δυνάμεων, θα ενθυλακωθεί σε μια, εν τη πράξει, ρεαλιστική προσέγγιση του εθνικού προβλήματος, η οποία θα κυρωθεί και προγραμματικά (στη διακήρυξη αρχών του 1976), με την «αναζήτηση, εντός των πλαισίων της σημερινής πραγματικότητας, όχι της επιθυμητής, αλλά της δυνατής λύσης, με πολιτική δυναμικού συμβιβασμού».

Η πολιτική του δυναμικού συμβιβασμού θα εκφραστεί, αρχικά με την υιοθέτηση, από τον Γλαύκο Κληρίδη, της ομοσπονδίας ως λύσης του Κυπριακού και θα εκβάλει, στη συνέχεια, στην αμέριστη υποστήριξη του σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα του 2004.

Εκφράζεται, δε, εφεξής, από τις θέσεις τόσο της προηγούμενης όσο και της νυν κομματικής ηγεσίας, παρά την ύπαρξη σοβαρών εσωκομματικών διαφοροποιήσεων, που κωδικοποιούνται στον λόγο στελεχών όπως η ευρωβουλευτής Ελ. Θεοχάρους, η οποία φαίνεται να επιδιώκει να εκφράσει μια περισσότερο εξισορροπημένη σύζευξη της εθνοκεντρικής συνιστώσας με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό.

Στο πολιτικό περιθώριο

Ένα στοιχείο που συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στον καθορισμό της πολιτικής φυσιογνωμίας του Δημοκρατικού Συναγερμού ως κόμματος αλλά και στη διαμόρφωση του ευπροσήλωτα αρραγούς κομματικού πατριωτισμού των ψηφοφόρων του ήταν ο μακροχρόνιος αποκλεισμός του από την εξουσία αλλά και την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση.

Η κυβερνητική και κοινοβουλευτική συνεργασία των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, υπό το πρόσημο του αλήστου μνήμης «μίνιμουμ προγράμματος», το οποίο απέκλειε την είσοδο του ΔΗΣΥ στη Βουλή των Αντιπροσώπων ανεξαρτήτως των πάντοτε εξαιρετικά εκλόγιμων ποσοστών του, κράτησε το κόμμα της δεξιάς επί μακρόν στο περιθώριο της κοινοβουλευτικής ζωής και μακράν της διαχείρισης της εξουσίας.

Η απουσία, ακριβώς, εξουσιαστικής αναφοράς, η οποία, για τα άλλα κόμματα, και κυρίως το κατ’ εξοχήν κόμμα εξουσίας, το ΔΗΚΟ, αποτέλεσε καταλυτικό τελεστή για τη διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας τους, διαμόρφωσε για τους ψηφοφόρους του ΔΗΣΥ έναν ιδιότυπο ψυχισμό κομματικής προσήλωσης, ο οποίος, παρά τους ευρείς κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς που επεσυνέβησαν στη μεταπολεμική κυπριακή κοινωνία, αποτέλεσε τη σταθερά η οποία προσέδωσε στον Δημοκρατικό Συναγερμό μια πρωτοφανή ικανότητα αντοχής και σταθερότητας, σ’ ένα περιβάλλον, μάλιστα, άκρατης εξουσιοθηρίας και αχαλίνωτης διανομής των πολιτικών αγαθών και προνομίων.

Ισχυρό μαζικό κόμμα

Έως και τη δεύτερη πενταετία της διακυβέρνησης Κληρίδη, και παρά την… παρεπιδημία του ιστορικού ηγέτη του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο ΔΗΣΥ συνδύαζε τέσσερα βασικά στοιχεία, καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία ενός ισχυρού πολιτικού κόμματος εξουσίας. Ήταν, ταυτόχρονα, ένα μεγάλο μαζικό κόμμα, με ισχυρή οργανωτική δομή και σταθερή δυναμική επέκτασης σε ευρεία κοινωνικά στρώματα, ένα κόμμα πολιτικών προσωπικοτήτων, που συνέθεταν μια πανίσχυρη και ικανή στελεχική ομάδα, το κόμμα ενός ιστορικού ηγέτη, που, παρά τις όποιες αντιπάθειες είχε σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, μπορούσε να συνενώσει και να εμπνεύσει, και ένα κόμμα που κατάφερνε να συγκεράζει τις αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογικές του τάσεις σ’ ένα λίγο-πολύ ενιαίο ιδεολογικό σχήμα, αυτό του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού και της τόσο βερμπαλιστικά ταλαιπωρημένης «ελληνικότητας» - που σήμερα τείνει να αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου από το ιδεολόγημα της ευρωπαϊκότητας.

Σήμερα, ο ΔΗΣΥ εξακολουθεί να παρουσιάζει την ίδια -ενδεχομένως και μεγαλύτερη- οργανωτική ευρωστία και αποτελεσματικότητα, μια ισχυρή δυναμική επέκτασης και διείσδυσης σε ευρύτερους κοινωνικούς χώρους, κι ένα σχετικά ανανεωμένο στελεχικό δυναμικό, τη δράση του οποίου ενορχηστρώνει η ηγεσία του Αβ. Νεοφύτου.

Εξακολουθεί, ωστόσο, να διατηρεί στο εσωτερικό του, αν και χωρίς διασπαστική δυναμική, ανυπέρβλητους διαφορισμούς όσον αφορά την προσέγγιση του κυπριακού προβλήματος, αρυόμενους κυρίως από τη διασπαστική εμπειρία του 2004, όταν η σαφής ασυμμετρία ανάμεσα στη βούληση της βάσης του κόμματος και στις αποφάσεις της ηγεσίας όσον αφορά το σχέδιο Ανάν, εκφράστηκε και στο επίπεδο της κομματικής συνοχής, με τη διαφωνία και αποχώρηση αρκετών στελεχών και μελών.

Η αποκήρυξη, ωστόσο, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, του σχεδίου Ανάν, και η στόχευση σ’ ένα «σχέδιο λύσης που θα γίνει αποδεκτό, αυτήν τη φορά, από τον κυπριακό λαό», λειτουργεί ως σταθερός εξισορροπητικός τελεστής, καθιστώντας εφικτή την ενιαία έκφραση όσον αφορά το εθνικό πρόβλημα.

Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός

Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., επίτευγμα, κατά κύριο λόγο, της πολιτικής Κληρίδη, η ευρωπαϊκή συνιστώσα του ΔΗΣΥ αναδεικνύεται σε κυρίαρχη, όπως επίσης και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του κόμματος.

Με όλα, βεβαίως, τα συμπαρακολουθούντα αυτής της εξέλιξης: ανάγκη εξορθολογισμού του κράτους και των θεσμών, μείωση της γραφειοκρατίας, συνεργία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εμβάθυνση διαβουλευτικής δημοκρατίας, πλήρης ένταξη της Κύπρου στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο κ.τ.λ., αποδυνάμωση, παρότι όχι πλήρης εξάλειψη, των εθνοκεντρικών αντανακλαστικών. Κυρίαρχη ιδεολογία, όσον αφορά την κοινωνική και οικονομική πολιτική, καθίσταται ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, στην ουσία μια επίφαση κοινωνισμού σε φερόμενες μετριοπαθείς νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις:

Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Νίκου Αναστασιάδη, ένας συγκερασμός πέραν από «την αδιαλλαξία των άκρων, είτε του άκρατου φιλελευθερισμού, είτε του άκρατου κρατισμού», με βασική επιδίωξη «ένα κράτος ρυθμιστή και ελεγκτή και όχι ένα κράτος επιχειρηματία. Ένα κράτος ευέλικτο και αποτελεσματικό, που θα διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά την ίδια ώρα θα ελέγχει την ορθή τήρηση των κανόνων και θα διασφαλίζει τον ανταγωνισμό».

Ωστόσο, η εν μέρει εθελούσια και εν μέρει εξαναγκαστική μνημονιακή πρόσδεσή του, αφαιρεί και τις τελευταίες επιφάσεις οικονομικού κοινωνισμού από το κοινωνικο-φιλελεύθερο αμάλγαμα της ιδεολογίας του, φανερώνοντας την αμιγή υπαγωγή της στη νεοφιλελεύθερη προσταγή.